Οι Τούρκοι αιχμάλωτοι πολέμου στα Ιωάννινα το 1912-1913

Τον Φεβρουάριο του 1912 ο Γερμανός στρατηγός Κόλμαρ φον ντερ Γκόλτς (Colmar von der Goltz), επικεφαλής της Γερμανικής στρατιωτικής αποστολής στην Κωνσταντινούπολη και απευθείας σύνδεσμος με το Τουρκικό γενικό επιτελείο στρατού, δημοσίευσε στο Βερολίνο στο περιοδικό «Γερμανική Στρατιωτική Επιθεώρηση», μια μελέτη η οποία έφερε τον τίτλο «Διατί ενικήθησαν οι Τούρκοι».

Στην αυστηρή του αυτή μελέτη κατεγράφοντο οι νέες πολιτικές εξελίξεις στην Τουρκία, με το Κίνημα των Νεότουρκων που είχε εκδηλωθεί το 1909, καθώς και οι ανάλογες επιπτώσεις στις τάξεις του νέου Οθωμανικού (Τουρκικού) στρατού.

Ο γερμανός στρατηγός φον Γκόλτς σημείωνε τα παρακάτω, δίνοντας έμφαση στις προθέσεις του Κινήματος των Νεότουρκων:
«Η μεγάλη ανατροπή του 1908, ήτο το έργον της μορφωμένης μερίδος της Οθωμανικής νεολαίας, ιδίως των νέων αξιωματικών. Πολλοί των υποκινητών του κινήματος δεν είχον συμπληρώσει το 30ον έτος της ηλικίας των, μάλιστα οι περισσότεροι δεν ήσαν ούτε 30 ετών…Το αυστηρόν στρατοδικείον, το οποίον επελήφθη των ηττηθέντων (που δεν συμμετείχαν στο Κίνημα των Νεότουρκων) ηύξησεν την αγανάκτησιν τούτων. Αρκετοί αξιωματικοί συντάγματος απηγχονίσθησαν, άλλοι εξωρίσθησαν ή απετάχθησαν.
Τότε έγινεν αισθητή η έλλειψις αξιωματικών και εξηφανίσθη σχεδόν εντελώς η συνοχή, μεταξύ των αξιωματικών εκ των στρατιωτικών σχολών και των στρατιωτών…».

Οι καταγεγραμμένες αυτές θέσεις του γερμανού στρατηγού φον Γκόλτς απεκάλυπταν μια σειρά από ενδογενή προβλήματα που συνέτειναν στην σαθρότητα της παραπαίουσας Οθωμανικής αυτοκρατορίας, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η στρατιωτική της ήττα στους επερχόμενους Βαλκανικούς πολέμους του 1912- 1913.
Ο στρατηγός φον Γκόλτς, υπήρξε ο ιθύνων νους της οργανωτικής δομής του τουρκικού στρατού για τουλάχιστον 12 ½ χρόνια, ενώ το 1909 ως επικεφαλής της γερμανικής στρατιωτικής αποστολής στα Ιωάννινα πραγματοποίησε μια σειρά από μελέτες και υλοποίησε τις κατασκευές των έργων για την αμυντική οργάνωση του τουρκικού στρατού και τα οχυρωματικά έργα της πόλης των Ιωαννίνων.

Στις 21 Φεβρουαρίου 1913, ο Ελληνικός στρατός μετά από σκληρές μάχες με τον Τουρκικό στρατό που διήρκεσαν συνολικά 4 μήνες, απελευθερώνει τα Γιάννενα από την Οθωμανική κυριαρχία που είχε διαρκέσει 483 χρόνια.
Οι πολεμικές αυτές επιχειρήσεις που διεξήχθησαν για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων μετά από κλειστή πολιορκία, αποτέλεσαν την σημαντικότερη στρατιωτική αντιπαράθεση μεταξύ της Ελλάδας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο μέτωπο της Ηπείρου, στην διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου (5 Οκτωβρίου 1912 – 18 Μαΐου 1913).

Σαφή εικόνα «για την άλλη πλευρά του λόφου» καθώς και για τα αίτια που συνέβαλαν στην πτώση της πόλης των Ιωαννίνων, μας παρέχει μέσα από μια σειρά συνεχούς ροής τηλεγραφημάτων προς την Αυστρουγγρική Πρεσβεία, πιθανώς προς την Αθήνα, ο τότε Γενικός Πρόξενος της Αυστροουγγαρίας στα Γιάννενα Κ. Μπιλλίνσκι (Κοnstatin Βillinski) ο οποίος ήταν απόφοιτος της «Orientalische Akademie»-«Ακαδημία Ανατολικών σπουδών» της Βιέννης, που εκπαίδευε διπλωμάτες με ειδίκευση στην διαχείριση του Ανατολικού ζητήματος και περιοχή ευθύνης τη Βαλκανική χερσόνησο. Ένα από τα τηλεγραφήματα αναφέρει τα παρακάτω:
«Ιωάννινα 11 Μαρτίου (26 Φεβρουαρίου) 1913.
Ευγενέστατε Κόμη!
Σχετικά με την πτώση του Φρουρίου των Ιωαννίνων (Festung Jannina), ας μου επιτρέψει η Εξοχότητά σας να σας αναφέρω με απόλυτη προθυμία τα ακόλουθα… στην άλωση συνέβαλαν οι επόμενοι παράγοντες:
1. Ολική εξάντληση των τουρκικών στρατευμάτων, που είχαν κακό επισιτισμό.
Εδώ και δυόμιση μήνες η καθημερινή τροφή των στρατιωτών ήταν 500 με 600 γραμμάρια ψωμί καλαμποκίσιο.
Ειδικά οι Ανατολίτες, που αποτελούσαν και τη μεγάλη πλειοψηφία των εδώ στρατευμάτων και οι οποίοι δεν ήταν συνηθισμένοι στο καλαμποκίσιο, υπέφεραν πάρα πολύ…
4. Λάθη του αρχηγείου (του τουρκικού) στρατού και οχυρών σχετικά με τον ανεπαρκή επισιτισμό και την εσφαλμένη τοποθέτηση των τουρκικών δυνάμεων.
Στα Γιάννινα υπήρχε παξιμάδι (γαλέτα) για τον (τουρκικό) στρατό, 40 τουλάχιστον ημερών το οποίο η στρατιωτική διοίκηση, θα μπορούσε να διαθέσει για την καλύτερη διατροφή του (τουρκικού) στρατού μέχρι της αναμενόμενης σε λίγες ημέρες μεταφοράς καλαμποκιού…»

Η τραγικότητα του ζητήματος του επισιτισμού, που παρουσιάζεται στις τάξεις του τουρκικού στρατού, καταγράφεται και από την εφημερίδα των Αθηνών «ΠΑΤΡΙΣ» στις 31 Οκτωβρίου 1912, η οποία αναφέρει τα ακόλουθα:
«Πείνα και δυστυχία εις Ιωάννινα. Λιποταξία στρατιωτών. Πείνα δυστυχία και απελπισία κατέλαβε τα πολιορκούμενα Γιάννενα. Ο στρατός (τουρκικός) τροφοδοτείται πλέον με βρύζαν και κριθήν, 300 τακτικοί στρατιώται αδυνατούντες να υποφέρουσιν τας στερήσεις, ρακένδυτοι και πεινώντες λιποτάκτησαν, τεθέντες δε υπό τον Χατζά Μεμέν ώδευσαν εις Φιλιάτες…».
Η ίδια εφημερίδα επαναφέρει το τραγικό θέμα του επισιτισμού στις 9 Ιανουαρίου 1913, αναφέροντας τα ακόλουθα:
«Την 26ην Δεκεμβρίου συνελήφθει υπό των Ελλήνων εν Μπιζανίω εις Τούρκος αιχμάλωτος μεταδώσας ενδιαφέρουσας πληροφορίας περί καταστάσεως του τουρκικού στρατού…οι Τούρκοι στρατιώται πεινούν κατά τας βεβαιώσεις του αυτού αιχμαλώτου. Εις την αριστεράν Τουρκικήν πτέρυγα ημέραν παρ΄ημέραν, δίδεται μια γαλέτα δια δύο στρατιώτας, ήτοι έκαστος στρατιώτης λαμβάνει έν τέταρτον γαλέτας ημερησίως. Πλείστοι των στρατιωτών κλέπτουν την δια τους ίππους προωρισμένην κριθήν και την καταβροχθίζουν αφού την βράσουν…».
Στις 29 Ιανουαρίου 1913, η εφημερίδα «ΠΑΤΡΙΣ» επανέρχεται και πάλι του θέματος αναφέροντας τα ακόλουθα:
«…είνε προφανές ότι η υπηρεσία του επισιτισμού διενεργείται κάκιστα. Εις τα σακίδια των αξιωματικών και στρατιωτών, που φονεύονται και εις Τουρκικά οχυρώματα καταλαμβανόμενα υπό των ημετέρων, ευρίσκονται αντί άρτου, βελανίδια βρασμένα, καλαμπόκι και ρύζι. Οι Τούρκοι στρατιώται ιδίως των προφυλακών είναι γεγονός ότι πεινούν…».

Στην αναζήτηση επιπλέον επαρκών ιστορικών στοιχείων για το χρονικό της πολιορκίας της πόλης των Ιωαννίνων, προσέφυγα στον καλό φίλο από την Τουρκία, Dr. Ugur Ozcan, ο οποίος είναι βοηθός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης και ο οποίος μου έθεσε στην διάθεσή μου την εργασία του, που φέρει τον τίτλο «OTTOMAN PRISONERS OF WAR AND THEIR REPATRITION CHALLENGE IN BALKAN WARS».
Στο ιδιαίτερο κεφάλαιο που φέρει τον τίτλο «The Ottoman Prisoners of War in Greece», (Οι Οθωμανοί Αιχμάλωτοι Πολέμου στην Ελλάδα), ο αξιόλογος τούρκος καθηγητής καταθέτει στην εργασία του τα ακόλουθα:
«Σε μια συνέντευξη που δόθηκε (τότε το 1913) από έναν από εκείνους τους (Οθωμανούς) αξιωματικούς του στρατού, στην «Journal correspondent», παραδέχτηκε ότι μεταξύ των αιτίων που συνέτειναν στην ήττα, ήταν το ότι οι μονάδες συμπεριελάμβαναν αγράμματους εθελοντές, στρατιώτες που πέθαιναν από την πείνα, λόγω της έλλειψης τροφίμων, και η δύναμις των ορειβατικών πυροβόλων που ήταν συγκριτικά ασθενέστερη από την δύναμη πυρός των Ελλήνων.
Άλλη μια πολεμική αιτία όπου οι Έλληνες νίκησαν τα Οθωμανικά στρατεύματα, ήταν τα Γιάννενα.
Μετά την πτώση των Ιωαννίνων, συνελήφθησαν 33 χιλιάδες Οθωμανοί στρατιώτες, (33.000), αιχμάλωτοι από τους Έλληνες.
Από αυτούς τους συλληφθέντες, οι 800 ήταν αξιωματικοί του στρατού, ενώ οι 6 χιλιάδες, (6.000), ήταν τραυματίες και άρρωστοι στρατιώτες… αρκετά σύντομα είχαν συλληφθεί τριάντα πέντε χιλιάδες στρατιώτες (35.000) που είχαν σχεδόν εγκαταλείψει τον οπλισμό τους.
Μέχρι τη στιγμή που παραδόθηκαν τα Γιάννενα, είκοσι πέντε χιλιάδες εφτακόσιοι ογδόντα πέντε στρατιώτες, (25.785) διέμεναν στα Οθωμανικά στρατιωτικά νοσοκομεία και σε νοσοκομεία στα Γιάννενα που υπαγόταν στο (Οθωμανικό) σώμα στρατού.
Από αυτούς τους στρατιώτες, 11.033 απολύθηκαν μόλις ανάρρωσαν, ενώ 8.055 έχασαν τη ζωή τους στα νοσοκομεία.
Ωστόσο, οι υπόλοιποι ήταν μεταξύ των αιχμαλώτων που είχαν κρατηθεί από τους Έλληνες. Αυτό σημαίνει ότι συνολικά περίπου 80 χιλιάδες κρατούμενοι (Οθωμανοί αιχμάλωτοι πολέμου), ήταν ένα τεράστιο αριθμητικό νούμερο…».

Εν τω μεταξύ από τις πρώτες του πολέμου τον Οκτώβριο του 1912, στο μέτωπο της Ηπείρου, άρχισαν να συλλαμβάνονται και οι πρώτοι τούρκοι αιχμάλωτοι πολέμου.
Στις 12 Οκτωβρίου 1912 συνελήφθησαν πριν από τις μάχες της Κιάφας, οι πρώτοι 12 τούρκοι αιχμάλωτοι πολέμου ανάμεσα στους οποίους ήταν και δύο έλληνες χριστιανοί.
Η εφημερίδα «ΠΑΤΡΙΣ» στις 15 Οκτωβρίου 1912 αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Εις Πάτρας μετεφέρθησαν 12 Τούρκοι αιχμάλωτοι ων δύο χριστιανοί, δραπετεύσαντες δύο ώρας προ της μάχης της Κιάφας, παραδοθέντες δε την άλλην ημέραν εις τον προελαύνοντα Ελληνικόν στρατόν…».
Η ίδια εφημερίδα στις 22 Οκτωβρίου 1912, επανέρχεται με νεότερη ανακοίνωση, η οποία καταγράφει μια νέα μεταγωγή παραδοθέντων τούρκων αιχμαλώτων πολέμου, από την Πρέβεζα προς την Λευκάδα: «Παρεδόθησαν αιχμάλωτοι 450 του τακτικού στρατού, αφού κατέθεσαν τα όπλα των εν οίς και 40 περίπου αξιωματικοί, εις ούς επετράπη να φέρουσιν τα ξίφη των μέχρι της εις το πλοίον αποβιβάσεώς των… Ονομαστικός κατάλογος πάντων τούτων θέλει να αποσταλή μόλις καταρτισθή. Οι αιχμάλωτοι μεταφέρονται απόψε εις Λευκάδαν…».
Στις 23 Οκτωβρίου 1912, η ίδια η εφημερίδα επανέρχεται του θέματος, δίδοντας μια νέα ανακοίνωση του Γραφείου Τύπου του στρατηγού Σαπουντζάκη για τους τούρκους αιχμαλώτους πολέμου στην Πρέβεζα:
«Κατόπιν χθεσινού τηλεγραφήματος περί αιχμαλώτων Πρεβέζης, ούτοι, μέχρι επιβιβάσεώς των εις ατμόπλοιον, ανήλθον εις 810, εξ΄ών αξιωματικοί 58, στρατιώται 660 και 152 Αλβανοί αντάρται…».
Μια σημαντική παράμετρος των ανωτέρω εξελίξεων περί αιχμαλώτων πολέμου, έχει να κάνει με αρκετές περιπτώσεις ελλήνων Χριστιανών υπηρετούντων στον τουρκικό στρατό που κατέφευγαν στις γραμμές προκεχωρημένων τμημάτων του ελληνικού στρατού και παρεδίδοντο ως αυτόμολοι.
Η εφημερίδα «ΠΑΤΡΙΣ» στις 10 Νοεμβρίου 1912, αναφέρει την είδηση για την «ενδιαφέρουσα αφήγηση ενός λιποτάκτου χριστιανού», από τα Ιωάννινα ο οποίος δήλωσε ότι: «Πόσος ακριβώς είναι ο στρατός δεν γνωρίζω, ηξεύρω όμως ασφαλώς ότι όλα τα τάγματα ανέρχονται εις 15, δηλαδή η 23η ταξιαρχία «Ρεντίφ». Τα τουρκικά τάγματα έχουν συνήθως 700 άνδρες. Η ζωή όμως, την οποίαν κάμνει ο στρατός αυτός, είναι μαρτυρική. Κάθε τρεις μέρες μοιράζουν από μιαν κουραμάναν. Οι στρατιώται μαστίζονται κυριολεκτικώς υπό της πείνης. Τας άλλας ημέρας μοιράζουν από λίγο ρύζι…»

Εξ ίσου σημαντική παράμετρος στο ζήτημα της αιχμαλωσίας, είναι και ο αρκετός σημαντικός αριθμός των αιχμαλωτισθέντων ανδρών που προερχόταν από τις διάφορες Βαλκανικές περιφέρειες, που υπαγόταν διοικητικά στην αχανή Οθωμανική αυτοκρατορία. Οι έφεδροι αυτοί αξιωματικοί και στρατιώτες σαν πολίτες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, μετά το Κίνημα των Νεοτούρκων το 1908 ήσαν υπόχρεοι να υπηρετούν την στρατιωτική τους θητεία, ανεξάρτητα της Εθνικής τους υπόστασης και της θρησκευτικής τους συνείδησης.
Στην περίπτωση των ελλήνων, αρκετοί βρέθηκαν να υπηρετούν ως έφεδροι αξιωματικοί ανθυπολοχαγοί λόγω του υψηλού επιπέδου μόρφωσης που κατείχαν, ενώ οι περισσότεροι ήταν ενταγμένοι σε προκεχωρημένες μονάδες μάχης (Μπιζάνι), στο όπλο του Πυροβολικού.

Η εφημερίδα «Πατρίς»
Αποκαλυπτικά στοιχεία πάνω στο όλο θέμα μας παρέχει η είδηση της εφημερίδα «ΠΑΤΡΙΣ» στις 10 Νοεμβρίου 1912:
«…Αμέσως η ημετέρα Πυροβολαρχία (του Ελληνικού πυροβολικού), η κατέχουσα το πλευρόν ήρχισεν πυκνόν πύρ, το αποτέλεσμα του οποίου ήτο η κατασυντριβή της Τουρκικής Πυροβολαρχίας. Οι Τούρκοι διασκορπισθέντες έπεσαν εις τας προφυλακάς του ημετέρου πεζικού. Πολλοί πυροβοληταί είναι Χριστιανοί, Αρμένιοι, Σέρβοι, και Έλληνες…».
Η επερχόμενη χρονιά του 1913 καταδείχνει όλο και περισσότερο, την σκληρή και στενή πολιορκία που υφίστανται τα Γιάννενα με τον ελληνικό στρατό να ευρίσκεται προ των θυρών της πόλης.
Συνολική εικόνα για την χαοτική κατάσταση που επικρατεί, στις τάξεις του τουρκικού στρατού μας παρέχει η εφημερίδα «ΠΑΤΡΙΣ», η οποία στις 21 Ιανουαρίου 1913 αναφέρει τα παρακάτω: «Εις Πάτρας μετεφέρθησαν προχθές Τούρκοι τινές αξιωματικοί, αιχμαλωτισθέντες υπό των ημετέρων εις το Μπιζάνι…Είς εκ των αιχμαλώτων ο υπολοχαγός του πεζικού Ομέρ Βέης εν συνεντεύξει του, ανεκοίνωσεν ότι ο λόχος του εξωντώθη και απέμειναν εξ αυτού μόνον τρεις στρατιώται και αυτοί βαρύτατα τραυματισμένοι…κατόπιν με μετέφεραν εις Φιλιππιάδαν και με προσήγαγον ενώπιον του στρατηγού κ. Σαπουντζάκη, μετά του οποίου συνωμίλησα επί μιαν ώραν…Ο Τουρκικός στρατός κακουχείται και είναι είνε εξηντλημένος… Έως την ημέραν όπου ήμην εκεί (στο Μπιζάνι), δηλαδή προ δέκα ημερών, όλοι οι Τούρκοι αξιωματικοί είχομεν την απόφασιν να εξακολουθήσωμεν τον αγώνα μέχρις εσχάτων. Από του αρχηγού μέχρι του τελευταίου ανθυπολοχαγού μια γνώμη επεκράτει. Να μην παραδοθώμεν…Ως αρχηγός του πυροβολικού του Μπιζανίου είναι ο Εμίν βέης, ταγματάρχης σπουδάσας εν Γερμανία. Επίσης είνε εις τα πυροβόλα και πολλοί αξιωματικοί Τούρκοι, εκπαιδευθέντες εις Γερμανικάς στρατιωτικάς Σχολάς.
Γερμανοί αξιωματικοί δεν υπάρχουν. Γίνεται σύγχυσις με τους ιδικούς μας, τους σπουδάσαντες εν Γερμανία…».

Το πρωτοσέλιδο της απελευθέρωσης
Στις 21 Φεβρουαρίου 1913, μετά από πολύμηνη και εκτεταμένη πολιορκία, τα Γιάννενα απελευθερώνονται από την Οθωμανική κυριαρχία, σηματοδοτώντας το σπουδαιότερο στρατιωτικό και πολιτικό γεγονός που σημάδεψε το αποτέλεσμα της έκβασης του Α΄ Βαλκανικού πολέμου 1912-1913.
Στις αμέσως επόμενες ημέρες, οι μεταγωγές των τούρκων αιχμαλώτων πολέμου διενεργούνται με σταθερό ρυθμό, από τα Γιάννενα προς την Πρέβεζα. Η εφημερίδα «ΠΑΤΡΙΣ» την 1η Μαρτίου 1913 αναφέρει χαρακτηριστικά: «Σήμερον άρχισεν η μεταφορά των αιχμαλώτων εις Πρέβεζαν. Η μεταφορά γίνεται δι΄αυτοκινήτων. Χιλιάδες λαού παρακολουθούν το θέαμα εις την Πλατείαν του Διοικητηρίου (στα Γιάννενα). Οι αξιωματικοί με τας αναγκαίας αποσκευάς των συνωθούνται δια να καταλάβουν θέσεις εις τα αυτοκίνητα…Σήμερον όλην την ημέραν τα αυτοκίνητα δεν έπαυσαν να μεταφέρουν αιχμαλώτους αξιωματικούς… πρόκειται περί μεταφοράς (900) εννεακοσίων περίπου αιχμαλώτων αξιωματικών. Αύριον θα μεταφερθή πιθανώς και ο Εσσάτ πασσάς μετά του αδελφού του Βείπ…».
Η άφιξης στον Πειραιά του Εσσατ πασά ο οποίος υπήρξε και ο τελευταίος τούρκος στρατιωτικός διοικητής της πόλης των Ιωαννίνων, πραγματοποιείται στις 10 Μαρτίου 1913. Η εφημερίδα «ΠΑΤΡΙΣ στις 11 Μαρτίου 1913 αναφέρει: «Προερχόμενον εκ Πρεβέζης κατέπλευσεν χθές την 8ην πρωινήν ώραν εις τον λιμένα Πειραιώς το επιτεταγμένον ατμόπλοιον του κ. Μαρκέτου «Πύλαρος», ού επέβαινεν ο αρχηγός του αιχμαλωτισθέντος στρατού της Ηπείρου Εσσάτ πασάς, μετά του αδελφού του Βεχίπ βέη και των λοιπών του επιτελείου του αξιωματικών., 25 τον αριθμόν…τα δύο αυτοκίνητα εξεκίνησαν δια της παραλιακής λεωφόρου υπό τα χειροκροτήματα του πλήθους, όπερ είχε καταλάβει ταύτην χαιρετίζων τον Εσσάτ πασάν. Ο Εσσάτ πασάς συγκεκινημένος αντεχαιρέτα το πλήθος, έχων διαρκώς την χείρα επί του καλπακίου του. Μετ΄ολίγον τα δύο αυτοκίνητα εξηφανίσθησν κατευθυνόμενα εις Αθήνας και εκείθεν εις Κηφισιάν…».

Τα οικονομικά κόστη που επιβάρυναν το τότε ελληνικό κράτος στην μεταφορά των χιλιάδων τούρκων αιχμαλώτων πολέμου, από τα πεδία των μαχών, στους χώρους αιχμαλωσίας ήταν τεράστια και είχαν να κάνουν με δυσανάλογα οικονομικά μεγέθη, της εποχής.
Ο τούρκος καθηγητής Ozcan στην μελέτη του για τους τούρκους αιχμαλώτους πολέμου, καταθέτει μια σύντομη οικονομική αποτίμηση, αναφέροντας σχετικά: «Η επιβίωση μιας τόσο μεγάλης ομάδας αιχμαλώτων πολέμου, ήταν ένα τεράστιο ποσό σε χρήματα..
Πριν από την πτώση των Ιωαννίνων είχε ληφθεί υπ΄όψιν ότι το κόστος των (50.000) πενήντα χιλιάδων Οθωμανών αιχμάλωτων πολέμου, ήταν (5) πέντε εκατομμύρια γαλλικά φράγκα, και τώρα η κατάσταση γινόταν λίγο πιο πολύ περίπλοκη.
Φάνηκε ότι δεν ήταν δυνατόν η Ελλάδα να αντέξει, σε ένα τεράστιο φορτίο, σε μια τέτοια στιγμή πολέμου.
Ήδη από τον Μάρτιο 1913, ο συνολικός αριθμός των Τούρκων κρατουμένων αιχμαλώτων πολέμου στην Ήπειρο, ήταν περίπου 100 χιλιάδες.
Ενώ οι Τούρκοι στρατιώτες (αιχμάλωτοι πολέμου) διωχνόταν μακριά, μετά την κατάληψη των Ιωαννίνων, πίσω τους άφηναν έναν τεράστιο αριθμό κρατουμένων Τούρκων αιχμαλώτων πολέμου…».

Τα στρατόπεδα αιχμαλώτων
Από την έναρξη του Α΄ Βαλκανικού πολέμου στις 9 Οκτωβρίου 1912, έως και τη λήξη του πολέμου με την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης στις 30 Μαΐου 1913, οι αιχμάλωτοι τούρκοι στρατιωτικοί μετήχθησαν σε 32 στρατόπεδα αιχμαλώτων πολέμου ανά την Ελλάδα. Σε διάφορες πόλεις της Στερεάς Ελλάδας λειτούργησαν 6 στρατόπεδα αιχμαλώτων συμπεριλαμβανομένου και της Αθήνας, στην Πελοπόννησο λειτούργησαν 14, στην Θεσσαλία 3, στην Εύβοια 2 και στα Νησιά του Ιονίου 8 συνυπολογισμένων και των νησιών Πόρος και Μακρόνησος.
Επίσης εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε ότι το ελληνικό κράτος εφάρμοσε κατά γράμμα τις διεθνείς συνθήκες που αναφερόταν στο Δίκαιο περί αιχμαλώτων πολέμου. Έτσι λοιπόν δια του άρθρου 17 της Συνθήκης της Χάγης κατέβαλλε στους τούρκους αιχμαλώτους πολέμου, την αντίστοιχη μισθοδοσία, σε δραχμές της εποχής, ανά μήνα όπως αυτή προβλεπόταν και κατεβάλλετο στους ομοιόβαθμους τους αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και στρατιώτες του ελληνικού στρατού.

Την 1η Νοεμβρίου 1913 υπογράφηκε η Συνθήκη Ειρήνης μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας, ενώ στις 4 Νοεμβρίου του ιδίου έτους με διαταγή του Υπουργείου των Στρατιωτικών, άρχισε η σταδιακή αποστράτευση των εφέδρων από τις τάξεις του ελληνικού στρατού.
Το άρθρο 8 της συνθήκης των Αθηνών ανέφερε ρητά τα παρακάτω: «Οι αιχμάλωτοι πολέμου και πάντα τα άλλα πρόσωπα τα συλληφθέντα συνεπεία στρατιωτικών μέτρων ή ένεκα δημοσίας τάξεως, ανταλλαγήσονται εντός μηνός από της υπογραφής της παρούσης Συνθήκης ή και τάχιον, αν τούτο η δυνατόν. Η ανταλλαγή αύτη γενήσεται τη φροντίδι ειδικών Επιτρόπων διοριζομένων εκατέρωθεν…..».
Ένας πόλεμος είχε τελειώσει καθώς η Ελλάδα ετοιμαζόταν να εισέλθει στον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο του 1914- 1918.

Αλέκος Ράπτης

http://www.agon.gr/news/160/ARTICLE/28875/2015-02-21.html




Δεν υπάρχουν σχόλια: