Ο τζόγος και η δύσκολη έννοια της ελευθερίας
Του Πασχου Mανδραβελη
Το πρόβλημα πιθανότατα ξεκινά από το γεγονός ότι το αίτημα της ελευθερίας έχει λίγα χρόνια ζωής, ενώ η δεσποτική οργάνωση της κοινωνίας ήταν κανόνας στην ανθρώπινη ιστορία. Ο διαφωτισμός, που διακηρύσσει ότι τα άτομα είναι και πρέπει να είναι αυτεξούσια, ξεκινά πριν από τέσσερις αιώνες, ενώ έχουν προηγηθεί καμιά σαρανταριά με κάποιον να μας διαφεντεύει• είτε αυτός ήταν βασιλιάς είτε ήταν παπάς..
Η δημοκρατική εμπειρία, λοιπόν, είναι καινούργιο φρούτο στην ανθρώπινη ιστορία κι εκτός αυτού νοθεύτηκε πολλές φορές στο όνομα άλλων ιδανικών που βαφτίστηκαν υψηλότερα. Ο σταλινισμός και ο φασισμός, για παράδειγμα, είναι προϊόντα της δυτικής σκέψης• έλκουν τις ρίζες τους στη μεγάλη διανοητική επανάσταση του 17ου και 18ου αιώνα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι Διαφωτισμός που του άλλαξαν τα φώταΙσως πάλι η ιδέα της ελευθερίας να χρειάζεται οικονομικό πλεόνασμα, σχετικά διάχυτο στην κοινωνία, για να αναπτυχθεί.
Αν σκάβεις όλη μέρα στα χωράφια δεν έχεις τον χρόνο να σκεφτείς πόσο καλό θα έκανε στην κοινωνία η ελευθερία. Αν πάλι ζεις από τον πλούτο που παράγουν οι δουλοπάροικοι, δεν έχεις κανένα λόγο να τον σκεφτείς. Επρεπε να υπάρξει η πρωταρχική συσσώρευση, η δημιουργία της πρώτης αστικής τάξης για να αρχίσουν κάποιοι να σκέφτονται διαφορετικά και να προπαγανδίζουν τις αρετές της ελευθερίας. Δεν το έκαναν όλοι επειδή είχαν καλή ψυχή.
Τα συμφέροντα της αναδυόμενης αστικής τάξης έρχονταν πλέον σε αντίθεση με την κοινωνική οργάνωση. Δεν μπορούσαν να επεκταθούν όπου και όσο ήθελαν (π.χ. πολλά προϊόντα ήταν βασιλικά μονοπώλια), ή απλώς ως παραγωγοί του νέου πλούτου μπορεί να βαρέθηκαν να ταΐζουν χαραμοφάηδες, είτε αυτοί ήταν βασιλείς είτε φεουδάρχες.
Μπορεί πάλι η κοινωνική οργάνωση με ελευθερία να είναι εξαιρετικά πολύπλοκο πράγμα για να το αντιληφθεί κάποιος. Είναι δύσκολο για έναν άνθρωπο (που δεν έχει στέρεη δυτική παιδεία) να μην πιστέψει στα μάτια του και να ασπαστεί την επιστημονική γνώση ότι ο Ηλιος δεν κινείται γύρω από τη Γη. Εξίσου δύσκολο θα είναι να πεισθεί ότι μπορεί να υπάρξει κοινωνία στην οποία ο καθένας μπορεί να ενεργεί ελεύθερα και στο τέλος να προκύπτει επιθυμητό κοινωνικό αποτέλεσμα.
Η ίδια η γλώσσα δεν βοηθά• όταν λέμε «επιθυμητό κοινωνικό αποτέλεσμα» ήδη έχει εμφιλοχωρήσει η παραδοχή της δεσποτείας. Επιθυμίες είναι των ανθρώπων. Το αποτέλεσμα είναι προϊόν ενός σκοπού. Η θεωρία της ελευθερίας προϋποθέτει την άγνοια και των δύο. Δεν ξέρουμε συλλογικά ούτε τι είναι το «επιθυμητό», ούτε ποιο μπορεί να είναι το «αποτέλεσμα». Επομένως θέτουμε μόνο τους κανόνες συμβίωσης• κάθε άνθρωπος επιδιώκει το ατομικό του «επιθυμητό», και το σύνολο των ατομικών αποτελεσμάτων το βαφτίζουμε αυθαίρετα «επιθυμητό κοινωνικό αποτέλεσμα».
Δεν υπάρχει κοινωνική θεωρία που να στοιχειοθετεί την ανάγκη της ελευθερίας. Η ελευθερία είναι ηθική επιταγή κι απλώς (και ευτυχώς) έχει κι εμπειρική τεκμηρίωση. Οι ελεύθερες κοινωνίες τα πήγαν πολύ καλύτερα και από τις σύγχρονές τους ανελεύθερες, αλλά και από τις προηγούμενες δεσποτείες.
Η βελτίωση της ανθρώπινης κατάστασης στη Δύση δεν έχει προηγούμενο, ούτε στην ιστορία ούτε στον χώρο.
Εκ των πραγμάτων λοιπόν είναι πολύ δύσκολο και στους βουλευτές και στους θαμώνες των τηλεκαφενείων να αντιληφθούν ότι ένας άνθρωπος μπορεί να έχει το δικαίωμα να ρισκάρει τζογάροντας, γνωρίζοντας ότι μπορεί να φτάσει μέχρι την οικονομική αυτοκαταστροφή.
Απόψεις σαν του Τζον Στιούαρτ Μιλ «Ο μοναδικός σκοπός χάριν του οποίου νομιμοποιείται το κράτος να περιορίσει την ελευθερία του ατόμου παρά τη θέληση του τελευταίου είναι για να αποτρέψει τη βλάβη σε άλλα άτομα. Δεν νομιμοποιείται όμως το κράτος να περιορίσει την ελευθερία του ατόμου για το “δικό του καλό” (σωματικό ή ηθικό). Δεν δικαιούται να το υποχρεώσει να κάνει ή να μην κάνει κάτι, διότι υποτίθεται πως έτσι θα είναι καλύτερα γι’ αυτό ή διότι θα το κάνει ευτυχέστερο ή γιατί σύμφωνα με κάποιους έτσι είναι “πιο σωστό” ή “πιο σοφό”.
Το άτομο είναι κυρίαρχο πάνω στον εαυτό του, πάνω στο σώμα του και στο μυαλό του» (Οn Liberty, 1859, απόδοση Αρης Χατζής), είναι σχετικά άγνωστες στην ελληνική κοινωνία και συνεπώς στους πολιτικούς. Στο κάτω κάτω της γραφής ο Τζον Στιούαρτ Μιλ δεν είναι δα και Λένιν για να τον ξέρουμε απέξω κι ανακατωτά. Ούτε καν Σλαβόι Ζίζεκ.
Αρωγός, όχι πατριός
Γενικώς, η έννοια της ελευθερίας -για συγκεκριμένους ιστορικούς λόγους- δεν είναι επεξεργασμένη στην ελληνική κοινωνία. Μια χώρα που αναζητά το κράτος να βοηθήσει παντού, είναι μια χώρα που ζητά το κράτος να παρεμβαίνει παντού. Ακόμη και στις ιδιωτικές υποθέσεις.
Δεν θέλουμε το κράτος αρωγό σε εκείνους που το έχουν ανάγκη, το θέλουμε πατέρα και δεσπότη όλων. Δεν θέλουμε κράτος προστάτη των αδύναμων, θέλουμε κράτος νταβατζή όλων. Αυτό εμφανίζεται στο «αλλά» κάθε φιλελεύθερης πρότασης. Είναι ανάγλυφο και στη συζήτηση του τζόγου. Ενα από τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι ημιφιλελεύθεροι είναι η οικογένεια. Υπάρχουν πολλοί που λένε «εντάξει, να τζογάρει κάποιος αλλά υπάρχει και η οικογένεια που δεν φταίει σε τίποτε. Το κράτος δεν πρέπει σ’ αυτή την περίπτωση να παρέμβει;».
Η αλήθεια είναι ότι πραγματικά το κράτος οφείλει να παρέμβει για να προστατεύσει τα θύματα της αλόγιστης πρακτικής κάποιου. Το θέμα είναι πού θα παρέμβει. Σε μια κοινωνία που αγαπά την ελευθερία, αλλά απλώνει και δίχτυ προστασίας στους αδύναμους, το κράτος δεν παρεμβαίνει απαγορεύοντας. Παρεμβαίνει υποστηρίζοντας. Αφενός με τη διδαχή στον εξαρτημένο και αφετέρου με την προστασία εκείνων που πλήττονται από τον εξαρτημένο.
Οπως στην περίπτωση του αλκοολισμού το κράτος δεν προχωρά σε γενική απαγόρευση, αλλά παρεμβαίνει υποστηρικτικά στην οικογένεια, το ίδιο οφείλει να κάνει και στην περίπτωση του τζόγου. Να γίνει κράτος αρωγός και όχι πατριός. Κρατώντας παράνομο τον τζόγο εξασφαλίζουμε ότι και οι οικογένειες θα καταστρέφονται, αλλά και η πρόνοια δεν θα υπάρχει.
Πέρα όμως από τα «φρουτάκια» και τους συνακόλουθους μελοδραματισμούς, στην Ελλάδα πρέπει να κατανοήσουμε τα πλεονεκτήματα της ελευθερίας. Αυτή μπορεί να μην έχει τελικά μεγαλύτερο κοινωνικό κόστος, αλλά απλώς το όποιο κόστος υπάρχει βγαίνει στον αφρό. Συγκαλύπτοντας τα προβλήματα διά των απαγορεύσεων δεν τα λύνουμε. Επιδοτούμε τη διαφθορά και συνεπώς δημιουργούμε νέα προβλήματα.
«Φρουτάκια», μια υπόθεση λαϊκισμού
Η υπόθεση «φρουτάκια» ξεκίνησε στα χρόνια του μεγάλου τηλεοπτικού λαϊκισμού. Τότε διάφορες εκπομπές, με πρώτη τη «Ζούγκλα» του Μάκη Τριανταφυλλόπουλου, ξεκίνησαν την ηθική εκστρατεία, μπολιάζοντάς την με διάφορα δηλητηριώδη υπονοούμενα για τους πολιτικούς που δήθεν έκαναν πλάτες στον «παράνομο τζόγο». Η κυβέρνηση Σημίτη πανικόβλητη από τη ραγδαία φθορά της έσπευσε να υποταχθεί στον λαϊκισμό.
Ψήφισε τον νόμο 3037/2002 ο οποίος αναφέρει ρητά πως οιοσδήποτε έχει οποιοδήποτε παιχνίδι που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τυχερά παίγνια εγκατεστημένο σε ηλεκτρονική συσκευή (υπολογιστής, κονσόλα παιχνιδιών, κινητό τηλέφωνο κ. λπ.) μπορεί να τιμωρηθεί με φυλάκιση τριών μηνών και χρηματική ποινή 5.000 ευρώ! Να σημειώσουμε ότι και η τότε αντιπολίτευση ψήφισε ομόφωνα τον νόμο και μάλιστα ακούστηκαν κριτικές ότι δεν είναι αρκούντως... αυστηρός.
Ετσι, από 30/7/2002 όλοι ανεξαιρέτως οι χρήστες ηλεκτρονικών υπολογιστών και κινητών τηλεφώνων (που αναγκαστικά έχουν ενσωματωμένα παιχνίδια που μπορούν να χαρακτηριστούν «τυχερά») είναι παράνομοι! Ας σημειώσουμε ότι στα δέκα χρόνια της εφαρμογής του όχι μόνο δεν πατάχθηκε ο παράνομος τζόγος, αλλά έκλεισαν εταιρείες Ιnternet-cafe που λειτουργούσαν νόμιμα, εκατοντάδες ίσως και χιλιάδες άνθρωποι έχασαν τη δουλειά τους και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο φίλεψε με δύο καταδίκες -μαζί με τα αντίστοιχα πρόστιμα- τη χώρα μας.
Στο εξωτερικό ξεκίνησαν αμέσως την πλάκα. «Η χρήση του “Γκέιμ Μπόι” στην Ελλάδα, οδηγεί στη φυλακή», έγραψε το περιοδικό Businessweek. «Νόμος για γέλια», τιτλοφόρησε το σχετικό άρθρο η δικτυακή υπηρεσία του BBC.
Τώρα ο νόμος βρίσκεται περίπου στην παρανομία. Πότε εφαρμόζεται και πότε όχι. Οταν εφαρμόζεται, ελλοχεύει ο κίνδυνος άλλης μια ευρωκαταδίκης. Εκτός αυτού η επιτάχυνση της διείσδυσης του Διαδικτύου στην Ελλάδα κάνει πολύ πιο προσιτό τον υπερπόντιο τζόγο. Κάποιοι μπορούν και από το σπίτι τους να ποντάρουν ηλεκτρονικά και δεν μπορεί να βρεθεί κανείς να θρηνήσει για «τους μεροκαματιάρηδες που χάνουν περιουσίες στα ηλεκτρονικά καζίνο του διαβόλου».
Αλλά και πριν από την έλευση του Ιnternet ο παράνομος τζόγος ήταν πάλι πονοκέφαλος για τις αρχές. Πριν από χρόνια σε κάποιο απομακρυσμένο χωριό του νομού Κοζάνης οι γυναίκες γκρίνιαζαν στο όργανο της χωροφυλακής ότι οι άνδρες τους χαρτόπαιζαν στο καφενείο της πλατείας. Επειτα από πολλές διαμαρτυρίες, ο χωροφύλαξ αποφάσισε να δράσει. Κατάσχεσε όλες τις τράπουλες, τα ζάρια και τα τάβλια του χωριού και απαγόρευσε διά ρητής διαταγής οποιοδήποτε τυχερό παίγνιο, είτε σε δημόσιο (καφενείο) είτε σε ιδιωτικό χώρο (σπίτι). Επειτα από μερικές μέρες βρήκε τους άνδρες του χωριού να κάθονται κυκλικά και τελείως ακίνητοι στο καφενείο. Κάθε λίγο και λιγάκι σηκώνονταν όλοι και έδιναν από 100 δρχ. σε κάποιον της παρέας.
Στην αρχή δεν μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς έκαναν οι συχωριανοί του μέχρι που κάποιος του είπε το μυστικό: Στο καφενείο κυκλοφορούσε μια μύγα! Αν το έντομο καθόταν σε κάποιον, όλοι οι υπόλοιποι του έδιναν από 100 δρχ. Ευτυχώς το θέμα δεν έφτασε ποτέ στη Βουλή, διότι με τη συνέργεια διάφορων λαϊκιστικών εκπομπών θα μπορούσαν να απαγορευτούν νομοθετικά και οι μύγες.
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_1_23/04/2011_439974
Το πρόβλημα πιθανότατα ξεκινά από το γεγονός ότι το αίτημα της ελευθερίας έχει λίγα χρόνια ζωής, ενώ η δεσποτική οργάνωση της κοινωνίας ήταν κανόνας στην ανθρώπινη ιστορία. Ο διαφωτισμός, που διακηρύσσει ότι τα άτομα είναι και πρέπει να είναι αυτεξούσια, ξεκινά πριν από τέσσερις αιώνες, ενώ έχουν προηγηθεί καμιά σαρανταριά με κάποιον να μας διαφεντεύει• είτε αυτός ήταν βασιλιάς είτε ήταν παπάς..
Η δημοκρατική εμπειρία, λοιπόν, είναι καινούργιο φρούτο στην ανθρώπινη ιστορία κι εκτός αυτού νοθεύτηκε πολλές φορές στο όνομα άλλων ιδανικών που βαφτίστηκαν υψηλότερα. Ο σταλινισμός και ο φασισμός, για παράδειγμα, είναι προϊόντα της δυτικής σκέψης• έλκουν τις ρίζες τους στη μεγάλη διανοητική επανάσταση του 17ου και 18ου αιώνα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι Διαφωτισμός που του άλλαξαν τα φώταΙσως πάλι η ιδέα της ελευθερίας να χρειάζεται οικονομικό πλεόνασμα, σχετικά διάχυτο στην κοινωνία, για να αναπτυχθεί.
Αν σκάβεις όλη μέρα στα χωράφια δεν έχεις τον χρόνο να σκεφτείς πόσο καλό θα έκανε στην κοινωνία η ελευθερία. Αν πάλι ζεις από τον πλούτο που παράγουν οι δουλοπάροικοι, δεν έχεις κανένα λόγο να τον σκεφτείς. Επρεπε να υπάρξει η πρωταρχική συσσώρευση, η δημιουργία της πρώτης αστικής τάξης για να αρχίσουν κάποιοι να σκέφτονται διαφορετικά και να προπαγανδίζουν τις αρετές της ελευθερίας. Δεν το έκαναν όλοι επειδή είχαν καλή ψυχή.
Τα συμφέροντα της αναδυόμενης αστικής τάξης έρχονταν πλέον σε αντίθεση με την κοινωνική οργάνωση. Δεν μπορούσαν να επεκταθούν όπου και όσο ήθελαν (π.χ. πολλά προϊόντα ήταν βασιλικά μονοπώλια), ή απλώς ως παραγωγοί του νέου πλούτου μπορεί να βαρέθηκαν να ταΐζουν χαραμοφάηδες, είτε αυτοί ήταν βασιλείς είτε φεουδάρχες.
Μπορεί πάλι η κοινωνική οργάνωση με ελευθερία να είναι εξαιρετικά πολύπλοκο πράγμα για να το αντιληφθεί κάποιος. Είναι δύσκολο για έναν άνθρωπο (που δεν έχει στέρεη δυτική παιδεία) να μην πιστέψει στα μάτια του και να ασπαστεί την επιστημονική γνώση ότι ο Ηλιος δεν κινείται γύρω από τη Γη. Εξίσου δύσκολο θα είναι να πεισθεί ότι μπορεί να υπάρξει κοινωνία στην οποία ο καθένας μπορεί να ενεργεί ελεύθερα και στο τέλος να προκύπτει επιθυμητό κοινωνικό αποτέλεσμα.
Η ίδια η γλώσσα δεν βοηθά• όταν λέμε «επιθυμητό κοινωνικό αποτέλεσμα» ήδη έχει εμφιλοχωρήσει η παραδοχή της δεσποτείας. Επιθυμίες είναι των ανθρώπων. Το αποτέλεσμα είναι προϊόν ενός σκοπού. Η θεωρία της ελευθερίας προϋποθέτει την άγνοια και των δύο. Δεν ξέρουμε συλλογικά ούτε τι είναι το «επιθυμητό», ούτε ποιο μπορεί να είναι το «αποτέλεσμα». Επομένως θέτουμε μόνο τους κανόνες συμβίωσης• κάθε άνθρωπος επιδιώκει το ατομικό του «επιθυμητό», και το σύνολο των ατομικών αποτελεσμάτων το βαφτίζουμε αυθαίρετα «επιθυμητό κοινωνικό αποτέλεσμα».
Δεν υπάρχει κοινωνική θεωρία που να στοιχειοθετεί την ανάγκη της ελευθερίας. Η ελευθερία είναι ηθική επιταγή κι απλώς (και ευτυχώς) έχει κι εμπειρική τεκμηρίωση. Οι ελεύθερες κοινωνίες τα πήγαν πολύ καλύτερα και από τις σύγχρονές τους ανελεύθερες, αλλά και από τις προηγούμενες δεσποτείες.
Η βελτίωση της ανθρώπινης κατάστασης στη Δύση δεν έχει προηγούμενο, ούτε στην ιστορία ούτε στον χώρο.
Εκ των πραγμάτων λοιπόν είναι πολύ δύσκολο και στους βουλευτές και στους θαμώνες των τηλεκαφενείων να αντιληφθούν ότι ένας άνθρωπος μπορεί να έχει το δικαίωμα να ρισκάρει τζογάροντας, γνωρίζοντας ότι μπορεί να φτάσει μέχρι την οικονομική αυτοκαταστροφή.
Απόψεις σαν του Τζον Στιούαρτ Μιλ «Ο μοναδικός σκοπός χάριν του οποίου νομιμοποιείται το κράτος να περιορίσει την ελευθερία του ατόμου παρά τη θέληση του τελευταίου είναι για να αποτρέψει τη βλάβη σε άλλα άτομα. Δεν νομιμοποιείται όμως το κράτος να περιορίσει την ελευθερία του ατόμου για το “δικό του καλό” (σωματικό ή ηθικό). Δεν δικαιούται να το υποχρεώσει να κάνει ή να μην κάνει κάτι, διότι υποτίθεται πως έτσι θα είναι καλύτερα γι’ αυτό ή διότι θα το κάνει ευτυχέστερο ή γιατί σύμφωνα με κάποιους έτσι είναι “πιο σωστό” ή “πιο σοφό”.
Το άτομο είναι κυρίαρχο πάνω στον εαυτό του, πάνω στο σώμα του και στο μυαλό του» (Οn Liberty, 1859, απόδοση Αρης Χατζής), είναι σχετικά άγνωστες στην ελληνική κοινωνία και συνεπώς στους πολιτικούς. Στο κάτω κάτω της γραφής ο Τζον Στιούαρτ Μιλ δεν είναι δα και Λένιν για να τον ξέρουμε απέξω κι ανακατωτά. Ούτε καν Σλαβόι Ζίζεκ.
Αρωγός, όχι πατριός
Γενικώς, η έννοια της ελευθερίας -για συγκεκριμένους ιστορικούς λόγους- δεν είναι επεξεργασμένη στην ελληνική κοινωνία. Μια χώρα που αναζητά το κράτος να βοηθήσει παντού, είναι μια χώρα που ζητά το κράτος να παρεμβαίνει παντού. Ακόμη και στις ιδιωτικές υποθέσεις.
Δεν θέλουμε το κράτος αρωγό σε εκείνους που το έχουν ανάγκη, το θέλουμε πατέρα και δεσπότη όλων. Δεν θέλουμε κράτος προστάτη των αδύναμων, θέλουμε κράτος νταβατζή όλων. Αυτό εμφανίζεται στο «αλλά» κάθε φιλελεύθερης πρότασης. Είναι ανάγλυφο και στη συζήτηση του τζόγου. Ενα από τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι ημιφιλελεύθεροι είναι η οικογένεια. Υπάρχουν πολλοί που λένε «εντάξει, να τζογάρει κάποιος αλλά υπάρχει και η οικογένεια που δεν φταίει σε τίποτε. Το κράτος δεν πρέπει σ’ αυτή την περίπτωση να παρέμβει;».
Η αλήθεια είναι ότι πραγματικά το κράτος οφείλει να παρέμβει για να προστατεύσει τα θύματα της αλόγιστης πρακτικής κάποιου. Το θέμα είναι πού θα παρέμβει. Σε μια κοινωνία που αγαπά την ελευθερία, αλλά απλώνει και δίχτυ προστασίας στους αδύναμους, το κράτος δεν παρεμβαίνει απαγορεύοντας. Παρεμβαίνει υποστηρίζοντας. Αφενός με τη διδαχή στον εξαρτημένο και αφετέρου με την προστασία εκείνων που πλήττονται από τον εξαρτημένο.
Οπως στην περίπτωση του αλκοολισμού το κράτος δεν προχωρά σε γενική απαγόρευση, αλλά παρεμβαίνει υποστηρικτικά στην οικογένεια, το ίδιο οφείλει να κάνει και στην περίπτωση του τζόγου. Να γίνει κράτος αρωγός και όχι πατριός. Κρατώντας παράνομο τον τζόγο εξασφαλίζουμε ότι και οι οικογένειες θα καταστρέφονται, αλλά και η πρόνοια δεν θα υπάρχει.
Πέρα όμως από τα «φρουτάκια» και τους συνακόλουθους μελοδραματισμούς, στην Ελλάδα πρέπει να κατανοήσουμε τα πλεονεκτήματα της ελευθερίας. Αυτή μπορεί να μην έχει τελικά μεγαλύτερο κοινωνικό κόστος, αλλά απλώς το όποιο κόστος υπάρχει βγαίνει στον αφρό. Συγκαλύπτοντας τα προβλήματα διά των απαγορεύσεων δεν τα λύνουμε. Επιδοτούμε τη διαφθορά και συνεπώς δημιουργούμε νέα προβλήματα.
«Φρουτάκια», μια υπόθεση λαϊκισμού
Η υπόθεση «φρουτάκια» ξεκίνησε στα χρόνια του μεγάλου τηλεοπτικού λαϊκισμού. Τότε διάφορες εκπομπές, με πρώτη τη «Ζούγκλα» του Μάκη Τριανταφυλλόπουλου, ξεκίνησαν την ηθική εκστρατεία, μπολιάζοντάς την με διάφορα δηλητηριώδη υπονοούμενα για τους πολιτικούς που δήθεν έκαναν πλάτες στον «παράνομο τζόγο». Η κυβέρνηση Σημίτη πανικόβλητη από τη ραγδαία φθορά της έσπευσε να υποταχθεί στον λαϊκισμό.
Ψήφισε τον νόμο 3037/2002 ο οποίος αναφέρει ρητά πως οιοσδήποτε έχει οποιοδήποτε παιχνίδι που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τυχερά παίγνια εγκατεστημένο σε ηλεκτρονική συσκευή (υπολογιστής, κονσόλα παιχνιδιών, κινητό τηλέφωνο κ. λπ.) μπορεί να τιμωρηθεί με φυλάκιση τριών μηνών και χρηματική ποινή 5.000 ευρώ! Να σημειώσουμε ότι και η τότε αντιπολίτευση ψήφισε ομόφωνα τον νόμο και μάλιστα ακούστηκαν κριτικές ότι δεν είναι αρκούντως... αυστηρός.
Ετσι, από 30/7/2002 όλοι ανεξαιρέτως οι χρήστες ηλεκτρονικών υπολογιστών και κινητών τηλεφώνων (που αναγκαστικά έχουν ενσωματωμένα παιχνίδια που μπορούν να χαρακτηριστούν «τυχερά») είναι παράνομοι! Ας σημειώσουμε ότι στα δέκα χρόνια της εφαρμογής του όχι μόνο δεν πατάχθηκε ο παράνομος τζόγος, αλλά έκλεισαν εταιρείες Ιnternet-cafe που λειτουργούσαν νόμιμα, εκατοντάδες ίσως και χιλιάδες άνθρωποι έχασαν τη δουλειά τους και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο φίλεψε με δύο καταδίκες -μαζί με τα αντίστοιχα πρόστιμα- τη χώρα μας.
Στο εξωτερικό ξεκίνησαν αμέσως την πλάκα. «Η χρήση του “Γκέιμ Μπόι” στην Ελλάδα, οδηγεί στη φυλακή», έγραψε το περιοδικό Businessweek. «Νόμος για γέλια», τιτλοφόρησε το σχετικό άρθρο η δικτυακή υπηρεσία του BBC.
Τώρα ο νόμος βρίσκεται περίπου στην παρανομία. Πότε εφαρμόζεται και πότε όχι. Οταν εφαρμόζεται, ελλοχεύει ο κίνδυνος άλλης μια ευρωκαταδίκης. Εκτός αυτού η επιτάχυνση της διείσδυσης του Διαδικτύου στην Ελλάδα κάνει πολύ πιο προσιτό τον υπερπόντιο τζόγο. Κάποιοι μπορούν και από το σπίτι τους να ποντάρουν ηλεκτρονικά και δεν μπορεί να βρεθεί κανείς να θρηνήσει για «τους μεροκαματιάρηδες που χάνουν περιουσίες στα ηλεκτρονικά καζίνο του διαβόλου».
Αλλά και πριν από την έλευση του Ιnternet ο παράνομος τζόγος ήταν πάλι πονοκέφαλος για τις αρχές. Πριν από χρόνια σε κάποιο απομακρυσμένο χωριό του νομού Κοζάνης οι γυναίκες γκρίνιαζαν στο όργανο της χωροφυλακής ότι οι άνδρες τους χαρτόπαιζαν στο καφενείο της πλατείας. Επειτα από πολλές διαμαρτυρίες, ο χωροφύλαξ αποφάσισε να δράσει. Κατάσχεσε όλες τις τράπουλες, τα ζάρια και τα τάβλια του χωριού και απαγόρευσε διά ρητής διαταγής οποιοδήποτε τυχερό παίγνιο, είτε σε δημόσιο (καφενείο) είτε σε ιδιωτικό χώρο (σπίτι). Επειτα από μερικές μέρες βρήκε τους άνδρες του χωριού να κάθονται κυκλικά και τελείως ακίνητοι στο καφενείο. Κάθε λίγο και λιγάκι σηκώνονταν όλοι και έδιναν από 100 δρχ. σε κάποιον της παρέας.
Στην αρχή δεν μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς έκαναν οι συχωριανοί του μέχρι που κάποιος του είπε το μυστικό: Στο καφενείο κυκλοφορούσε μια μύγα! Αν το έντομο καθόταν σε κάποιον, όλοι οι υπόλοιποι του έδιναν από 100 δρχ. Ευτυχώς το θέμα δεν έφτασε ποτέ στη Βουλή, διότι με τη συνέργεια διάφορων λαϊκιστικών εκπομπών θα μπορούσαν να απαγορευτούν νομοθετικά και οι μύγες.
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_1_23/04/2011_439974
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου