Ο Πρόεδρος του ΤΕΙ Ηπείρου για το προσχέδιο Νόμου για την Ανώτατη Εκπαίδευση

Την Τετάρτη 6 Ιουλίου πραγματοποιήθηκε διευρυμένο Συμβούλιο του ΤΕΙ Ηπείρου για το Προσχέδιο Νόμου για την Ανώτατη Εκπαίδευση και μετά το πέρας του ο Πρόεδρός του, Καθηγητής Γρηγόριος Γκίκας, εξέφρασε τις θέσεις που προέκυψαν, τονίζοντας πως «Η θεσμοθέτηση ενός νέου νομικού πλαισίου για την Ανώτατη Εκπαίδευση σήμερα έχει στρατηγική σημασία, γεννώντας και ανάλογου μεγέθους προσδοκίες.

Το υφιστάμενο Προσχέδιο όμως διαψεύδει αυτές τις προσδοκίες», ενώ επισημαίνεται πως «Σε ό,τι αφορά τα ΤΕΙ, το Προσχέδιο υποβιβάζει τον θεσμό και δεν αναγνωρίζει το σημαντικό έργο που έχει επιτελεστεί τα τελευταία χρόνια, ενώ έρχεται σε αντίθεση με τις αλλαγές στον ευρωπαϊκό εκπαιδευτικό χάρτη, όπου η τεχνολογική εκπαίδευση έχει αναβαθμιστεί και έχει καταστεί ισότιμη της πανεπιστημιακής. Αυτό διεθνώς συνεπάγεται ότι ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα χαρακτηρίζεται ως ανώτατο μόνο όταν παρέχει ολοκληρωμένους κύκλους σπουδών και στα τρία επίπεδα (προπτυχιακό, μεταπτυχιακό, διδακτορικό), δεδομένο που δεν διασφαλίζεται για τα ΤΕΙ από τον προτεινόμενο Νόμο».

Πιο αναλυτικά οι θέσεις του ΤΕΙ Ηπείρου για το Προσχέδιο Νόμου, όπως παρουσιάστηκαν από τον κ. Γκίκα έχουν ως εξής:
«Η Παιδεία είναι ένας ευαίσθητος χώρος, που πλήττεται σφοδρά από την υφιστάμενη κρίση, αλλά ταυτόχρονα αποτελεί μια από τις λίγες διεξόδους για την αποτελεσματική της ανάσχεση. Τα ΑΕΙ, λόγω του ιδιαίτερου ρόλου τους μπορούν να συμβάλλουν αποφασιστικά σε έναν νέο προσανατολισμό, πάνω στον οποίο είναι δυνατόν να θεμελιωθεί ένα αξιοβίωτο μέλλον για τη χώρα μας.
Η θεσμοθέτηση ενός νέου νομικού πλαισίου για την Ανώτατη Εκπαίδευση σήμερα έχει στρατηγική σημασία, γεννώντας και ανάλογου μεγέθους προσδοκίες. Το υφιστάμενο Προσχέδιο όμως διαψεύδει αυτές τις προσδοκίες.
Σε ό,τι αφορά τα ΤΕΙ, το Προσχέδιο υποβιβάζει τον θεσμό και δεν αναγνωρίζει το σημαντικό έργο που έχει επιτελεστεί τα τελευταία χρόνια, ενώ έρχεται σε αντίθεση με τις αλλαγές στον ευρωπαϊκό εκπαιδευτικό χάρτη, όπου η τεχνολογική εκπαίδευση έχει αναβαθμιστεί και έχει καταστεί ισότιμη της πανεπιστημιακής. Αυτό διεθνώς συνεπάγεται ότι ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα χαρακτηρίζεται ως ανώτατο μόνο όταν παρέχει ολοκληρωμένους κύκλους σπουδών
και στα τρία επίπεδα (προπτυχιακό, μεταπτυχιακό, διδακτορικό), δεδομένο που δεν διασφαλίζεται για τα ΤΕΙ από τον προτεινόμενο Νόμο.
Ειδικότερα:
Ο ρόλος των ΑΕΙ
Από το πρώτο άρθρο του Προσχεδίου γίνεται σαφές ότι τα Πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ συγκροτούν το ενιαίο πεδίο των ΑΕΙ. Ωστόσο η εμμονή στην διακριτή ονοματολογία που ακολουθείται (με πιο άδικο το φοιτητής/σπουδαστής) επιβάλλει μια αρχέγονη διαφοροποίηση, που επιβεβαιώνεται ρητά στο άρθρο 3, μετατρέποντας την ισοτιμία σε διακριτούς ιεραρχημένους ρόλους.
Η θέση μας είναι ότι ο ρόλος των ΤΕΙ στην Ανώτατη Εκπαίδευση, ιστορικά και μετά από ακολουθία μεταρρυθμίσεων, μπορεί να εννοηθεί μόνο ως εξής: Τα ιδρύματα του Τεχνολογικού τομέα, με την θεωρητική και πρακτική επιστημονική εκπαίδευση που προσφέρουν, δίνουν ιδιαίτερη έμφαση και αναπτύσσουν την εφαρμοσμένη διάσταση των επιστημών και των τεχνών στα αντίστοιχα γνωστικά πεδία.
Το διακριτό στοιχείο προκύπτει από την έμφαση στην εφαρμοσμένη μάλλον παρά στη βασική έρευνα και όχι από τη φύση της ακαδημαϊκής συγκρότησης, η οποία είναι απολύτως ισότιμη με την αντίστοιχη Πανεπιστημιακή. Αυτή η ισοτιμία δεν είναι διεκδικούμενο «προνόμιο», είναι προϋπόθεση για τον ανώτατο ακαδημαϊκό χαρακτήρα του θεσμού.
Αν περιοριστεί ο ρόλος των ΤΕΙ στην μεταφορά τεχνογνωσίας και όχι στην παραγωγή τεχνογνωσίας, δεν υπάρχει κανένας λόγος το στελεχιακό τους δυναμικό να έχει το ακαδημαϊκό προφίλ που απαιτείται σήμερα. Είναι αντιφατικό να απαιτούνται προσόντα απολύτως εξαρτώμενα από την δυνατότητα πρόσβασης σε έρευνα, η οποία όμως δεν είναι εφικτή εντός του ακαδημαϊκού χώρου τον οποίο υπηρετεί.
Χωροταξικός-θεματικός σχεδιασμός
Αν πρέπει να συνοψίσουμε σε μια λέξη τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται ο ακαδημαϊκός των ΑΕΙ, αυτή είναι: κηδεμόνευση. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο μείζον ζήτημα που αφορά “καταργήσεις, συγχωνεύσεις, αλλαγής έδρας, κατατμήσεις μεταξύ Σχολών του Ιδρύματος και μεταξύ Ιδρυμάτων» (άρ. 5 και 6 των “διατάξεων αυτοδιοίκησης των ΑΕΙ”), δεν προβλέπεται καμιά συμμετοχή της ακαδημαϊκής κοινότητας πέρα από απλή γνωμοδότηση στο Συμβούλιο και την νέα ΑΔΙΠ.
Θέση μας είναι η εφαρμογή ενός νέου εθνικού χωροταξικού-θεματικού σχεδιασμού των ΑΕΙ, η οποία πρέπει να γίνει με διαυγή και εκ των προτέρων διατυπωμένα κριτήρια, που να είναι πρωτίστως ακαδημαϊκά, και με στόχο την αποκέντρωση του εκπαιδευτικού συστήματος, που θα συμβάλει στην άμβλυνση των περιφερειακών ανισοτήτων. Το ΕΣΥΠ θα μπορούσε να αναλάβει την διατύπωση των κριτηρίων αυτών, και να συνθέσει τις προτάσεις που τα Ιδρύματα θα δεσμευτούν να καταθέσουν περί αυτού σε συγκεκριμένο χρόνο.
Μεταβατικές διατάξεις
Είναι άκρως ανησυχητικό το γεγονός ότι στο Προσχέδιο απουσιάζει το κεφάλαιο των μεταβατικών διατάξεων, που είναι απαραίτητο για την ομαλή ένταξη στη νέα κατάσταση του ανθρώπινου δυναμικού, ιδιαίτερα δε των μελών ΕΠ / ΔΕΠ τα οποία εκλέχθηκαν και υπηρετούν συννόμως, με πρόβλεψη χρόνου προσαρμογής, σεβασμό στη θεσμική υπόσταση των ιδρυμάτων και την προσωπικότητα των ακαδημαϊκών λειτουργών, που υπηρετούν την επιστήμη, την κοινωνία και τον πολιτισμό της χώρας.
Θέση μας επ’ αυτού είναι ότι οι υπηρετούντες Λέκτορες/Καθηγητές εφαρμογών και Επίκουροι καθηγητές πρέπει να εντάσσονται στο διδακτικό προσωπικό των ΑΕΙ (άρ. 16) σε προσωποπαγείς θέσεις, με δυνατότητα εξέλιξης.
Σε περίπτωση συγχώνευσης, κατάργησης κλπ. ενός Τμήματος, Σχολής ή Ιδρύματος, το εκπαιδευτικό προσωπικό εν υπηρεσία να μεταφέρεται στο νέο Τμήμα, Σχολή ή Ίδρυμα και να διασφαλίζεται η μονιμότητά του με δημιουργία νέων θέσεων. Το ίδιο ισχύει και για όλες τις λοιπές κατηγορίες προσωπικού».

http://www.ixotisartas.gr/newspaper/index.php?option=com_content&view=article&id=6781:2011-07-07-15-22-04&catid=1:local&Itemid=28


Δεν υπάρχουν σχόλια: