«Η Αλβανία μεταμορφώνεται σε μια... κακή Ελλάδα»

Ο αλβανός σκηνοθέτης Μπουγιάρ Αλιμανί που ζει στον Κορυδαλλό, μιλά για τη ζωή του εκεί, για τη ζωή του εδώ και για τη βραβευμένη του ταινία «Αμνηστία»

Στην αρχή ήταν ένα μονόστηλο στις αλβανικές εφημερίδες. «Αν θέλουμε να μπούμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να εκσυγχρονίσουμε τις φυλακές μας. Πρέπει να γίνουν δωμάτια για να κάνουν σεξ οι κρατούμενοι». Το μάτι του Μπουγιάρ δεν έκανε λάθος. Εδώ υπήρχε μια ωραία ιστορία. Άφησε την Αθήνα και ταξίδεψε στα Τίρανα. Διαπραγματεύθηκε και σε λίγους μήνες πήρε την άδεια να γυρίσει μια ταινία με ντεκόρ τις φυλακές υψίστης ασφαλείας. «Αμνηστία» «Ο έρωτας ξεκινά εκεί που τελειώνει ο νόμος». Η ταινία απέσπασε το Βραβείο της Διεθνούς Ένωσης Κινηματογραφικών Αιθουσών Τέχνης (CICAE) στο Βερολίνο. Και ο Μπουγιάρ επέστρεψε στα Τίρανα σαν ήρωας. Μετά τη γιορτή - ήταν η πρώτη φορά που οι Αλβανοί έπαιρναν ένα τέτοιο κινηματογραφικό βραβείο - πήρε το αεροπλάνο και επέστρεψε στο σπίτι του στην Αθήνα, στον Κορυδαλλό. Το ίδιο δρομολόγιο το είχε κάνει για πρώτη φορά το 1996. Μόνο που τότε το είχε κάνει με τα πόδια.


Μπουγιάρ; Παράξενο όνομα.
Ναι, γενναιόδωρος στα αλβανικά.
Εκεί μεγάλωσες;
Μέχρι τα 22 μου. Περίπου 120 χιλιόμετρα από τα ελληνικά σύνορα.
Αρα γνώρισες και το παλιό καθεστώς;
Τον κομμουνισμό, βέβαια. Και μάλιστα στην επαρχία, που ήταν πιο σκληρός.
Δώσε μου μερικές εικόνες.
Οι ωραίες εικόνες είναι με τη γιαγιά μου, τους θείους μου. Και από την άλλη ήταν τα μεγάφωνα που έπαιζαν συνεχώς κομμουνιστικά τραγούδια. Εχω προλάβει και τα λαϊκά δικαστήρια. Ολα στην πόλη σταματούσαν, δεν δούλευε κανείς και από τα μεγάφωνα παρακολουθούσαμε τις δίκες. Αυτό ήταν σκληρό.
Ποινές;
Μεγάλες: 20 χρόνια, 25. Αλλά παρ' όλα αυτά okay, ζούσα έρωτες. Κάτι σαν τις «Λευκές νύχτες» του Ντοστογιέφσκι. Ζούσες για να δεις το κορίτσι στο σχολείο ή στα ψώνια.
Η τηλεόραση τι έδειχνε εκείνα τα χρόνια;
Τις συνεδριάσεις του κόμματος επίσης. Βλέπαμε και ιταλική τηλεόραση και γιουγκοσλάβικη... Κλεφτά βέβαια, γιατί απαγορευόταν.
Κινηματογράφο;
Παρακολουθούσαμε, όπως στο «Σινεμά ο Παράδεισος» του Τορνατόρε. Με τον νεορεαλισμό της Ιταλίας μεγαλώσαμε. Θυμάμαι η πρώτη μου ταινία ήταν μία κινέζικη. Και μετά ινδικές. Ποτέ αμερικάνικες. Μπόλιγουντ, που λέμε. Ο άντρας που χάνει την τυφλή του μάνα αλλά τη βρίσκει, σαν ταινίες του Ξανθόπουλου.
Και από τότε λες «θα γίνω σκηνοθέτης»;
Οχι, η μάνα μου ήθελε να γίνω στρατιωτικός. Δεν ξέρω γιατί.
Ο πατέρας σου τι ήταν;
Ο πατέρας μου δούλευε στις πετρελαιοπηγές, κομμουνιστής 30 χρόνια. Κοντά μας ήταν ένα στρατιωτικό γυμνάσιο, τα παιδιά περνούσαν με τις στολές, ίσως αυτό να άρεσε στη μάνα μου.
Και πώς τη γλίτωσες;
Μα δεν μου άρεσε καθόλου. Και σήμερα τον μισώ τον στρατό. Δεν μπορώ τις στολές... Ευτυχώς στην Αλβανία όσοι σπουδάζανε δεν πηγαίνανε στον στρατό, οπότε τη γλίτωσα.
Πότε ήρθες στην Ελλάδα;
Τον Ιούλιο του '92. Φεύγανε καραβάνια οι άνθρωποι. Η χώρα κατέρρεε. Περνούσες το βουνό και την άλλη μέρα βρισκόσουν στα Γιάννενα.
Με τα πόδια.
Ε, βέβαια. Μέχρι το Αγρίνιο περπατούσαμε 8 ημέρες. Μαζί με έναν φίλο μου ο οποίος τώρα είναι ηθοποιός στο Λονδίνο.
Τι ήξερες τότε για την Ελλάδα;
Τίποτα. Αυτοί όμως που ήδη είχαν φύγει, στέλνανε πραμάτειες, ψυγεία, τηλεοράσεις, τέτοια. Και έτσι ψηθήκαμε κι εμείς.
Πόσο ήσουν;
22 χρόνων. Με τον φίλο μου κοιμόμασταν έναν μήνα στον σταθμό του Πειραιά. Τα παίρναμε όμως όλα στα αστεία, αλλιώς έπρεπε να αυτοκτονήσουμε. Να έχεις δύο πτυχία, ζωγραφικής και σκηνοθεσίας θεάτρου της Καλών Τεχνών, και εδώ να πλένεσαι στα κανάλια; Ακόμη και σήμερα, αναρωτιέμαι πώς άντεξα.
Δεν προσπάθησες να ασχοληθείς με αυτά που είχες σπουδάσει;
Ναι, εμάς περίμεναν να συμβάλουμε στις τέχνες και στις επιστήμες... Κάποιοι Αλβανοί νομίζανε ότι θα έρθουν στην Ελλάδα και θα τους στρώσουν κόκκινο χαλί. Η Ελλάδα όμως ήταν ένα τρένο και μπορούσες να σκοτωθείς αν πήγαινες να το πιάσεις κατευθείαν. Επρεπε να τρέξεις πρώτα, να φτάσεις τον ρυθμό του και μετά να προσπαθήσεις να ανέβεις επάνω. Εγώ επί χρόνια έτρεχα παράλληλα με αυτό το τρένο.
Κάνοντας δουλειές του ποδαριού;
Ο,τι μπορείς να φανταστείς. Ωσπου ανέλαβα φροντιστής στο Θέατρο Χώρα.
Και πώς ξεκινάς τις ταινίες;
Ο Γιώργος Κόρας και ο Χρήστος Βούπουρας κάνανε την ταινία «Μιρουπάφσιμ», «Καλή αντάμωση», με αλβανούς μετανάστες, και μου πρότειναν να γίνω βοηθός σκηνοθέτη. Εγώ δεν ήξερα τίποτα, μόνο ό,τι είχα δει στο σινεμά. Πήραμε το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το '97, αναθάρρησα και είπα θα φτιάξω μια μικρού μήκους.
Με μετανάστες πάλι;
Ναι, ένα παιδί ξεκινάει από τη χώρα του να έρθει στην Ελλάδα. Το ακολουθεί όμως το σκυλί του που γεννά κουτάβια στο σπίτι ενός Ελληνα. Και μου γράφει μουσική ο Σταύρος Ξαρχάκος! Μεγάλη τύχη!
Πώς τον έπεισες;
Μεσολάβησε ένας φίλος. Διάβασε το σενάριο και μετά είδε την ταινία χωρίς μουσική. Του άρεσε και μου έγραψε. Πάρ' την βάλ 'την, μου είπε, και αν δεν σου αρέσει γράφουμε άλλη.
Θα καμάρωνες;
Μουσική ο Ξαρχάκος στην πρώτη μου ταινία, τι άλλο ήθελα; Πέταγα. Κάνω πρόταση στην ΕΡΤ για τη δεύτερη ταινία μου «Το υγραέριο». Μετά κάνω τη «Βεντέτα» στην Αλβανία. Και φτάνουμε στην «Αμνηστία» που πήγε στο Φεστιβάλ Βερολίνου και πήρα CICAE.
Πόσα λεφτά σου στοίχισε η «Αμνηστία»;
420.000. Είναι αλβανοελληνογαλλική ταινία. Χρηματοδοτήθηκε δηλαδή από τα Κέντρα Κινηματογράφου και των τριών χωρών. Διευθυντής φωτογραφίας, κάμερες, μακιγιάζ, ήχος, μοντάζ ήταν Ελληνες. Οπότε ουσιαστικά τα ελληνικά χρήματα πήγαν σε ελληνικά χέρια.
Πόσον καιρό σου πήρε;
28 ημέρες με μηχανή 35 μιλιμέτρ. Θεωρείται ρεκόρ. Ούτε πρόβες κάνουμε.
Γιατί δεν τη γύρισες με ψηφιακές;
Εχω μια μανία με το φιλμ. Ανεβαίνει η αδρεναλίνη μου.
Δεν είναι πιο ακριβό όμως;
Και τι έγινε; Θα βάλω λιγότερα λεφτά στην τσέπη μου. Θα έχω όμως τέλεια εικόνα.
Πολλά γυρίσματα έγιναν μέσα στις φυλακές Τιράνων.
Ναι, στις υψίστης ασφαλείας. Ηταν περίεργα. Με πρωταγωνίστρια μια 35άρα γυναίκα με δυο παιδιά από το Πόγραντετς, η οποία ταξιδεύει κάθε 5 του μήνα για να δει τον άντρα της στις φυλακές. Και έναν άντρα πενηντάρη που έχει τη γυναίκα του στη φυλακή. Εκείνη έχει τον άντρα της μέσα, αυτός έχει τη γυναίκα του. Κάνουν αυτές τις υποχρεωτικές σεξουαλικές συναντήσεις με τους συζύγους τους και βγαίνοντας πάνε σε ένα μικρό καφέ απέναντι από τη φυλακή. Και εκεί αρχίζει η δική τους σχέση.
Οι σκηνές σεξ που δείχνεις μέσα στη φυλακή
είναι πολύ βίαιες.
Ναι, και στην Αλβανία, στην πρεμιέρα, ήταν λίγο αμήχανος ο κόσμος... Μα αυτή είναι και η πραγματικότητα. Σκέψου υποχρεωτικό σεξ μία φορά τον μήνα σε ένα δωμάτιο φυλακής. Σχεδόν βιάζονται.
Πόσο διαρκούν οι συναντήσεις των συζύγων;
Μία ώρα. Και αυτός που έρχεται από έξω πρέπει να φέρει μαζί του τα σεντόνια. Και μετά τα μαζεύει και φεύγει. Είναι αυτή η σκηνή με τη γυναίκα που στρώνει τα σεντόνια.
Αρεσε η ταινία στην Αλβανία;
Εμεινε για 8 ημέρες και την έριξαν οι «Πειρατές της Καραϊβικής». Σκέφτονται να την προτείνουν για Οσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας. Είμαι ήδη σε 4 φεστιβάλ. Και στη Γαλλία πήγε για μία εβδομάδα και έμεινε τρεις.
Ποιες ταινίες σου αρέσουν;
Είχα τρελαθεί με τη «Λευκή κορδέλα». Μου αρέσει πάρα πολύ ο Ταρκόφσκι και ο Μπέργκμαν. Ενας κινηματογράφος που μιλάει με σιωπές.
Αλβανίδα παντρεύτηκες;
Ναι, συμφοιτήτριά μου στην Αλβανία. Είναι οικονομολόγος. Και τώρα κάνει τη διεύθυνση παραγωγής στις ταινίες μου. Εχουμε και μια κόρη, τη Σαμπρίνα, η οποία έχει παίξει στη «Διόρθωση» του Θάνου Αναστόπουλου.
Πόσων χρόνων είναι;
15. Εδώ έχει γεννηθεί, το '96.
Εχει πάρει υπηκοότητα;
Οχι, με άδεια διαμονής είναι.
Μα υποτίθεται ότι θα έδιναν υπηκοότητα στα παιδιά που γεννήθηκαν εδώ.
Υποτίθεται, αλλά Ελλάδα είναι... Να φανταστείς ότι όταν έφευγε το «Υγραέριο», ταινία της ΕΡΤ, στο φεστιβάλ στο Παρίσι εγώ δεν μπόρεσα να ταξιδέψω γιατί δεν είχα χαρτιά.
Αλλα προβλήματα εκτός από τα χαρτιά έχεις στην Ελλάδα;
Εκεί που μένω, στον Κορυδαλλό, είναι ήσυχη περιοχή. Εχω έναν τύπο απέναντι ο οποίος του λείπει το ένα χέρι και βοηθάει όλη τη γειτονιά να παρκάρει σωστά τα αυτοκίνητα. Είναι σαν από ταινία. Στους δρόμους έχει πορτοκαλιές, νεραντζιές, όλοι μιλάμε με τα μικρά μας ονόματα. Αυτό δεν είναι ρίζωμα στο κάτω-κάτω; Τα απλά πράγματα.
Εδώ θα πεθάνεις;
Δεν ξέρω. Ούτως ή άλλως μέτοικοι είμαστε. Η κόρη μου θέλει να φύγει και να πάει Αμερική.
Οχι Αλβανία;
Με τίποτα. Μιλάει αλβανικά, πηγαίνει αλλά δεν θέλει. Της αρέσει το Παρίσι, μαθαίνει γαλλικά και είναι πανέμορφη. Αυτό είναι αδιαπραγμάτευτο. Μη γελάς.
Στο σπίτι τι μουσική ακούτε;
Ξαρχάκο, Χατζιδάκι. Κάποια εποχή Ξυλούρη. Δεν ξέρω πώς είναι τα μπουζούκια, 2-3 φορές έχω πάει. Μου αρέσει η θετική Ελλάδα. Ελληνική λογοτεχνία, Επίδαυρος. Η Ελλάδα στο μυαλό μου είναι αυτό το πράγμα. Δεν ασχολήθηκα ποτέ με τα άλλα. Με τους ρατσιστές που φωνάζουν στις παρελάσεις «θα σας κάνουμε μπουφάν». Εγώ Τερζόπουλο πάω και βλέπω.
Μιλάς για τους Λιμενικούς που φώναζαν συνθήματα την 25η Μαρτίου;
Ναι, ήταν πολύ χοντρό. Και ξέρεις τι γίνεται με εμάς; Πολλοί νιώθουμε Ελληνες μέσα μας. Και όταν πάμε στην Αλβανία και ακούμε κάτι κακό για την Ελλάδα, μαλώνουμε. Ε, όταν μας έλεγαν ότι αυτοί θέλουν να σας κάνουν μπουφάν, εμείς δεν είχαμε τι να τους πούμε.
Δεν έχεις σκεφτεί να κάνεις ταινία με ελληνικό θέμα;
Κάτι κυκλοφορεί στο μυαλό μου. Βλέπω τα παιδιά των ΜΑΤ στα στενά των Εξαρχείων... Ξέρεις, ένα παιδί που φεύγει από το χωριό του για να γίνει αστυνομικός.
Η Αλβανία τι κάνει; Ορθοποδεί;
Ναι, και γίνεται μια κακή Ελλάδα. Μπετόν, διαφθορά, πολιτικά τζάκια. Και παντού κουρσάρες. Πας στο Αλβανικό Κέντρο Κινηματογράφου και βλέπεις μόνο τζιπ. Και εγώ πάω με ένα παλιό Opel Corsa του 2003 και λένε «τι σκηνοθέτης είναι αυτός;». Αλλά εγώ τα έχω καλά με τον εαυτό μου. Δεν παλεύω να γίνω ο καλύτερος σκηνοθέτης του κόσμου.
Του Σταύρου Θεοδωράκη

http://www.tanea.gr/ellada/article/?aid=4659464


Δεν υπάρχουν σχόλια: