Παρέμβαση του βουλευτή Θεσπρωτίας Χρήστου Κατσούρα σε εκδήλωση του ΙΣΤΑΜΕ
Σε εκδήλωση που διοργάνωσε το ΙΣΤΑΜΕ με θέμα «Η πολιτική της έρευνας στην Ελλάδα» συμμετείχε ο βουλευτής Θεσπρωτίας κ. Χρήστος Κατσούρας. Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε τη Δευτέρα 14 Ιουνίου στο αμφιθέατρο «Γιάννος Κρανιδιώτης» του Υπουργείου Εξωτερικών.
Σε παρέμβασή του κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης ο κ. Κατσούρας ανέφερε τα παρακάτω:
Κύριε πρόεδρε, φίλες και φίλοι, όταν έλαβα την πρόσκληση, το πρώτο πράγμα που σκέφθηκα ήταν αν θα έπρεπε να κάνω μία τεχνοκρατική ή πολιτική παρέμβαση.
Βέβαια εν αρχή ην ο Λόγος και η Αγορά, ο δημόσιος χώρος, η πολιτική. Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ, όχι βέβαια με την σημερινή, εφήμερη και κακοποιημένη της σημασία, αλλά με εκείνη που θα ανακτήσει κάποια στιγμή στο χρόνο και την ορίζει ως συλλογική δραστηριότητα με αντικείμενο τη θέσμιση της κοινωνίας καθαυτής, και τη διαρκή βελτίωση της οργάνωσής της.
Από την άλλη μεριά, οι τάσεις της δεκαετίας επιβάλλουν την κυριαρχία της καινοτομίας, ενώ, η συνεχής βελτίωση των συνθηκών ζωής που φέρνει η έρευνα και η καινοτομία δίνει σήμερα ένα νόημα στην ίδια την πολιτική που την στηρίζει.
Ποιοι όμως οι λόγοι για τους οποίους η έρευνα αφορά τους πολλούς και όχι μόνον τους ειδικούς και επιβάλλεται να αποτελεί σημαντικό στοιχείο ενός δημόσιου χώρου διαλόγου;
1. Η οικονομική ανάπτυξη βασίζεται μακροπρόθεσμα ΚΑΙ στην ανάπτυξη και την πρακτική εφαρμογή της γνώσης.
2. Η παραγωγή γνώσης, μαζί με τη συνοδό τεχνολογία, προσδίδει ΙΣΧΥ στον κάτοχό τους. Όταν είναι δημόσια, προσδίδει ισχύ – και ελευθερία – στην κοινωνία. Όταν είναι απόρρητη, παρέχει ισχύ στον κάτοχό της και μόνον.
3. Αυτή η ισχύς – ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ - δεν κατανέμεται ομοιόμορφα στις κοινωνίες. Δημιουργείται έτσι ένα νέο μεγάλο χάσμα ανάμεσα στους παραγωγούς της γνώσης, τους χρηματοδότες τους και όσους κατανοούν τη σημασία αυτών των διαδικασιών και από την άλλη μεριά τους αποκλεισμένους της γνώσης, που ή απλά καταναλώνουν ή – πιο συχνά - αδυνατούν και να γνωρίσουν και να καταναλώσουν.
Πώς παράγονται οι ανισότητες μέσω της έρευνας σε διάφορες κοινωνίες;
Με δύο τρόπους.
1ον. Με το μέγεθος και τον τρόπο χρηματοδότησης.
Για παράδειγμα η Ευρώπη καταγράφει μια μεγάλη υστέρηση σε σχέση και με την άλλη πλευρά του Ατλαντικού και με την Ιαπωνία στα ποσά χρηματοδότησης. Αυτή η υστέρηση βέβαια δεν είναι καθολική καθώς καταγράφονται τεράστιες ενδοευρωπαϊκές – εσωτερικές - ανισότητες. (% ΑΕΠ σε έρευνα: 1.76% ΕΕ, 2.62% ΗΠΑ, 3.39% Ιαπωνία, Ελλάδα 0.57%).
Υπό τις σημερινές δύσκολες συνθήκες τα κράτη της ΕΕ θα είχαν συμφέρον, όχι τόσο να ενθαρρύνουν την κατανάλωση περιορίζοντας τους φόρους αλλά να εξασφαλίσουν πολύ σημαντική χρηματοδότηση στην ανάπτυξη της έρευνας (πχ με έναν κοινοτικό προϋπολογισμό μέσω της ΕΤΕ). Η δημόσια δαπάνη, που σε περιόδους ύφεσης, είναι ένας μοχλός επανεκκίνησης της οικονομίας, έχει ιδιαίτερη σημασία όταν αφορά τομείς που η ανάπτυξή τους θα βελτιώσει τις προοπτικές της μελλοντικής ανάπτυξης.
2ον. Με διαφορετικές δομές και θεσμικά πλαίσια.
Δημόσια ή ιδιωτική; Γραφειοκρατικά κεντρικά σχήματα ή μεσαίας κλίμακας αποκεντρωμένες και μη κερδοσκοπικές δομές, ανταγωνιστικές μεταξύ τους;
Το βασικό ζήτημα εδώ ίσως δεν είναι η ιδιοκτησία ή ο έλεγχος των οικονομικών πόρων. Το βασικό ζήτημα σήμερα, ή, αν θέλετε η κατοχύρωση της κοινωνικής διάστασης της έρευνας, επιτυγχάνεται με την επιβολή της δημοσιότητας -του μη απόρρητου- και την κατάργηση της οικονομικής κατηγορίας του κέρδους.
Τι συμβαίνει στον Ελλαδικό χώρο
Δεν θα αναφερθώ σε οικονομικούς δείκτες, γνωστούς σε όλους σας.
• Στις τελευταίες θέσεις της χρηματοδότησης ως ποσοστό του ΑΕΠ και ως ποσοστό της ιδιωτικής δαπάνης.
• Καινοτομία οριζόμενη στην Ελλάδα σχεδόν μόνον ως έρευνα στην τεχνολογία – πληροφορική.
• Αδυναμία επίτευξης στόχων ή αναίρεσή τους όπως εκείνου της Λισσαβόνας (1.5% ΑΕΠ, 40% ιδιωτικός τομέας).
Μοιάζει με μία χαμένη κοινωνική πολιτική.
Απουσιάζει επίσης κάθε χαρακτηριστικό επιτυχημένων δομών και πρακτικών, όπως η μείωση της αντίθεσης μεταξύ διευθυντικών και εκτελεστικών ρόλων, η ρευστότητα στον προσδιορισμό των ίδιων των εκτελεστικών ρόλων, η συνεργασία.
Δεν είναι τυχαίο ότι από το διάλογο για το χαρακτήρα των ΑΕΙ στην Ελλάδα, απουσιάζει η αντιπαράθεση για το κύριο συστατικό τους στοιχείο, την παραγωγή δηλαδή της γνώσης.
Σήμερα, πολλοί στο πολιτικό σύστημα αλλά και συμμετέχοντες σε διάφορες ερευνητικές διαδικασίες μοιάζουμε εγκλωβισμένοι σε σχήματα (έννοιες, συστήματα κλπ) που οι ίδιοι έχουμε πλάσει ή αντιγράψει (πρόκειται για τη «δουλεία του δογματισμού», που ανέφερε ο Παπανούτσος δεκαετίες πριν).
Αρνούμαστε να συνειδητοποιήσουμε ότι στις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης απαιτείται – ειδικότερα για περιφερειακές δομές και κράτη - επιπλέον μια παιδεία της τοπικής ανάπτυξης, του τοπικού σχεδίου. Απαιτείται ένα νέο ΟΡΑΜΑ για μία νέα Ελλάδα της έρευνας και καινοτομίας.
Επιπλέον, ξεχνούμε ότι η έρευνα, η παραγωγή δηλαδή νέας γνώσης, βασίζεται και στην παλιά, την κληρονομημένη γνώση. Και ότι η οικονομία της γνώσης παγκόσμια βασίζεται κύρια σε ολοκληρωμένες τοπικές, περιφερειακές δομές. Εμείς χρειάστηκε να φθάσουμε στο 2010 για να ψηφίσουμε τον Καλλικράτη, ενώ τις περισσότερες φορές ο πολιτικός διάλογος περιορίστηκε σε περιπτωσιολογίες δήμων.
Σήμερα, η επιτυχία διαφόρων οικονομικών συστημάτων βασίζεται και από την επιτυχία με την οποία θα οργανώσουν το εθνικό τους σύστημα έρευνας και καινοτομίας με τις περιφερειακές του συνιστώσες.
Εμείς υποβαθμίζουμε ακόμη και τα πλεονεκτήματα που διαθέτουμε, δηλαδή την εξαιρετική γεωγραφική θέση της χώρας ή το ότι στην Ελλάδα υπάρχει ένα – έστω κατακερματισμένο - επιστημονικό δυναμικό, με ιδιαίτερη έφεση στην έρευνα, όπως αυτό αποδεικνύεται από σχετικούς δείκτες ανά άτομο ή ανά δημοσίευση.
Αλήθεια, για παράδειγμα, ποια εγχώρια έρευνα έχει γίνει για το ρόλο ενός συνολικού συστήματος λιμανιών της χώρας στο παγκόσμιο σύστημα μεταφορών;
Ταυτίζουμε έννοιες μη ταυτόσημες όπως οικονομία της γνώσης και πληροφορική, έρευνα και θετικές επιστήμες, γνώση και πληροφορία. Ενώ απουσιάζουν από την βασική και υποχρεωτική εκπαίδευση διαδικασίες που δημιουργούν την κουλτούρα της έρευνας. Γιατί η ερευνητική διαδικασία είναι το τελευταίο στάδιο της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Σήμερα, οφείλουμε να συμβάλλουμε ώστε να μετακινηθεί ο δημόσιος διάλογος στη χώρα από τα αναγκαία στην παρούσα φάση αλλά όχι καίρια (από το θέαμα, τις εξεταστικές και τα σκάνδαλα), στα μεγάλα προβλήματα της εποχής. Και αυτά είναι η οικονομία που θέλουμε να αναπτύξουμε, η προστασία του ελληνικού τοπίου, η δημιουργία θεσμών πιο άμεσης δημοκρατίας, αλλά επίσης και η ποιότητα στην εκπαίδευση και η οργάνωση της έρευνας. Αυτό απαιτεί η πολιτική σήμερα.
Η χώρα έχει λοιπόν ανάγκη να αλλάξει την ατζέντα της και να ασχοληθεί με τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει. Έχει ανάγκη να ιεραρχήσει τις προτεραιότητές της.
Ζούμε μία μεταβατική περίοδο σύγχυσης αλλά δεν μπορούμε να περιμένουμε το αύριο για αλλαγές. Μίας σύγχυσης που μας πιέζει να στραφούμε από το μακροπρόθεσμο και σημαντικό που θα οδηγήσει στην ανανέωση και επιβίωση του τόπου στη βραχυπρόθεσμη επίλυση επειγόντων προβλημάτων και μόνον. Όμως τώρα απαιτούνται νέες πολιτικές και νέες στρατηγικές.
Γιατί, παραφράζοντας μία φράση του Νίτσε «η αξία της πολιτικής μετριέται με το πόσην αλήθεια μπορεί να σηκώσει».
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου