Στο μυαλό του Χένρυ Μουρ
Ο Χένρι Μουρ με τα μεγάλων διαστάσεων γλυπτά του έβαλε τη σφραγίδα του στον αγγλικό δημόσιο χώρο. Υπάρχει όμως και μία άλλη πλευρά του καλλιτέχνη, ο κόσμος των γύψινων προπλασμάτων του που εκτίθενται στο σπίτι του, πλέον Ιδρυμα Χένρι Μουρ, και διηγούνται από την αρχή την ιστορία του δημιουργού των μέσων του 20ού αιώνα.
Το Πέρι Γκριν στην περιοχή του Χέρτφορντσιρ είναι ο τόπος όπου ο Χένρι Μουρ εγκαταστάθηκε μετά τους βομβαρδισμούς του Λονδίνου το 1940. Σε αυτήν την αγροικία με τη μεγάλη κατάφυτη έκταση γύρω της έζησε έως τον θάνατό του το 1986. Η σύζυγός του Ιρίνα τον ακολούθησε έπειτα από τρία χρόνια.
Το σπίτι ήταν για χρόνια κλειστό στο κοινό. Σήμερα όμως υπάρχει η δυνατότητα για επίσκεψη στο στούντιο του Μουρ αλλά και στον περιβάλλοντα χώρο των 283 στρεμμάτων. Εκεί, ανάμεσα στις μηλιές και στα βοσκοτόπια, απλώνονται τα μεγάλων διαστάσεων γλυπτά του, ενώ μέσα στους χώρους του σπιτιού ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει το ελκυστικό μείγμα της οικιακής ακαταστασίας και της εξαιρετικής τέχνης.
Στο Πέρι Γκριν ανακαλύπτει κανείς τον τρωγλοδύτη Μουρ, ο οποίος έψαχνε πάντα τρόπους για να ενσωματώσει ό,τι αντικείμενο έβρισκε μέσα στη δουλειά του. Το μάτι του είχε την ικανότητα να εντοπίζει τη σύνδεση της ανθρώπινης φόρμας με μια μάζα από οστά, πέτρες και ρίζες δέντρων. Μάλιστα, μετά τον πόλεμο σταμάτησε να δουλεύει κατευθείαν πάνω στον μεγάλο όγκο του ξύλου ή της πέτρας κι άρχισε να προετοιμάζει τα γλυπτά του κάνοντας μικρές μακέτες τους σε γύψο.
Αυτά τα μικρά γλυπτά, όπως τα «Ξαπλωμένη γυναίκα, 1952» και «Κοριτσίστικος κορμός, 1966», «Κορίτσι κόντρα σε τετράγωνο τοίχο», παρουσιάζονται στον πρώην στάβλο της αγροικίας που μετατράπηκε στον εκθεσιακό χώρο του Ιδρύματος Χένρι Μουρ. Σε αντίθεση με τα υπαίθρια μεγάλων διαστάσεων γλυπτά του, οι φιγούρες αυτές χωράνε στην παλάμη ενός χεριού και επειδή χρονολογούνται από το 1952 έως το 1966 αποτυπώνουν στη φόρμα τους μια αγωνία που χάνεται στα μετέπειτα μεγάλα έργα του. Είναι το κομμάτι του Μουρ που έζησε τη φρίκη του πολέμου και προσπαθεί να τη βγάλει από πάνω του.
Υπάρχουν όμως και γύψινα προπλάσματα μεγάλης κλίμακας. Οι κρεμώδεις λευκές επιφάνειες στα έργα «Reclining Figures: Angles (1979)», «Three Way Piece No 1: Points (1964)» αποκαλύπτουν αμυδρά σημάδια από ξύσιμο τα οποία δεν είναι εμφανή στη φινιρισμένη επιφάνεια των χάλκινων γλυπτών του. Τα ίχνη αυτά μαρτυρούν τη συνήθεια του Μουρ να χρησιμοποιεί οτιδήποτε διευκόλυνε τη δημιουργία του έργου του. Από τον τρίφτη του τυριού έως το οδοντικό νήμα.
Το Πέρι Γκριν στην περιοχή του Χέρτφορντσιρ είναι ο τόπος όπου ο Χένρι Μουρ εγκαταστάθηκε μετά τους βομβαρδισμούς του Λονδίνου το 1940. Σε αυτήν την αγροικία με τη μεγάλη κατάφυτη έκταση γύρω της έζησε έως τον θάνατό του το 1986. Η σύζυγός του Ιρίνα τον ακολούθησε έπειτα από τρία χρόνια.
Το σπίτι ήταν για χρόνια κλειστό στο κοινό. Σήμερα όμως υπάρχει η δυνατότητα για επίσκεψη στο στούντιο του Μουρ αλλά και στον περιβάλλοντα χώρο των 283 στρεμμάτων. Εκεί, ανάμεσα στις μηλιές και στα βοσκοτόπια, απλώνονται τα μεγάλων διαστάσεων γλυπτά του, ενώ μέσα στους χώρους του σπιτιού ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει το ελκυστικό μείγμα της οικιακής ακαταστασίας και της εξαιρετικής τέχνης.
Στο Πέρι Γκριν ανακαλύπτει κανείς τον τρωγλοδύτη Μουρ, ο οποίος έψαχνε πάντα τρόπους για να ενσωματώσει ό,τι αντικείμενο έβρισκε μέσα στη δουλειά του. Το μάτι του είχε την ικανότητα να εντοπίζει τη σύνδεση της ανθρώπινης φόρμας με μια μάζα από οστά, πέτρες και ρίζες δέντρων. Μάλιστα, μετά τον πόλεμο σταμάτησε να δουλεύει κατευθείαν πάνω στον μεγάλο όγκο του ξύλου ή της πέτρας κι άρχισε να προετοιμάζει τα γλυπτά του κάνοντας μικρές μακέτες τους σε γύψο.
Αυτά τα μικρά γλυπτά, όπως τα «Ξαπλωμένη γυναίκα, 1952» και «Κοριτσίστικος κορμός, 1966», «Κορίτσι κόντρα σε τετράγωνο τοίχο», παρουσιάζονται στον πρώην στάβλο της αγροικίας που μετατράπηκε στον εκθεσιακό χώρο του Ιδρύματος Χένρι Μουρ. Σε αντίθεση με τα υπαίθρια μεγάλων διαστάσεων γλυπτά του, οι φιγούρες αυτές χωράνε στην παλάμη ενός χεριού και επειδή χρονολογούνται από το 1952 έως το 1966 αποτυπώνουν στη φόρμα τους μια αγωνία που χάνεται στα μετέπειτα μεγάλα έργα του. Είναι το κομμάτι του Μουρ που έζησε τη φρίκη του πολέμου και προσπαθεί να τη βγάλει από πάνω του.
Υπάρχουν όμως και γύψινα προπλάσματα μεγάλης κλίμακας. Οι κρεμώδεις λευκές επιφάνειες στα έργα «Reclining Figures: Angles (1979)», «Three Way Piece No 1: Points (1964)» αποκαλύπτουν αμυδρά σημάδια από ξύσιμο τα οποία δεν είναι εμφανή στη φινιρισμένη επιφάνεια των χάλκινων γλυπτών του. Τα ίχνη αυτά μαρτυρούν τη συνήθεια του Μουρ να χρησιμοποιεί οτιδήποτε διευκόλυνε τη δημιουργία του έργου του. Από τον τρίφτη του τυριού έως το οδοντικό νήμα.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου