Γιατί έκλεισαν το στόμα του Ζαχαριάδη
Τον Μάρτιο του 1962 ο εξόριστος καθαιρεθείς ΓΓ του ΚΚΕ πήγε στην ελληνική πρεσβεία στη Μόσχα ζητώντας να επιστρέψει και να μιλήσει
Με αφορμή πρόσφατη έκδοση για τον Δημοκρατικό Στρατό, ξεκίνησε ξανά ο δημόσιος διάλογος για τον ελληνικό Εμφύλιο. Θέμα ταμπού στο συλλογικό μας υποσυνείδητο, ο Εμφύλιος εξακολουθεί να επικαθορίζει, παρά τις θετικές συνέπειες της εθνικής συμφιλίωσης εξήντα χρόνια μετά, την ελληνική κοινωνία. Κορυφαία μορφή που δέσποσε στα γεγονότα της απόμακρης για την εποχή μας περιόδου και που συζητήθηκε αλλά και αμφισβητήθηκε όσο ουδείς, ακόμη και μετά τον υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες θάνατό του, ο τότε γενικός γραμματέας του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης.
«Oμως... έσεται ήμαρ» έγραφε από το Σουργκούτ, τόπο εξορίας του στη Σιβηρία, στις 11 Μαΐου 1967, σε μία από τις επιστολές του ο Νίκος Ζαχαριάδης. Απομονωμένος από τους συντρόφους του στο κόμμα αλλά και ταπεινωμένος από την ΚGΒ ως το τέλος της ζωής του, όταν βρέθηκε νεκρός με μια θηλιά στον λαιμό την 1η Αυγούστου 1973, ο Ζαχαριάδης έκανε την ύστατη προσπάθεια με μια επιστολή του προς την ελληνική πρεσβεία Μόσχας, τον Μάρτιο του 1962, να επιστρέψει στην Ελλάδα, «το νόστιμον ήμαρ», όπως έχει καταγραφεί στην ομηρική γραμματεία.
Η απόφασή του εκείνη όμως έμελλε να σηκώσει θύελλα στην Ελλάδα, αναταραχή στις σοβιετικές μυστικές υπηρεσίες και, βεβαίως, πανικό στα στελέχη του ΚΚΕ που τον προτιμούσαν νεκρό παρά να λογοδοτεί, όπως επιθυμούσε, ενώπιον της ελληνικής Δικαιοσύνης.
Προϊστάμενος επί σειρά ετών της Υπηρεσίας Δασών σε ένα μικρό χωριό έξω από το Σβερντλόφσκ στα Ουράλια, ο Ζαχαριάδης δεν υποψιαζόταν πως, επισκεπτόμενος στις 10 Μαρτίου 1962 την ελληνική πρεσβεία Μόσχας, όπου είχε δίωρη συνομιλία με τον διαπιστευμένο στη Μόσχα έλληνα πρεσβευτή Γ. Χριστόπουλο, προδιέγραφε το τέλος του ξεκινώντας ο ίδιος τη θύελλα που θα ακολουθούσε με τίμημα τη ζωή του. «Απρόοπτη» χαρακτήριζε εκείνη την επίσκεψη ο Χριστόπουλος και αναφέρθηκε με τρισέλιδο κρυπτογραφικό τηλεγράφημά του προς το ΥΠΕΞ.
Χαρακτηρισμοί, ωστόσο, όπως «αμετανόητος κομμουνιστής», «πανούργος», «φανατικός» κτλ. που ο έλληνας πρεσβευτής χρησιμοποιεί στο κρυπτοτηλεγράφημά του προς την Αθήνα δεν τον εμπόδισαν να εκφράσει, περαίνων το κείμενο του απόρρητου ενημερωτικού του σημειώματος, την άποψη ότι «θα έπρεπε όμως να εξετασθή και η άποψις μήπως προκύψει τελικώς ωφέλεια δι΄ ημάς, δεδομένου ότι κατά διεξαγωγήν δίκης θα τονισθούν και πάλιν εγκλήματα συμμοριτών και θα παρασχεθή εκ νέου ευκαιρία εις λαόν αναλογισθή κινδύνους εκ κομμουνιστικής επαναστατικής δράσεως» (ΑΠ 384).
Η αντίδραση ωστόσο της Αθήνας θα είναι καταιγιστική. Τόσο ο τότε ΥΠΕΞ Αβέρωφ-Τοσίτσας, ευρισκόμενος στο Παρίσι, όσο και ο υπουργός Δικαιοσύνης Παπακωνσταντίνου, προς τον οποίο διεβιβάσθη το πρωτότυπο της επιστολής Ζαχαριάδη, θα ζητήσουν από τον έλληνα πρεσβευτή στη Μόσχα να επιστρέψει την επιστολή στον αποστολέα της «ως απαράδεκτον, αποφεύγοντες οιανδήποτε μετ΄ αυτού προσωπικήν επικοινωνίαν» (ΑΠ Α134-11, Αβέρωφ, 16 Απριλίου 1962).
Με ημερομηνία 3 Ιουλίου 1962, αντί τηλεγραφήματος με την ένδειξιν «Διά κ. Υπουργόν», ο Χριστόπουλος από Μόσχα ενημέρωνε: «Καίτοι παρήλθε μακρόν χρονικόν διάστημα Ζαχαριάδης δεν ενεφανίσθη διά να παραλάβη κριθείσαν ως απαράδεκτον επιστολήν τουούτε εζήτησεν επικοινωνήση εκ νέου μετά Β.Πρεσβείας» (ΑΠ 991), ενώ με απόρρητο έγγραφό του μία εβδομάδα αργότερα συμπλήρωνε ως εξής: «Σημειωτέον ότι ο ειρημένος (ενν. τον Ζαχαριάδη), ούτινος η διεύθυνσις,ο αριθμός και ο τόπος διαμονής τυγχάνουν άγνωστα στη Β. Πρεσβεία,είχε λάβει γνώσιν εκ τηλεφωνικής μετ΄ αυτής επικοινωνίας κατά τας αρχάς Απριλίου περί του απαραδέκτου και επιστρεπτέου της επιστολής του, ην και θα ήρχετο, καθ΄ α είχε δηλώσει, να παραλάβη εκ της Πρεσβείας»
ΤΟ ΚΡΥΠΤΟΤΗΛΕΓΡΑΦΗΜΑ ΤΟΥ ΠΡΕΣΒΕΥΤΗ
«Ο Ζαχαριάδης θα προέβαινε σε αποκαλύψεις μόνο κατά τη δίκη»
«...Ετόνισεν ότι απόφασίς του υπαγορεύεται από δύο λόγους,πρώτον να διέλθη υπόλοιπα έτη ζωής του εις Ελλάδα και, δεύτερον, λογοδοτήση ενώπιον Δικαιοσύνης πατρίδος του διά να αποκαταστήση ιστορικώς αγώνα του και ιδίως ανταρσίαν 1947. Απέφυγε διευκρινίση σημείον τούτο, περιορισθείς είπη ότι θα προβή αποκαλύψεις μόνον κατά δίκην. Ανέφερεν ότι αναλαμβάνει όλην ευθύνην διά διεξαγωγήν και τερματισμόν συμμοριτικού αγώνος. Επέμεινεν ότι ουδέποτε αποκηρύξη αρχάς του ούτε ποτέ προβή εις δήλωσιν μετανοίας. Ετόνισεν ότι δεν πρόκειται πλέον αναμιχθή πολιτικήν δράσιν,εξηγήσας ότι σταδιοδρομία του έληξεν κατόπιν αποκηρύξεώς του από συμμορίτας εξωτερικού και από κομμουνιστάς Ελλάδος. Απέφυγεν είπη ποία θα είναι αντίδρασις παλαιών οπαδών του Ελλάδος εις περίπτωσιν επιστροφής του. Παρά προσπαθείας μου,ηρνήθη επιμόνως αναφέρη τι περί δράσεως συμμοριτών χωρών παραπετάσματος και εμπροφασίσθη ότι ουδεμίαν απολύτως έχει επαφήν μετ΄ αυτών. Κατά συζήτησιν περί πολιτικής καταστάσεως προέβη σαφή υπαινιγμόν ότι μόνον δημιουργία λαϊκού μετώπου εντός Ελλάδος δύναται ανατρέψη κυβέρνησιν Καραμανλή. Κατηγόρησεν κκ. Παπανδρέου και Βενιζέλον ότι είναι τελείως ακατάλληλοι διά τοιαύτην προσπάθειαν. Εις Σοβιετικάς Αρχάς ανεκοίνωσεν δι΄ επιστολής πρόθεσιν επιστρέψη εις Ελλάδα,αλλά ουδεμίαν έλαβεν απάντησιν. Και επιστολή του προς την Πρεσβείαν σταλείσα ταχυδρομικώς προ μηνός δεν περιήλθεν ημίν,προφανώς κρατηθείσα από αστυνομίας. Κατά στιγμήν αναχωρήσεώς του μοί παρέδωκεν επιστολήν προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικείου Αθηνών διά της οποίας ως μοί είπεν (ζητεί να μάθει) αν και ποίαι κατηγορίαι εκκρεμούν εναντίον του. Μοί προσέθηκεν ότι είναι έτοιμος αντιμετωπίση Δικαιοσύνην και να υποστή όλας τας συνεπείας» (ΑΠ 384).
Αναψε φωτιές
(ΑΠ Α134-16, 10 Ιουλίου 1962). Ως «απαράδεκτη» επέστρεψε την επιστολή Ζαχαριάδη ο τότε υπουργός Εξωτερικών Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας
Ο σοβιετικός Τύπος τηρούσε κυριολεκτικά σιγήν ιχθύος για την επιστολή Ζαχαριάδη, όμως η εφημερίδα «Νόβα Μακεντόνια» των Σκοπίων στο φύλλο της 16ης Σεπτεμβρίου 1962 θα κατηγορήσει τον Ζαχαριάδη ανοιχτά για την απόφασή του να θελήσει να επιστρέψει στην Ελλάδα γράφοντας ότι «η προοπτική του ήτο να οργανώσει νέας προκλήσεις(προβοκάτσιες), ακόμη πιο σοβαρούς, εναντίον του Κομμουνιστικού Κόμματος και των αδελφών κομμουνιστών και εργαζομένων κομμάτων» (ΑΠ 1029/1, γενικός πρόξενος Β. Ελευθεριάδης από Σκόπια).
Αντίθετα, η θύελλα που ξέσπασε στον ελληνικό Τύπο υπήρξε μνημειώδης, με την «Αυγή» να κατηγορεί «Το Βήμα» και το συγκρότημα Λαμπράκη ότι παίζουν το παιχνίδι της ΚΥΠ, την «Απογευματινή» να αναφέρεται σε «Αθλιότητες», το ΚΚΕ να καταγγέλλει τους Ζαχαριάδη Βαφειάδη ως συνεργούς της κυβέρνησης, τον Παπανδρέου να καταγγέλλει την ΚΥΠ ως υπερκυβέρνηση του τόπου κτλ. Με το θέμα όμως του Τύπου θα ασχοληθεί το επόμενο άρθρο.
Οπως φαίνεται από τον δημόσιο διάλογο που ξεκίνησε με αφορμή το νέο βιβλίο του πολιτικού επιστήμονα Νίκου Μαραντζίδη, ο Εμφύλιος θα εξακολουθεί να μας απασχολεί για αρκετά, ίσως πολλά ακόμη χρόνια.
http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=1&artId=341332&dt=04/07/2010
Με αφορμή πρόσφατη έκδοση για τον Δημοκρατικό Στρατό, ξεκίνησε ξανά ο δημόσιος διάλογος για τον ελληνικό Εμφύλιο. Θέμα ταμπού στο συλλογικό μας υποσυνείδητο, ο Εμφύλιος εξακολουθεί να επικαθορίζει, παρά τις θετικές συνέπειες της εθνικής συμφιλίωσης εξήντα χρόνια μετά, την ελληνική κοινωνία. Κορυφαία μορφή που δέσποσε στα γεγονότα της απόμακρης για την εποχή μας περιόδου και που συζητήθηκε αλλά και αμφισβητήθηκε όσο ουδείς, ακόμη και μετά τον υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες θάνατό του, ο τότε γενικός γραμματέας του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης.
«Oμως... έσεται ήμαρ» έγραφε από το Σουργκούτ, τόπο εξορίας του στη Σιβηρία, στις 11 Μαΐου 1967, σε μία από τις επιστολές του ο Νίκος Ζαχαριάδης. Απομονωμένος από τους συντρόφους του στο κόμμα αλλά και ταπεινωμένος από την ΚGΒ ως το τέλος της ζωής του, όταν βρέθηκε νεκρός με μια θηλιά στον λαιμό την 1η Αυγούστου 1973, ο Ζαχαριάδης έκανε την ύστατη προσπάθεια με μια επιστολή του προς την ελληνική πρεσβεία Μόσχας, τον Μάρτιο του 1962, να επιστρέψει στην Ελλάδα, «το νόστιμον ήμαρ», όπως έχει καταγραφεί στην ομηρική γραμματεία.
Η απόφασή του εκείνη όμως έμελλε να σηκώσει θύελλα στην Ελλάδα, αναταραχή στις σοβιετικές μυστικές υπηρεσίες και, βεβαίως, πανικό στα στελέχη του ΚΚΕ που τον προτιμούσαν νεκρό παρά να λογοδοτεί, όπως επιθυμούσε, ενώπιον της ελληνικής Δικαιοσύνης.
Προϊστάμενος επί σειρά ετών της Υπηρεσίας Δασών σε ένα μικρό χωριό έξω από το Σβερντλόφσκ στα Ουράλια, ο Ζαχαριάδης δεν υποψιαζόταν πως, επισκεπτόμενος στις 10 Μαρτίου 1962 την ελληνική πρεσβεία Μόσχας, όπου είχε δίωρη συνομιλία με τον διαπιστευμένο στη Μόσχα έλληνα πρεσβευτή Γ. Χριστόπουλο, προδιέγραφε το τέλος του ξεκινώντας ο ίδιος τη θύελλα που θα ακολουθούσε με τίμημα τη ζωή του. «Απρόοπτη» χαρακτήριζε εκείνη την επίσκεψη ο Χριστόπουλος και αναφέρθηκε με τρισέλιδο κρυπτογραφικό τηλεγράφημά του προς το ΥΠΕΞ.
Χαρακτηρισμοί, ωστόσο, όπως «αμετανόητος κομμουνιστής», «πανούργος», «φανατικός» κτλ. που ο έλληνας πρεσβευτής χρησιμοποιεί στο κρυπτοτηλεγράφημά του προς την Αθήνα δεν τον εμπόδισαν να εκφράσει, περαίνων το κείμενο του απόρρητου ενημερωτικού του σημειώματος, την άποψη ότι «θα έπρεπε όμως να εξετασθή και η άποψις μήπως προκύψει τελικώς ωφέλεια δι΄ ημάς, δεδομένου ότι κατά διεξαγωγήν δίκης θα τονισθούν και πάλιν εγκλήματα συμμοριτών και θα παρασχεθή εκ νέου ευκαιρία εις λαόν αναλογισθή κινδύνους εκ κομμουνιστικής επαναστατικής δράσεως» (ΑΠ 384).
Η αντίδραση ωστόσο της Αθήνας θα είναι καταιγιστική. Τόσο ο τότε ΥΠΕΞ Αβέρωφ-Τοσίτσας, ευρισκόμενος στο Παρίσι, όσο και ο υπουργός Δικαιοσύνης Παπακωνσταντίνου, προς τον οποίο διεβιβάσθη το πρωτότυπο της επιστολής Ζαχαριάδη, θα ζητήσουν από τον έλληνα πρεσβευτή στη Μόσχα να επιστρέψει την επιστολή στον αποστολέα της «ως απαράδεκτον, αποφεύγοντες οιανδήποτε μετ΄ αυτού προσωπικήν επικοινωνίαν» (ΑΠ Α134-11, Αβέρωφ, 16 Απριλίου 1962).
Με ημερομηνία 3 Ιουλίου 1962, αντί τηλεγραφήματος με την ένδειξιν «Διά κ. Υπουργόν», ο Χριστόπουλος από Μόσχα ενημέρωνε: «Καίτοι παρήλθε μακρόν χρονικόν διάστημα Ζαχαριάδης δεν ενεφανίσθη διά να παραλάβη κριθείσαν ως απαράδεκτον επιστολήν τουούτε εζήτησεν επικοινωνήση εκ νέου μετά Β.Πρεσβείας» (ΑΠ 991), ενώ με απόρρητο έγγραφό του μία εβδομάδα αργότερα συμπλήρωνε ως εξής: «Σημειωτέον ότι ο ειρημένος (ενν. τον Ζαχαριάδη), ούτινος η διεύθυνσις,ο αριθμός και ο τόπος διαμονής τυγχάνουν άγνωστα στη Β. Πρεσβεία,είχε λάβει γνώσιν εκ τηλεφωνικής μετ΄ αυτής επικοινωνίας κατά τας αρχάς Απριλίου περί του απαραδέκτου και επιστρεπτέου της επιστολής του, ην και θα ήρχετο, καθ΄ α είχε δηλώσει, να παραλάβη εκ της Πρεσβείας»
ΤΟ ΚΡΥΠΤΟΤΗΛΕΓΡΑΦΗΜΑ ΤΟΥ ΠΡΕΣΒΕΥΤΗ
«Ο Ζαχαριάδης θα προέβαινε σε αποκαλύψεις μόνο κατά τη δίκη»
«...Ετόνισεν ότι απόφασίς του υπαγορεύεται από δύο λόγους,πρώτον να διέλθη υπόλοιπα έτη ζωής του εις Ελλάδα και, δεύτερον, λογοδοτήση ενώπιον Δικαιοσύνης πατρίδος του διά να αποκαταστήση ιστορικώς αγώνα του και ιδίως ανταρσίαν 1947. Απέφυγε διευκρινίση σημείον τούτο, περιορισθείς είπη ότι θα προβή αποκαλύψεις μόνον κατά δίκην. Ανέφερεν ότι αναλαμβάνει όλην ευθύνην διά διεξαγωγήν και τερματισμόν συμμοριτικού αγώνος. Επέμεινεν ότι ουδέποτε αποκηρύξη αρχάς του ούτε ποτέ προβή εις δήλωσιν μετανοίας. Ετόνισεν ότι δεν πρόκειται πλέον αναμιχθή πολιτικήν δράσιν,εξηγήσας ότι σταδιοδρομία του έληξεν κατόπιν αποκηρύξεώς του από συμμορίτας εξωτερικού και από κομμουνιστάς Ελλάδος. Απέφυγεν είπη ποία θα είναι αντίδρασις παλαιών οπαδών του Ελλάδος εις περίπτωσιν επιστροφής του. Παρά προσπαθείας μου,ηρνήθη επιμόνως αναφέρη τι περί δράσεως συμμοριτών χωρών παραπετάσματος και εμπροφασίσθη ότι ουδεμίαν απολύτως έχει επαφήν μετ΄ αυτών. Κατά συζήτησιν περί πολιτικής καταστάσεως προέβη σαφή υπαινιγμόν ότι μόνον δημιουργία λαϊκού μετώπου εντός Ελλάδος δύναται ανατρέψη κυβέρνησιν Καραμανλή. Κατηγόρησεν κκ. Παπανδρέου και Βενιζέλον ότι είναι τελείως ακατάλληλοι διά τοιαύτην προσπάθειαν. Εις Σοβιετικάς Αρχάς ανεκοίνωσεν δι΄ επιστολής πρόθεσιν επιστρέψη εις Ελλάδα,αλλά ουδεμίαν έλαβεν απάντησιν. Και επιστολή του προς την Πρεσβείαν σταλείσα ταχυδρομικώς προ μηνός δεν περιήλθεν ημίν,προφανώς κρατηθείσα από αστυνομίας. Κατά στιγμήν αναχωρήσεώς του μοί παρέδωκεν επιστολήν προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικείου Αθηνών διά της οποίας ως μοί είπεν (ζητεί να μάθει) αν και ποίαι κατηγορίαι εκκρεμούν εναντίον του. Μοί προσέθηκεν ότι είναι έτοιμος αντιμετωπίση Δικαιοσύνην και να υποστή όλας τας συνεπείας» (ΑΠ 384).
Αναψε φωτιές
(ΑΠ Α134-16, 10 Ιουλίου 1962). Ως «απαράδεκτη» επέστρεψε την επιστολή Ζαχαριάδη ο τότε υπουργός Εξωτερικών Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας
Ο σοβιετικός Τύπος τηρούσε κυριολεκτικά σιγήν ιχθύος για την επιστολή Ζαχαριάδη, όμως η εφημερίδα «Νόβα Μακεντόνια» των Σκοπίων στο φύλλο της 16ης Σεπτεμβρίου 1962 θα κατηγορήσει τον Ζαχαριάδη ανοιχτά για την απόφασή του να θελήσει να επιστρέψει στην Ελλάδα γράφοντας ότι «η προοπτική του ήτο να οργανώσει νέας προκλήσεις(προβοκάτσιες), ακόμη πιο σοβαρούς, εναντίον του Κομμουνιστικού Κόμματος και των αδελφών κομμουνιστών και εργαζομένων κομμάτων» (ΑΠ 1029/1, γενικός πρόξενος Β. Ελευθεριάδης από Σκόπια).
Αντίθετα, η θύελλα που ξέσπασε στον ελληνικό Τύπο υπήρξε μνημειώδης, με την «Αυγή» να κατηγορεί «Το Βήμα» και το συγκρότημα Λαμπράκη ότι παίζουν το παιχνίδι της ΚΥΠ, την «Απογευματινή» να αναφέρεται σε «Αθλιότητες», το ΚΚΕ να καταγγέλλει τους Ζαχαριάδη Βαφειάδη ως συνεργούς της κυβέρνησης, τον Παπανδρέου να καταγγέλλει την ΚΥΠ ως υπερκυβέρνηση του τόπου κτλ. Με το θέμα όμως του Τύπου θα ασχοληθεί το επόμενο άρθρο.
Οπως φαίνεται από τον δημόσιο διάλογο που ξεκίνησε με αφορμή το νέο βιβλίο του πολιτικού επιστήμονα Νίκου Μαραντζίδη, ο Εμφύλιος θα εξακολουθεί να μας απασχολεί για αρκετά, ίσως πολλά ακόμη χρόνια.
http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=1&artId=341332&dt=04/07/2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου