Εμφύλιος και εξορία εμπνέουν τη λογοτεχνία
Πώς η πεζογραφία άνοιξε τον δρόμο στην Ιστορία για να ασχοληθεί με τα θέματα ταμπού
Θέλω ευθύς εξαρχής να μπω στην ουσία του θέματος: χάρη στην τόλμη της λογοτεχνίας και παρά τις ορατές και αόρατες αντιξοότητες που αυτή αντιμετώπισε, νέοι ορίζοντες άνοιξαν και ταμπού που σχετίζονταν με τη μνήμη της Κατοχής και του Εμφυλίου καταρρίφθηκαν. Πρόκειται, αναμφίβολα, για κάτι εντυπωσιακό. Η ιστοριογραφία κατάφερε κάτι ανάλογο, με σημαντική όμως καθυστέρηση, μεγαλύτερους δισταγμούς και εν τέλει οξύτερες αντιδράσεις.
Οσοι διάβασαν την Πολιορκία και τον Ιαγουάρο του Κοτζιά, το Κιβώτιο του Αλεξάνδρου, το Πένθιμο Εμβατήριο του Πατατζή, την Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα της Ζέη ή την Κάθοδο των Εννιά και την Ορθοκωστά του Βαλτινού, για να αναφέρω μερικά μόνο παραδείγματα, κατανοούν σε τι αναφέρομαι. Ζητήματα που είτε έμεναν ανέγγιχτα είτε παρουσιάζονταν σχηματικά και απλοποιημένα από την ιστοριογραφία και τη δημόσια ιστορία αναδείχθηκαν από την πεζογραφία πολλές φορές με συγκλονιστικό τρόπο.
Γιατί συνέβη αυτό; Γιατί η πεζογραφία κατάφερε να αναδείξει καταστάσεις, συναισθήματα και συμπεριφορές που η κοινότητα των ιστορικών μόνο καθυστερημένα μπόρεσε να το κάνει; Η Βενετία Αποστολίδου μάς δίνει πειστικά την απάντηση από τις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου της: «Η λογοτεχνία προσφέρει αφηγηματικά μοντέλα για την αφήγηση του τραύματος ενώ ταυτόχρονα προσφέρει μια κοινωνική αρένα πιο ασφαλή (γιατί προστατεύεται από τη μυθοπλασία) από τον ευρύτερο χώρο της πολιτικής και της δημόσιας ιστορίας. Μπορεί να λειτουργήσει, και έτσι έχει λειτουργήσει η λογοτεχνία που μιλάει για τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο, ως ένας ενδιάμεσος δημόσιος χώρος στον οποίο δοκιμάστηκαν πρώτα μνήμες και ερμηνείες οι οποίες αργότερα πέρασαν στην ιστοριογραφία και στη δημόσια αντιπαράθεση» (σελ. 21).
Το βιβλίο της Αποστολίδου εξετάζει τη σχέση ανάμεσα στη λογοτεχνία και στους πολιτικούς πρόσφυγες. Το έργο αυτό μπορεί να θεωρηθεί συνέχεια, ένα είδος τόμου Β΄, σε σχέση με το προηγούμενο βιβλίο της Λογοτεχνία και Ιστορία στη μεταπολεμική Αριστερά: Η παρέμβαση του Δημήτρη Χατζή, 1947-1981 (Αθήνα, Πόλις, 2003).
Οπως η ίδια δηλώνει, το ενδιαφέρον της για τους πολιτικούς πρόσφυγες προέκυψε από τη μελέτη του έργου του Δημήτρη Χατζή, ενός από τους επιφανέστερους συγγραφείς-πολιτικούς πρόσφυγες (σελ. 10). Η Αποστολίδου αναλύει λοιπόν τους πολιτικούς πρόσφυγες τόσο ως υποκείμενα της λογοτεχνικής παραγωγής, ως συγγραφείς δηλαδή, αλλά και ως πεδίο έμπνευσης εκ μέρους των πεζογράφων.
Οι πολιτικοί πρόσφυγες αποτελούν από πολλές πλευρές μια ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα με αρκετή ποικιλομορφία στο εσωτερικό τους. Ζώντας σε αυτό που ο Ηλιος Γιαννακάκης ονόμασε refugeeland της Ανατολικής Ευρώπης, αρκετοί από αυτούς συνειδητά στρατευμένοι αλλά οι περισσότεροι άθελά τους εκεί ως βιαίως επιστρατευμένοι ή ως παιδιά του «παιδομαζώματος», βίωσαν μια διπλή εξουσία: αυτή των κομμουνιστικών καθεστώτων από τη μία και του ΚΚΕ από την άλλη. Το Κόμμα αποτέλεσε αρχικά τον μόνο οργανωτικό φορέα κοινωνικοποίησης για αυτούς. Από πολλές πλευρές, η δεύτερη εξουσία υπήρξε περισσότερο «πανοπτική», δηλαδή ολοκληρωτική, από την πρώτη. Με άλλα λόγια, η ζωή των πολιτικών προσφύγων, τουλάχιστον για μια μεγάλη χρονική περίοδο, υπήρξε απόλυτα ελεγχόμενη από το ελληνικό κόμμα. Ετσι, επιχειρώντας η Αποστολίδου να αναλύσει τη σχέση ανάμεσα στη λογοτεχνία και στους πολιτικούς πρόσφυγες, αναδεικνύει την ίδια την κοινωνία και την εξουσία του
Το πρώτο κεφάλαιο εστιάζει στην ποσοτική καταγραφή της λογοτεχνικής παραγωγής των πολιτικών προσφύγων. Η παραγωγή αυτή δεν είναι αμελητέα. Ο κομματικός εκδοτικός οίκος εξέδωσε 249 λογοτεχνικά βιβλία ως το 1968. Το 37% αυτών ήταν έργα πολιτικών προσφύγων (σελ. 30-31). Η Αποστολίδου επισημαίνει πως το ποιοι εξέδιδαν τα έργα τους αποτελούσε μια πολιτική απόφαση: «Ευνοούνταν εκείνοι οι λογοτέχνες που θεωρούνταν περισσότερο κομματικοί ή εν πάση περιπτώσει εκείνοι που έγραφαν τη λογοτεχνία η οποία ανταποκρινόταν στις επίσημες κομματικές προσδοκίες» (σελ. 40).
Στο δεύτερο κεφάλαιο η συγγραφέας πραγματεύεται τη σχέση ανάμεσα στο τραύμα και στη λογοτεχνία των πολιτικών προσφύγων. Με άλλα λόγια, επικεντρώνεται στα έργα των πολιτικών προσφύγων που έχουν ως αντικείμενο τους την Αντίσταση και τον Εμφύλιο, περίοδος που θεωρείται η μήτρα του τραύματος για την ελληνική κοινωνία και ειδικότερα για αυτούς που είχαν με τη μία ή την άλλη μορφή εμπλοκή στα γεγονότα. Το μεγαλύτερο μέρος της αφηγηματικής παραγωγής των προσφύγων αποτελείται από τέτοια κείμενα (σελ.
51) καθώς τα έργα που μιλούν για τη ζωή τους στην προσφυγιά συνιστούν ένα μικρότερο σύνολο. Τα έργα αυτά πραγματεύεται η Αποστολίδου στο τρίτο κεφάλαιο.
Το τέταρτο κεφάλαιο που τιτλοφορείται Η εικόνα των πολιτικών προσφύγων στη μεταγενέστερη πεζογραφία έχει ως αντικείμενο την αναπαράσταση του πολιτικού πρόσφυγα στη λογοτεχνική παραγωγή από αριστερούς και μη λογοτέχνες.
Στο πέμπτο και τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, που έχει χαρακτήρα επιλόγου, η Αποστολίδου επιχειρεί να εντάξει την πεζογραφία των πολιτικών προσφύγων στο πλαίσιο της πεζογραφίας για τον Εμφύλιο. Πρόκειται, κατά τη γνώμη μου, για την πιο ενδιαφέρουσα και προκλητική ενότητα του βιβλίου. Εξετάζει τη σχέση ανάμεσα σε δύο τουλάχιστον παράλληλες μνημονικές κοινότητες: των πολιτικών προσφύγων από τη μία και των επιζησάντων στην Ελλάδα από την άλλη (σελ. 132).
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΜΝΗΜΗ
Η Βενετία Αποστολίδου
Στην υπερορία (την εξορία έξω από τα όρια της χώρας) η συλλογική μνήμη προσδιορίστηκε από το μονοπώλιο εκ μέρους του ΚΚΕ των μηχανισμών προπαγάνδας και κοινωνικοποίησης. Στην Ελλάδα όμως τα πράγματα υπήρξαν περισσότερο πολύπλοκα. Συνηθίζουμε να αναφερόμαστε στην ύπαρξη δύο μνημονικών κοινοτήτων που πολύ συχνά παρουσιάζονται και ως πολιτικά στρατόπεδα: αυτό των νικητών του Εμφυλίου και εκείνο των ηττημένων. Στην πραγματικότητα, όπως επιμένει ορθά η Αποστολίδου, αυτή η διάκριση είναι εξαιρετικά σχηματική και εν τέλει προβληματική. Αναπτύχθηκαν πολύ περισσότεροι, ενδιάμεσους θα μπορούσαμε να τους ονομάσουμε, τύποι μνήμης που προσδιορίζονται αναμφίβολα από τις ιδιαιτερότητες της υποκειμενικής και συλλογικής σύνδεσης με τα γεγονότα. Υπό αυτή την οπτική, η συλλογική μνήμη στις δημοκρατίες δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως παίγνιο μηδενικού αθροίσματος όπου όσο περισσότερο επιτρέπεται σε μια ομάδα να θυμάται δημόσια τόσο περισσότερο επιβάλλεται σε μια άλλη ομάδα να ξεχνά. Η συλλογική μνήμη στις δημοκρατίες είναι πλουραλιστική, γεμάτη αντιφατικές αλλά αλληλοσυμπληρούμενες μικρομνήμες.
Εν τέλει,όπως αναλύει η Αποστολίδου αναφερόμενη στην Ορθοκωστά του Βαλτινού,η προβολή του τραύματος της μιας πλευράς σε καμία περίπτωση δεν αποκλείει την αναγνώριση του τραύματος της άλλης. Αντίθετα, καθώς οι αφηγήσεις πληθαίνουν, ο αναγνώστης εμπλέκεται στον φαύλο κύκλο της εμφύλιας βίας και ως το τέλος του βιβλίου τού έχει καταστεί πλέον αδιάφορο για ποιας πλευράς το τραύμα πρόκειται.
Κάπως έτσι, εν τέλει, δεν συμφιλιώνονται οι κοινωνίες με το παρελθόν τους;
ΝΙΚΟΣ ΜΑΡΑΝΤΖΙΔΗΣ
(Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.)
tovima
Θέλω ευθύς εξαρχής να μπω στην ουσία του θέματος: χάρη στην τόλμη της λογοτεχνίας και παρά τις ορατές και αόρατες αντιξοότητες που αυτή αντιμετώπισε, νέοι ορίζοντες άνοιξαν και ταμπού που σχετίζονταν με τη μνήμη της Κατοχής και του Εμφυλίου καταρρίφθηκαν. Πρόκειται, αναμφίβολα, για κάτι εντυπωσιακό. Η ιστοριογραφία κατάφερε κάτι ανάλογο, με σημαντική όμως καθυστέρηση, μεγαλύτερους δισταγμούς και εν τέλει οξύτερες αντιδράσεις.
Οσοι διάβασαν την Πολιορκία και τον Ιαγουάρο του Κοτζιά, το Κιβώτιο του Αλεξάνδρου, το Πένθιμο Εμβατήριο του Πατατζή, την Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα της Ζέη ή την Κάθοδο των Εννιά και την Ορθοκωστά του Βαλτινού, για να αναφέρω μερικά μόνο παραδείγματα, κατανοούν σε τι αναφέρομαι. Ζητήματα που είτε έμεναν ανέγγιχτα είτε παρουσιάζονταν σχηματικά και απλοποιημένα από την ιστοριογραφία και τη δημόσια ιστορία αναδείχθηκαν από την πεζογραφία πολλές φορές με συγκλονιστικό τρόπο.
Γιατί συνέβη αυτό; Γιατί η πεζογραφία κατάφερε να αναδείξει καταστάσεις, συναισθήματα και συμπεριφορές που η κοινότητα των ιστορικών μόνο καθυστερημένα μπόρεσε να το κάνει; Η Βενετία Αποστολίδου μάς δίνει πειστικά την απάντηση από τις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου της: «Η λογοτεχνία προσφέρει αφηγηματικά μοντέλα για την αφήγηση του τραύματος ενώ ταυτόχρονα προσφέρει μια κοινωνική αρένα πιο ασφαλή (γιατί προστατεύεται από τη μυθοπλασία) από τον ευρύτερο χώρο της πολιτικής και της δημόσιας ιστορίας. Μπορεί να λειτουργήσει, και έτσι έχει λειτουργήσει η λογοτεχνία που μιλάει για τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο, ως ένας ενδιάμεσος δημόσιος χώρος στον οποίο δοκιμάστηκαν πρώτα μνήμες και ερμηνείες οι οποίες αργότερα πέρασαν στην ιστοριογραφία και στη δημόσια αντιπαράθεση» (σελ. 21).
Το βιβλίο της Αποστολίδου εξετάζει τη σχέση ανάμεσα στη λογοτεχνία και στους πολιτικούς πρόσφυγες. Το έργο αυτό μπορεί να θεωρηθεί συνέχεια, ένα είδος τόμου Β΄, σε σχέση με το προηγούμενο βιβλίο της Λογοτεχνία και Ιστορία στη μεταπολεμική Αριστερά: Η παρέμβαση του Δημήτρη Χατζή, 1947-1981 (Αθήνα, Πόλις, 2003).
Οπως η ίδια δηλώνει, το ενδιαφέρον της για τους πολιτικούς πρόσφυγες προέκυψε από τη μελέτη του έργου του Δημήτρη Χατζή, ενός από τους επιφανέστερους συγγραφείς-πολιτικούς πρόσφυγες (σελ. 10). Η Αποστολίδου αναλύει λοιπόν τους πολιτικούς πρόσφυγες τόσο ως υποκείμενα της λογοτεχνικής παραγωγής, ως συγγραφείς δηλαδή, αλλά και ως πεδίο έμπνευσης εκ μέρους των πεζογράφων.
Οι πολιτικοί πρόσφυγες αποτελούν από πολλές πλευρές μια ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα με αρκετή ποικιλομορφία στο εσωτερικό τους. Ζώντας σε αυτό που ο Ηλιος Γιαννακάκης ονόμασε refugeeland της Ανατολικής Ευρώπης, αρκετοί από αυτούς συνειδητά στρατευμένοι αλλά οι περισσότεροι άθελά τους εκεί ως βιαίως επιστρατευμένοι ή ως παιδιά του «παιδομαζώματος», βίωσαν μια διπλή εξουσία: αυτή των κομμουνιστικών καθεστώτων από τη μία και του ΚΚΕ από την άλλη. Το Κόμμα αποτέλεσε αρχικά τον μόνο οργανωτικό φορέα κοινωνικοποίησης για αυτούς. Από πολλές πλευρές, η δεύτερη εξουσία υπήρξε περισσότερο «πανοπτική», δηλαδή ολοκληρωτική, από την πρώτη. Με άλλα λόγια, η ζωή των πολιτικών προσφύγων, τουλάχιστον για μια μεγάλη χρονική περίοδο, υπήρξε απόλυτα ελεγχόμενη από το ελληνικό κόμμα. Ετσι, επιχειρώντας η Αποστολίδου να αναλύσει τη σχέση ανάμεσα στη λογοτεχνία και στους πολιτικούς πρόσφυγες, αναδεικνύει την ίδια την κοινωνία και την εξουσία του
Το πρώτο κεφάλαιο εστιάζει στην ποσοτική καταγραφή της λογοτεχνικής παραγωγής των πολιτικών προσφύγων. Η παραγωγή αυτή δεν είναι αμελητέα. Ο κομματικός εκδοτικός οίκος εξέδωσε 249 λογοτεχνικά βιβλία ως το 1968. Το 37% αυτών ήταν έργα πολιτικών προσφύγων (σελ. 30-31). Η Αποστολίδου επισημαίνει πως το ποιοι εξέδιδαν τα έργα τους αποτελούσε μια πολιτική απόφαση: «Ευνοούνταν εκείνοι οι λογοτέχνες που θεωρούνταν περισσότερο κομματικοί ή εν πάση περιπτώσει εκείνοι που έγραφαν τη λογοτεχνία η οποία ανταποκρινόταν στις επίσημες κομματικές προσδοκίες» (σελ. 40).
Στο δεύτερο κεφάλαιο η συγγραφέας πραγματεύεται τη σχέση ανάμεσα στο τραύμα και στη λογοτεχνία των πολιτικών προσφύγων. Με άλλα λόγια, επικεντρώνεται στα έργα των πολιτικών προσφύγων που έχουν ως αντικείμενο τους την Αντίσταση και τον Εμφύλιο, περίοδος που θεωρείται η μήτρα του τραύματος για την ελληνική κοινωνία και ειδικότερα για αυτούς που είχαν με τη μία ή την άλλη μορφή εμπλοκή στα γεγονότα. Το μεγαλύτερο μέρος της αφηγηματικής παραγωγής των προσφύγων αποτελείται από τέτοια κείμενα (σελ.
51) καθώς τα έργα που μιλούν για τη ζωή τους στην προσφυγιά συνιστούν ένα μικρότερο σύνολο. Τα έργα αυτά πραγματεύεται η Αποστολίδου στο τρίτο κεφάλαιο.
Το τέταρτο κεφάλαιο που τιτλοφορείται Η εικόνα των πολιτικών προσφύγων στη μεταγενέστερη πεζογραφία έχει ως αντικείμενο την αναπαράσταση του πολιτικού πρόσφυγα στη λογοτεχνική παραγωγή από αριστερούς και μη λογοτέχνες.
Στο πέμπτο και τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, που έχει χαρακτήρα επιλόγου, η Αποστολίδου επιχειρεί να εντάξει την πεζογραφία των πολιτικών προσφύγων στο πλαίσιο της πεζογραφίας για τον Εμφύλιο. Πρόκειται, κατά τη γνώμη μου, για την πιο ενδιαφέρουσα και προκλητική ενότητα του βιβλίου. Εξετάζει τη σχέση ανάμεσα σε δύο τουλάχιστον παράλληλες μνημονικές κοινότητες: των πολιτικών προσφύγων από τη μία και των επιζησάντων στην Ελλάδα από την άλλη (σελ. 132).
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΜΝΗΜΗ
Η Βενετία Αποστολίδου
Στην υπερορία (την εξορία έξω από τα όρια της χώρας) η συλλογική μνήμη προσδιορίστηκε από το μονοπώλιο εκ μέρους του ΚΚΕ των μηχανισμών προπαγάνδας και κοινωνικοποίησης. Στην Ελλάδα όμως τα πράγματα υπήρξαν περισσότερο πολύπλοκα. Συνηθίζουμε να αναφερόμαστε στην ύπαρξη δύο μνημονικών κοινοτήτων που πολύ συχνά παρουσιάζονται και ως πολιτικά στρατόπεδα: αυτό των νικητών του Εμφυλίου και εκείνο των ηττημένων. Στην πραγματικότητα, όπως επιμένει ορθά η Αποστολίδου, αυτή η διάκριση είναι εξαιρετικά σχηματική και εν τέλει προβληματική. Αναπτύχθηκαν πολύ περισσότεροι, ενδιάμεσους θα μπορούσαμε να τους ονομάσουμε, τύποι μνήμης που προσδιορίζονται αναμφίβολα από τις ιδιαιτερότητες της υποκειμενικής και συλλογικής σύνδεσης με τα γεγονότα. Υπό αυτή την οπτική, η συλλογική μνήμη στις δημοκρατίες δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως παίγνιο μηδενικού αθροίσματος όπου όσο περισσότερο επιτρέπεται σε μια ομάδα να θυμάται δημόσια τόσο περισσότερο επιβάλλεται σε μια άλλη ομάδα να ξεχνά. Η συλλογική μνήμη στις δημοκρατίες είναι πλουραλιστική, γεμάτη αντιφατικές αλλά αλληλοσυμπληρούμενες μικρομνήμες.
Εν τέλει,όπως αναλύει η Αποστολίδου αναφερόμενη στην Ορθοκωστά του Βαλτινού,η προβολή του τραύματος της μιας πλευράς σε καμία περίπτωση δεν αποκλείει την αναγνώριση του τραύματος της άλλης. Αντίθετα, καθώς οι αφηγήσεις πληθαίνουν, ο αναγνώστης εμπλέκεται στον φαύλο κύκλο της εμφύλιας βίας και ως το τέλος του βιβλίου τού έχει καταστεί πλέον αδιάφορο για ποιας πλευράς το τραύμα πρόκειται.
Κάπως έτσι, εν τέλει, δεν συμφιλιώνονται οι κοινωνίες με το παρελθόν τους;
ΝΙΚΟΣ ΜΑΡΑΝΤΖΙΔΗΣ
(Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.)
tovima
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου