Χρ. Αρ. Παπακίτσου: «Η ζωντανή αφίσα»

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ

Η ηλεκτρονική πληροφόρηση, ενημέρωση και ανάγνωση γνωρίζει τεράστια άνθηση τόσο στο διεθνή όσο και στον ελλαδικό χώρο. Από τις ιστοσελίδες δεν θα μπορούσε να λείψει το βιβλίο και ο κόσμος του, στις οποίες κατέχει σημαντικό χώρο. Πρωταρχικά και σε μεγάλο βαθμό τον αγκάλιασαν νέο, οι οποίοι έχουν μεγαλύτερη εξοικείωση και πρόσβαση, αλλά στη συνέχεια έγινε κτήμα και μεγαλύτερης ηλικίας βιβλιόφιλων.


Στις περισσότερες όμως ιστοσελίδες αναρτώνται βιβλία γνωστών συγγραφέων, ποιητών και άλλων δημιουργών, όχι τόσο για την αξία των εκάστοτε έργων τους αλλά τόσο για το όνομα που πρεσβεύουν, όσο και για τις προσβάσεις, τις δημόσιες σχέσεις και τις διαδικτυώσεις που διαθέτουν.
Επιθυμούντες τη διάρρηξη αυτού του «κατεστημένου», προτείνουμε σήμερα την ανάρτηση ενός αξιόλογου διηγήματος, ο συγγραφέας του οποίου απέσπασε το πρώτο βραβείο σε σχετικό διαγωνισμό του 2010, που προκηρύχθηκε από την Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών. Πρόκειται για το διήγημα «Η ζωντανή αφίσα», το οποίο κατατέθηκε με το ψευδώνυμο Δάφνος Δαφνιώτης, του πνευματικού ανθρώπου, διδασκάλου, λαογράφου και συγγραφέα Χρήστου Αρ. Παπακίτσου, από την Άγναντα Άρτας, γνωστού και καταξιωμένου από τους Ηπειρώτες, λιγότερο όμως γνωστού στο πανελλήνιο.
Προτείνουμε λοιπόν ανεπιφύλαχτα στους βιβλιόφιλους του διαδικτύου, αλλά και της έντυπης ανάγνωσης, όπου ελεύθερα μπορεί να δημοσιευθεί, έστω και σε συνέχειες εξαιτίας του μεγέθους του, να αναγνώσουν, γνωρίσουν, αξιολογήσουν και αποφανθούν περί της αξίας του διηγήματος και τη γραφή του λόγιου δημιουργού του Χρ. Παπακίτσου και αν το κρίνουν θετικά ας το διακινήσουν, αν κρίνουν σκόπιμο, και προς άλλες ιστοσελίδες.
Εμείς από την πλευρά μας ευχόμαστε καλή και ευχάριστη ανάγνωση.

Μπ. Αρτινός





«Δάφνος Δαφνιώτης»*

Η ζ ω ν τ α ν ή α φ ί σ α
(Διήγημα)

«…Στις 6 του Νοέμβρη απολύομαι! Το λέει και η τσατσάρα μου που την ξεδόντιασα. Κάθε μέρα που περνάει της βγάζω κι ένα δόντι», έγραφε στο γράμμα του ο έφεδρος λοχίας Λάμπρος Λούλας. Στο χωριό τους, το Δαφνόφυλλο της Πίνδου, ο πατέρας του Νίκος, η μητέρα του Γιαννούλα και ο δεκαεξάχρονος αδελφός του Κώστας πετούσαν από τη χαρά τους, όταν στις 27 του Οκτώβρη του 1940 έλαβαν το γράμμα.
- Επιτέλους τελειώνει η αγωνία μας! Σε δέκα μέρες ο Λάμπρος μας απολύεται, γίνεται πολίτης, γίνεται ώριμος άνδρας. Έστερξε το όνειρο! Εψές τον είδα στον ύπνο μου να μπαίνει στην αυλή μας κουνώντας μια Ελληνική Σημαία, είπε ο Νίκος γεμάτος χαρά.
- Να ’ρθει με το καλό, Παναγιά μου! είπε η Γιαννούλα και σταυροκοπήθηκε.
- Μόλις έρθει και ξεκουραστεί λίγο, θα βάλουμε μπροστά το πανωσήκωμα του σπιτιού μας και θα το φτιάξουμε, όπως το σχεδίαζε ο ίδιος. Κόβει το μυαλό του και πιάνουν τα χέρια του. Είναι μάστορας με τα όλα του!
- Θα του βρούμε και μια καλή κοπέλα από το χωριό μας να τον παντρέψουμε, για να προλάβουμε να δούμε κι εμείς κανένα εγγόνι, συμπλήρωσε ο Νίκος.
Τέτοια περίπου σχέδια έκαναν όλοι οι Έλληνες, μέχρι τα χαράματα της 28ης του Οκτώβρη του 1940. Όμως, πριν ξημερώσει, ήρθαν τα πάνω κάτω. Ξέσπασε πόλεμος!...Το μεθοριακό φυλάκιο του Λάμπρου ήταν το πρώτο που δέχτηκε τις μανιασμένες επιθέσεις των εισβολέων. Μόνος του αντιστάθηκε για λίγο και έδωσε την ευκαιρία στους άνδρες του φυλακίου του να υποχωρήσουν για να συμπτυχθούν στην οργανωμένη γραμμή άμυνας του λόχου τους. Έφθασαν εκεί γρήγορα και μπήκαν στα χαρακώματα του λόχου. Η ώρα περνούσε, αλλά ο λοχίας δε φαινόταν… Οι ελπίδες για τη ζωή του άρχισαν να λιγοστεύουν…
- Πάει ο λοχίας· κρίμα στο παλικάρι!... έλεγαν θλιμμένοι οι στρατιώτες μέσα στα αμπριά και θυμωμένοι ορκίζονταν: Θα μας το πληρώσουν ακριβά οι…
Ξάφνου ακούγεται βροντερή η φωνή του σκοπού:
- Αλτ!… Τις ει;
- Λοχίας Λούλας Λάμπρος αποκρίθηκε μια βραχνή φωνή και μέσα από τους θάμνους της πλαγιάς του λόφου ξεμύτισε μια ανθρώπινη φιγούρα. Ο λοχαγός που ήταν εκεί και οργάνωνε τις θέσεις άμυνας, με δυσκολία τον αναγνώρισε.
Κουτσαίνοντας και καταματωμένος από ένα επιπόλαιο τραύμα στο μηρό, με ρούχα τρύπια από τις σφαίρες και με πρόσωπο σοβατισμένο με μείγμα ιδρώτα, σκόνης και μπαρουτιού, παρουσιάστηκε στο λοχαγό του και έδωσε λεπτομερή αναφορά.
- Εύγε, λοχία! Έσωσες την Ομάδα σου και σώθηκες κι εσύ, του είπε ο λοχαγός του με θαυμασμό και περηφάνια!
- Απλώς έκανα το καθήκον μου, όπως θα το έκανε κάθε Έλληνας στρατιώτης, απάντησε ο λοχίας, ενώ ο νοσοκόμος του έδενε το τραύμα.
Σε λίγο ο εχθρός έσπασε τα μούτρα του πάνω στην αντίσταση της ατσάλινης ψυχής των στρατιωτών του λόχου. Ο ματωμένος ακόμα λοχίας έδειξε και εκεί της ψυχής του το πύρωμα!
Το ίδιο πρωινό, ίσως την ίδια ώρα, ο Νίκος Λούλας και ο γιος του Κώστας είχαν φτάσει στο μαντρί, στην άκρη του χωριού και οδηγούσαν τα λίγα προβατάκια τους στο βοσκοτόπι, στην πλαγιά της διπλανής ραχούλας. Άξαφνα, ξεπρόβαλαν στον ορίζοντα μερικά αεροπλάνα και αφού έκαναν μερικές στροφές, άδειασαν καταπάνω τους τις βόμβες που κουβαλούσαν.
Οι τρομερές εκρήξεις ταρακούνησαν το χωριό και το έπνιξαν στη σκόνη. «Θεέ μου!…Πόλεμος!… Πόλεμος!… Τα παιδιά μας!…», φώναζαν οι άνθρωποι και έντρομοι έκαναν ονομαστικό προσκλητήριο των δικών τους.
Νίκοοο, Κώστααα, φώναζε και η Γιαννούλα, όταν είδε μερικά από τα προγκισμένα πρόβατά τους να φτάνουν ασυνόδευτα στο χωριό. Δυο-τρία ήταν ματωμένα και κούτσαιναν. Τα πολλά «έμειναν στον τόπο» μαζί με το Νίκο και τον Κώστα, εκεί στο βοσκότοπο!... Ήταν τα πρώτα αθώα θύματα του πολέμου, της βαρβαρότητας…
Την άλλη μέρα, στην κηδεία τους, «ράγισαν ακόμη και οι πέτρες»!... Από τους θρήνους και τους οδυρμούς, τις κατάρες και τους αναθεματισμούς, αντηχούσαν οι χαράδρες και οι ρεματιές. Ούρλιαζαν, έκρωζαν και τιτίβιζαν λυπητερά και αυτά ακόμη «τα άγρια και τα ήμερα του βουνού και του λόγγου». Τα δάκρυα έτρεχαν ασταμάτητα από εκατοντάδες ζευγάρια μάτια και έλιωναν τις νιφάδες του χιονιού, που εκείνη την ώρα έπεφταν σαν άσπρα ροδοπέταλα, λες και οι Άγγελοι έραιναν από ψηλά στους αδικοχαμένους…
Η καημένη η Γιαννούλα σταμάτησε απότομα τους σπαραγμούς, τα μαλλιοτραβήγματά της και το ανατριχιαστικό μοιρολόι της!... Ο κόσμος έσβησε γύρω της και σωριάστηκε αναίσθητη.
- Γιατρέ, χάνουμε και τη Γιαννούλα; ρώτησε ο Πρόεδρος ταραγμένος.
- Θα συνέλθει· τέτοιο αστροπελέκι που τη βάρεσε…, καλά που κρατάει ακόμα την ψυχή στα δόντια της, αποκρίθηκε εκείνος.
Από το ίδιο κιόλας βράδυ η Γιαννούλα τό ’πιασε δίπλα από το διπλό τάφο των αγαπημένων της. Μέχρι τα «σαράντα» τους δεν ξεκολλούσε από εκεί. Τους μιλούσε συνεχώς και τους ρωτούσε, αν θέλουν κάτι, αν κρυώνουν, αν πεινούν, αν συνάντησαν το Λάμπρο τους, αν έμαθαν πότε θα έρθει, αν…, αν…, αν…, πολλά αναπάντητα αν… Σταματούσε το παραλήρημά της μόνο όταν πλησίαζε στο διπλανό σταυροδρόμι κανένας διαβάτης. Έτρεχε προς τα εκεί, τον σταματούσε και τον ρωτούσε:
- Καλέ κύριε, μήπως είδες το λοχία Λάμπρο Λούλα;
- Όχι, κυρούλα μου, δεν πέρασε στρατός από το χωριό μας, απαντούσε ο στρατοκόπος κουνώντας με συμπάθεια το κεφάλι του.
Κυρίως όμως σταματούσε τους στρατιώτες που βιαστικά διάβαιναν από εκεί για να πάνε στο μέτωπο. Παρατηρούσε προσεκτικά έναν-έναν, μήπως δει και το γιο της ανάμεσά τους. Θερμοπαρακαλούσε να την πάρουν μαζί τους για να ψάξει να τον βρει.
- Δυστυχώς, εμείς πάμε αλλού, της έλεγαν εκείνοι με κατανόηση.
Σ’ ένα περίπου μήνα έφτασε γράμμα του Λάμπρου προς τον πατέρα του. Ο ταχυδρόμος και ο Πρόεδρος έτρεξαν στο Νεκροταφείο.
- Κυρά Γιαννούλα, γράμμα από το Λάμπρο, της είπε ο Πρόεδρος.
- Άνοιξέ το και διάβασέ το δυνατά να τ’ ακούσουμε όλοι. Καρτερούν να μάθουν νέα και οι ψυχούλες εδώ μέσα, είπε η Γιαννούλα δείχνοντας τον τάφο.
Ο Πρόεδρος το ανοίγει και διαβάζει: «Κάπου στα Βορειοηπειρωτικά βουνά, 17-11-1940. Σεβαστοί μου γονείς και αγαπημένε μου αδελφέ. Είμαι καλά. Μην ανησυχείτε. Θα γυρίσω γρήγορα με τη νίκη. Σας φιλώ, Λάμπρος».
- Άκουσες Νίκο, άκουσες Κώστα; Ο Λάμπρος έρχεται με μια Νίκη. Τη βρήκε, φαίνεται, ο λεβέντης μας τη νύφη και έρχονται εδώ να στεφανωθούν. Τι χαρά! Τι χαρά! Νίκη έλεγαν και τη μακαρίτισσα τη μάνα μου. Μακάρι να τ’ άκουσε κι αυτή τα νέα εκεί στον Παράδεισο, για να χαρεί μια στάλα…
Σε καμιά δεκαριά μέρες από τότε, ένας αγγελιοφόρος της στρατιωτικής φρουράς της περιοχής, κρατώντας φάκελο με την ένδειξη «Απόρρητον-Εξαιρετικώς Επείγον» πέρασε από το Ταχυδρομείο του χωριού για να του πουν πού θα βρει κάποιον από τους οικείους του λοχία Λάμπρου Λούλα.
- Στο Νεκροταφείο είναι όλη η οικογένεια: πατέρας και γιος μέσα στον τάφο και απέξω, «πεθαμένη κι άθαφτη», η σύζυγος – μάνα, είπε με συντριβή ψυχής ο ταχυδρόμος, που κατάλαβε ότι η συμφορά τρίτωσε... Σε λίγο έφτασαν εκεί μαζί.
Η Γιαννούλα αφήνοντας απ’ την αγκαλιά της τον ξύλινο σταυρό του τάφου, πήρε το φάκελο, τον άνοιξε και τρέμοντας σύγκορμη άρχισε να συλλαβίζει: «Λοχίας Λάμπρος Λούλας, έπεσεν ηρωικώς την 20-11-1940. Η δόξα εστεφάνωσεν αυτόν. Πατρίς ευγνωμονούσα, ωνόμασεν δεσπόζον της Κορυτσάς ύψωμα, Λόφον Λοχία Λάμπρου Λούλα. Θρηνούμεν τον ήρωα μεθ’ υμών. (Υπογραφή) Μέραρχος». Προφέροντας τραυλά τις λέξεις-κεραυνούς του μηνύματος έσβησε… Είδαν κι έπαθαν οι μαντατοφόροι να την κάνουν να συνέλθει… Όταν άρχισε ν’ ανοίγει τα μάτια της, ήταν αγνώριστη! Δεν της είχε μείνει αναλλοίωτο κανένα από τα χαρακτηριστικά της. Τα μάτια της θολά και αγριεμένα, το πρόσωπό της χλωμό και ζαρωμένο, το στόμα ματωμένο από το γλωσσοδάγκωμά της. Κουνώντας με δυσκολία τη γλώσσα και τα αιματοβαμμένα χείλη της, ψιθύρισε:
- Ακούσατε;… Ο Λάμπρος μας στεφανώθηκε!… Το λέει και ο Μέραρχος! Μόνο που μπέρδεψε το όνομα της νύφης· τη Νίκη και όχι τη Δόξα έγραφε ο Λάμπρος ότι θα έφερνε... Να, το γράμμα το έχω εδώ στον κόρφο μου· λέτε να έχει δυο ονόματα;
Τα μεσάνυχτα εκείνης της βραδιάς το χωριό αναστατώθηκε!... Δεν ήταν αθώες εκείνες οι νύχτες… Από την ψηλότερη ράχη του χωριού ακούγονταν κραυγές μακρόσυρτες και απεγνωσμένες. Μερικές νεαρές κοπέλες αναγνώρισαν τη φωνή της χαροκαμένης μάνας.
- Η κακομοίρα η Γιαννούλα φωνάζει το Λάμπρο της…, είπαν με συμπόνια.
Άκουγε, η δυστυχισμένη, τον αντίλαλο της φωνής της, ανακατεμένο με το βουητό της κατεβασιάς του πλησίον της χειμάρρου και νόμιζε ότι αποκρίνεται ο γιος της!… Κάθε φορά που επέστρεφε στο Νεκροταφείο, έσκυβε στην πλάκα του τάφου και έλεγε:
- Νίκο μου, Κώστα μου, έρχεται ο Λάμπρος μας. Του έκρενα και μου αποκρίθηκε. Άκουσα και μια γυναικεία φωνή. Φαίνεται πως έρχεται με τη Νίκη, τη νύφη μας και με το σόι της. Πρέπει να συγυρίσουμε το σπίτι μας…
Αυτή την ελπίδα ανανέωνε κάθε φορά που άκουγε μέσα στα άγρια μεσάνυχτα την ηχώ της φωνής της. Δεν ήταν όμως λίγες οι φορές που γύριζε αποκαμωμένη και απελπισμένη. Η πυκνή καταχνιά, τα μπουμπουνητά, οι χιονοθύελλες και τα δρολάπια ρουφούσαν τον αντίλαλο και μαζί μ’ αυτόν και τις ελπίδες της.
Μια τέτοια άγρια βραδιά σταμάτησαν απότομα τα μακρόσυρτα ξεφωνητά της Γιαννούλας. «Τα έντονα καιρικά φαινόμενα» έπνιγαν τη φωνή της. Έβαλε τα δυνατά της, φώναζε για ν’ ακουστεί ως το Θεό, αλλά οι χαράδρες και οι ρεματιές δεν απαντούσαν... Το Λάμπροοοο, ουουου, δεν ξανακούστηκε…
Μια εκθαμβωτική αστραπή έφερε το Λάμπρο μπροστά της! Τον είδε να την πλησιάζει απ’ τον γκρεμό με ανοιχτές τις αγκαλιές του! Άνοιξε κι αυτή τις δικές της και τρέχοντας προς το μέρος της οπτασίας γκρεμίστηκε… Το πρωί τη βρήκαν οι χωριανοί της στην πλαγιά του λόφου, ανάμεσα στους θάμνους.
Σε μερικούς μήνες οι χωριανοί υποδέχονταν λίγα-λίγα τα παλικάρια τους. Πολλά ήταν σακατεμένα. Μερικά έλειπαν. Ανάμεσα στους απόντες και ο Λάμπρος... Ο τελευταίος φαντάρος που επέστρεψε, διηγήθηκε τα κατορθώματα του Λάμπρου, λέγοντας: Στην κορυφή ενός ψηλού λόφου της Κορυτσάς, υπάρχει ένας ξύλινος σταυρός που γράφει: «Λόφος λοχία Λάμπρου Λούλα. 20-11-1940». Περνώντας το τάγμα μας από εκεί, ακούστηκε το παράγγελμα του Διοικητή: Προσοχή!... Ο ίδιος χαιρέτησε, γονάτισε, φίλησε το σταυρό και με δάκρυα στα μάτια είπε: «Ο λοχίας Λάμπρος Λούλας ήταν λεοντόκαρδος! Μόνος του κράτησε ολόκληρο λόχο και έσωσε τους άνδρες της Ομάδας του. Όμως, σε λίγο οι οβίδες των κανονιών και οι βόμβες των αεροπλάνων ανάσκαψαν το λόφο. Μια καταματωμένη τσέπη χλαίνης έκρυβε μέσα της την ταυτότητα του λοχία. Μόνο αυτό το σημάδι απέμεινε από το παλικάρι»!...
Τα λόγια αυτά χαράχτηκαν αργότερα στη μαρμάρινη προμετωπίδα της αψίδας που έστησε η Κοινότητα Δαφνοφυλλιωτών στην είσοδο του χωριού. Όλοι άφηναν εκεί ένα λουλούδι και όλοι βούρκωναν μαθαίνοντας τις περιπέτειες, τα ανδραγαθήματα και το ένδοξο τέλος του παλικαριού. Όλοι στο χωριό ένιωθαν περήφανοι για τον λεοντόκαρδο χωριανό τους!
Οι φρικιαστικές, όμως, διηγήσεις για άταφους νεκρούς που βρικολάκιαζαν, για αίμα σκοτωμένων που βογκούσε, για πεθαμένους που ξαναπερνούσαν απ’ όπου είχαν περάσει ζωντανοί και για άλλες τέτοιες λαϊκές δοξασίες, τρόμαζαν τα γυναικόπαιδα και τα έκαναν να κλείνονται στα σπίτια τους πριν σουρουπώσει.
Τέτοιες διηγήσεις τριβέλιζαν το νου δυο ορφανών κοριτσιών και επικαιροποιήθηκαν μέσα τους ένα μαγιάτικο Σαββατόβραδο που πήγαν στο Νεκροταφείο ν’ ανάψουν το καντήλι στον τάφο του πατέρα τους. Είδαν μια σκιά να τρεκλίζει ανάμεσα στα μνήματα και άκουσαν βογκητά και αναθεματισμούς. Τους «κόπηκαν τα ήπατα». Χλωμές απ’ την τρομάρα τους επέστρεψαν τρέχοντας στο σπίτι τους, κλειδαμπαρώθηκαν και, με τρεμάμενη φωνή, άρχισαν να διηγούνται στους δικούς τους τα καθέκαστα.
Ξάφνου, ακούστηκε στο καλντερίμι ξηρός και ασυγχρόνιστος βηματισμός. Κράτησαν όλοι την ανάσα τους και με ανοιχτό το στόμα αφουγκράζονταν…
«Ναι!… Κάποιος πέρασε και τώρα χτυπά την πόρτα του Τηλεγραφητή», είπαν.
- Ποιος είναι; ακούστηκε φοβισμένη η φωνή του κυρ-Αριστείδη.
- Εγώ, ο Λάμπρος Λούλας, αποκρίθηκε ο νυχτερινός επισκέπτης.
- Ο Λάμπρος της Κυρά-Γιαννούλας; ρώτησε ξαφνιασμένος ο νοικάρης τηλεγραφητής.
- Ναι!… Της Γιαννούλας και του… Νίκου, ο αδελφός του…Κώστα, αποκρίθηκε εκείνος. Του άνοιξε, αγκαλιάστηκαν και, μέσα σε αναφιλητά, έσμιξαν τα δάκρυά τους.
- Λάμπρο, δεν μπορείς να φανταστείς πόση χαρά μου δίνεις απόψε! Η επιστροφή σου λιγοστεύει κατά μία τις συμφορές που βρήκαν την οικογένειά σας.
- Τις ξέρω,… τις ξέρω… Μου τις είπαν οι δικοί μου στο Νεκροταφείο απ’ όπου πέρασα για ν’ ανάψω το καντήλι του παππού μου. Πήγα ν’ ανάψω ένα και άναψα τρία!... Ώστε στις 28 του Οκτώβρη!… Εκείνη την καταραμένη μέρα… Η μάνα μου πού είναι; Είναι καλά; Μήπως δεν ακούει; Χτυπούσα στου κωφού την πόρτα;
Πριν προλάβει να απαντήσει ο κυρ-Αριστείδης, ακούστηκε στην εξώπορτα η φωνή του Προέδρου. Περνώντας από εκεί κατάλαβε πως κάτι συμβαίνει στο σπίτι του εργένη Τηλεγραφητή. Όλο το βράδυ δεν έκλεισαν μάτι· ξενύχτισαν κουβεντιάζοντας οι τρεις τους.
Ο Λάμπρος έμαθε λεπτομερώς όλες τις συμφορές της οικογένειάς του και διηγήθηκε και τις δικές του περιπέτειες ως την ώρα που οι βόμβες όργωσαν το λόφο. «Από τότε και για πέντε περίπου μήνες δεν ήξερα ποιος είμαι και πού βρισκόμουν… Πριν δέκα μέρες θυμήθηκα το όνομά μου και το είπα και στους υπεύθυνους του Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης», συμπλήρωσε με λυγμούς.
Το απόγευμα της ίδιας μέρας στον προθάλαμο του Ψυχιατρείου της περιοχής έγινε το θαύμα: Η Γιαννούλα ξαναβρήκε τον εαυτό της! Είδε μπροστά της το Λάμπρο, το καμάρι της! Τον άγγιζε, τον φιλούσε και τη φιλούσε, της μιλούσε και του μιλούσε! Όχι, δεν ήταν οπτασία, δεν ήταν ηχώ… «Ναι…, είναι ο γιος μου, ο Λάμπρος μου!», έλεγε και προσπαθούσε να σιγουρευτεί. Το πρόσωπό της έλαμπε, η όψη της φωτίστηκε και η φωνή της μαλάκωσε. Από το στόμα της έβγαιναν τώρα λέξεις βελούδινες, μελένιες: «Λάμπροοοο, Λάμπρο μου, καμάρι μου, παιδί μου γλυκό», έλεγε και ξαναέλεγε.
Όλοι στο Ψυχιατρείο, γιατροί, νοσοκόμες, υπάλληλοι δεν πίστευαν στα μάτια τους. Ύστερα από προσεκτική ιατρική παρακολούθηση μερικών ημερών και αφού οι γιατροί βεβαιώθηκαν για την πλήρη αποκατάσταση της ψυχικής της υγείας, της έδωσαν εξιτήριό! Μάνα και μονάκριβος πλέον γιος, η αγάπη και η στοργή από τη μια και το στήριγμα και η ελπίδα από την άλλη, γύρισαν σφιχταγκαλιασμένοι στο ρημαγμένο σπιτικό τους.
Οι χωριανοί υποδέχτηκαν με σεβασμό και συμπόνια τα απομεινάρια της σφιχτοδεμένης και αγαπητής σε όλους οικογένειας του Νίκου Λούλα: Δυο ανθρώπους που γύρισαν, όπως γύρισαν, από τον άλλο κόσμο, αφού έζησαν σε όλη του τη φρίκη την κόλαση του πολέμου!... Ο σεβασμός όλων προς τη χαροκαμένη Γιαννούλα ήταν διάχυτος και ο θαυμασμός τους προς το δικό τους παιδί, το λεοντόκαρδο παλικάρι Λάμπρο, ήταν χαραγμένος στην αψίδα που είχαν στήσει στην είσοδο του χωριού, στην οποία προστέθηκαν και οι λέξεις: ΚΑΙ ΟΜΩΣ ΕΙΝΑΙ ΖΩΝΤΑΝΟΣ!
Μόνο οι κρατικές υπηρεσίες είχαν ξεγράψει το Λάμπρο!... Τον έβρισκαν στα κιτάπια τους νεκρό και όταν οι υπάλληλοι τον έβλεπαν μπροστά τους ζωντανό, έφτυναν στον κόρφο τους, έκαναν το σταυρό τους και, πανικόβλητοι, έτρεχαν στον προϊστάμενό τους και μετέδιδαν και σ’ εκείνον τον πανικό τους…
Έτσι, ξεγραμμένος από την Πολιτεία, ζούσε στο χωριό του ο Ήρωας. Και ζούσε με αξιοπρέπεια, βόσκοντας τα λίγα προβατάκια του, που είχαν γλιτώσει από τις βόμβες. Με υπερηφάνεια φορούσε πάντοτε τα «παράσημα» της ανδρείας του. Δεν τα έβαζε ποτέ σε βελούδινες κασετίνες. Και να ήθελε, δεν μπορούσε… Ήταν κολλημένα στο σώμα του! Του έλειπε το ένα μάτι, δεν είχε δάχτυλα στο ζερβί του χέρι και το ένα του πόδι ήταν πολύ πιο κοντό από τ’ άλλο. Ήταν προσωποποίηση των συμφορών του πολέμου και ολοζώντανη αντιπολεμική αφίσα!... Ήταν, όμως, και ζωντανό δείγμα των διαχρονικών εγκλημάτων της ανάλγητης γραφειοκρατίας…
Χρήστος Αρ. Παπακίτσος

* Ψευδώνυμο συμμετοχής στο διαγωνισμό


Δεν υπάρχουν σχόλια: