Η Εθνική Συμφιλίωση
ΤΟΥ ΦΩΤΗ ΜΗΤΣΗ*
Τον διχασμό που ’ναι η κατάρα της φυλής μας, που τον ζήσαμε και τον ζούμε, λες κι έχει φωλιάσει στο δημιουργικό μας είναι –στο D.N.A. μας– τον έχουμε πανάκριβα πληρώσει με θυσίες Εθνικές, με εμφύλιους πολέμους, με αιματοχυσίες και χιλιάδες νεκρούς, με διωγμούς και με καταστροφικές ερημώσεις και με έναν αθεράπευτο τραυματισμό της Ελληνικής ψυχής μας.
Οι λίγες φωνές κι εκκλήσεις για Εθνική συμφιλίωση, ακόμη και στις μέρες μας χάνονται, μέσα στις κραυγές του διχασμού και τη μισαλλοδοξία.
Μια φωτεινή αναλαμπή μ’ έκανε να ανασύρω στο μυαλό μου όλα τούτα. ένα γεγονός που αξίζει κάθε έπαινο και μπορεί να γίνει παράδειγμα για μίμηση.
Διαβάζω στο περιοδικό του Σωτήρη Τουφίδη «ΚΟΝΙΤΣΑ», στο τεύχος Ιουλίου-Αυγούστου 2011, τούτη τη λαμπρή είδηση και τη μεταφέρω –συνοπτικά.
«Στο χωριό Μαυροβούνι του Πωγωνίου (Ηπείρου), εξήντα χρόνια μετά τη λήξη του εμφυλίου 1946-1949, έγιναν τα αποκαλυπτήρια στις 17/7/2011 στην πλατεία του χωριού, ενός απέριττου Μνημείου Εθνικής Συμφιλίωσης στη μνήμη των αδικοχαμένων παιδιών που πότισαν με το νεανικό τους αίμα τα βοσκοτόπια και τους κήπους… Σε μια μαρμάρινη πλάκα με ανάγλυφο σταυρό και με παράσταση της Ελληνικής σημαίας που σκεπάζει το δίκοχο του αντάρτη και τον μπερέ του φαντάρου, δυο μεγάλα ελληνικά χέρια σφίγγονται σε μια ζεστή χειραψία…»
Διαβάζομε:
«ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΠΕΣΟΝΤΩΝ ΣΤΙΣ 25-28.12.1947 ΚΑΙ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΝΕΚΡΟΥΣ ΤΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 1946-1949»
Το συγκινητικό –συγκλονιστικό τούτο κείμενο– τελειώνει με τούτα τα λόγια:
«Οι Μαυροβουνιώτες με πρωτεργάτες τους Κονιτσιώτες, τον Σωτήρη και τη Χρυσάνθη Τουφίδη, τόλμησαν να συμφιλιώσουν τους νεκρούς του εμφυλίου πολέμου στην περιοχή τους αφού –όπως είπαν– τους έβαλαν όλους, ως οικείους, στην καρδιά τους…» Λέγοντας ότι «η Εθνική Συμφιλίωση δεν ζητάει τη λήθη, αλλά απαιτεί την αλληλοσυγχώρεση, θέλει να αποδώσει μεγάλη καρδιά, ευγενική ψυχή, βάλσαμο λόγο και πράξεις γιατρικές…»
Αξίζει ένα μεγάλο «ΕΥΓΕ» στους Μαυροβουνιώτες και στο Σωτήρη και τη Χρυσάνθη Τουφίδη γι’ αυτό που τόλμησαν να κάνουν, κάτι που δεν μπόρεσαν να φθάσουν οι δικοί μας κάτοικοι της Μουργκάνας και οι φορείς του τόπου τόσα χρόνια.
Κι αν κάποιος ισχυρισθεί πως κανείς δεν το ’χει πει τότε, ξεπερνώντας όλους τους δισταγμούς της ταπεινοφροσύνης μου, θα υπενθυμίσω, πως δυο φορές σε μεγάλες συναντήσεις που οργάνωσε η Ομοσπονδία Μουργκάνας με παρουσία τοπικών αρχόντων, έχω προσωπικά μιλήσει γι’ αυτή την ανάγκη Εθνικής Συμφιλίωσης και για αδελφοσύνη κι έχω προτείνει την ανέγερση κοινού Μνημείου σε κάποια αιματοβαμμένη πλαγιά της Μουργκάνας που θα είναι σύμβολο ενότητας και θα εκπέμπει μηνύματα αδελφοσύνης και συναίνεσης κι όχι κραυγές μίσους και διχασμού.
– Η πρώτη φορά που μίλησα γι’ αυτό ήταν τον Αύγουστο του 1987 στη συγκέντρωση στον Τσαμαντά με πρόεδρο τον Βασίλη Τσομπόκη, και μια δεύτερη φορά στο Κεφαλόβρυσο της Λίστας τον Αύγουστο του 1997 και πάλι σ’ ένα μεγαλειώδες αντάμωμα των Θεσπρωτών με πρόεδρο τον Δημήτρη Χήνο.
Παραθέτω αποσπάσματα από την πρώτη ομιλία μου, όπως δημοσιεύθηκε στο βιβλίο μου «Ορόσημα μιας πορείας…», το 2006, και από τη δεύτερη στο Κεφαλόβρυσο, όπως δημοσιεύθηκε στον τοπικό τύπο της εποχής.
– Στο βιβλίο μου γράφω:
«Σε μια σύναξη που οργάνωσε η Ομοσπονδία της Μουργκάνας τον Αύγουστο του 1987 στον Τσαμαντά, με μεγάλη επιτυχία, σε χαιρετισμό που απηύθυνα σ’ ένα πολυπληθές ακροατήριο και παρουσία πολλών κυβερνητικών εκπροσώπων, πρότεινα την ανέγερση κάπου εκεί στη Μουργκάνα μνημείου τιμής στη μνήμη όλων αυτών που έπεσαν στον αγώνα της Εθνικής Αντίστασης, αλλά και της αδελφοκτόνου σφαγής των εμφυλίων συρράξεων 1943-1949. Ένα κοινό Μνημείο, το οποίο να γίνει σύμβολο ενότητας και να στέλνει μήνυμα σ’ όλες τις γωνιές της Ελλάδας και της υφηλίου για εθνική συμφιλίωση, αδελφοσύνη και πανανθρώπινη ειρήνη. Μήνυμα ενάντια στον εθνοκτόνο διχασμό. Αυτό θα ζητούσαν οι χιλιάδες νεκροί μας, όπου κι αν ανήκαν, αν μπορούσαν να μιλήσουν. Η σημασία ενός τέτοιου μνημείου θα ’ταν μεγάλη, γιατί θα προερχόταν από έναν τόπο που πλήρωσε με πολύ βαρύ τίμημα αίματος αυτόν τον διχασμό. Η πρόταση –γράφω– έγινε τότε ενθουσιωδώς δεκτή, χωρίς όμως μέχρι σήμερα να βρει ανταπόκριση και υλοποίηση.»
Επανέλαβα την πρόταση τον Αύγουστο του 1997 στην τελετή τιμητικής διάκρισης που οργάνωσε η Ομοσπονδία Μουργκάνας στο Κεφαλόβρυσο της Λίστας, για μένα, και πάλι όμως χωρίς να βρει ακόμη ανταπόκριση. Κλείνοντας τότε την ομιλία μου είπα:
«… Τελειώνοντας θα ’θελα να επαναλάβω μια πρόταση που και άλλοτε έκανα, για την εκπλήρωση ενός ακόμα χρέους. Για να τιμηθεί η μνήμη αυτών που έπεσαν στον αγώνα της Εθνικής Αντίστασης, αλλά και στην αδελφοκτόνο σφαγή του εμφυλίου, απ’ όποια πλευρά κι αν πολέμησαν, για τα ιδανικά που ο καθένας πίστευε, ας ανεγερθεί ένα κοινό μνημείο, που να γίνει το σύμβολο της ενότητας και που θα εκπέμπει σ’ όλους τους ορίζοντες, το μήνυμα της λήθης για όσα οφείλουμε να ξεχνάμε, και της αδελφοσύνης και της ομόνοιας, γι’ αυτά που πρέπει να κρατάμε και που τόση ανάγκη έχουμε για την προκοπή του τόπου και της πατρίδας μας.»
Έζησα ζωντανά, αυτά τα «σφιγμένα σε χειραψία ελληνικά χέρια», σε μια επίσκεψή μου στον Γράμμο όταν συναντήθηκαν εκεί ο αδελφός μου ο Παναγιώτης –αντάρτης του Δημοκρατικού Στρατού το 1948-1949– με τον τσέλιγκα τον Λάζο Ζώη (Ζήση) –φαντάρο του ελληνικού στρατού την ίδια εποχή, κι όταν αδελφωμένα συζητούσαν και διηγούνταν τις αναμνήσεις τους, στην κορυφή ενός αιματοβαμμένου λόφου, όπου ακόμη υπήρχαν τα συρματοπλέγματα κι οι νάρκες στις πλαγιές. Κι όσο ο τσέλιγκας μας διηγιόταν εγώ τραβήχτηκα στην άκρη του λόφου κι έπεσα σε συλλογισμό. Και τότε έγραψα:
«Τι τραγική μοίρα μας δέρνει αλήθεια. Τι κατάρα είναι αυτή για τη φυλή μας μ’ αυτό τον διχασμό. Έσκυψα, μάζεψα λίγα αγριολούλουδα και τα εναπόθεσα πάνω στον βράχο. Ήταν μια κίνηση αυθόρμητη που μου βγήκε μέσα από την ψυχή μου με μεγάλο πόνο.
Ο Λάζος με τον αδελφό μου τον Παναγιώτη, συνομήλικοι περίπου, συζητούσαν. ο ένας την εποχή του εμφυλίου υπηρετούσε στον στρατό κι ήταν εκεί κάπου στην Αετομηλίτσα, ο άλλος ήταν στον Δημοκρατικό Στρατό κι ήταν κι αυτός, σε κάποια πλαγιά, στο Κάμενικ.
Οι διηγήσεις κι οι αναμνήσεις τους ήταν ανατριχιαστικές. Και τότε σκέφτηκα. αν όλα τούτα τα παλικάρια που ’ναι θαμμένα σ’ αυτούς τους λόφους σήμερα ζούσαν και βρίσκονταν εδώ, θα συζητούσαν όμορφα κι αδελφωμένα, όπως ο Λάζος με τον Παναγιώτη. Γιατί τίποτα δεν τους χώριζε. Γιατί αλήθεια τότε χύθηκε τόσο αίμα; Αρκεί σήμερα να λέμε μόνο, ότι ήταν ένα τραγικό λάθος ο Εμφύλιος; Κι αυτοί που θυσιάσθηκαν; Και τι είναι αυτό που θα μας αποτρέψει στο μέλλον από διχασμούς και από παρόμοιους αδελφοκτόνους σπαραγμούς; Πώς αυτή η ανάγκη της αδελφοσύνης του Παναγιώτη και του Λάζου που ποτέ δεν ένιωσαν μεταξύ τους εχθροί, θα γίνει μήνυμα παντοτινό για να φθάσει στην κάθε γωνιά, στην κάθε Κυβέρνηση, στην κάθε Βουλή; Δεν θα ’ταν καλύτερα εδώ επάνω στα 2000 μ. να έχει στηθεί ένα ΚΟΙΝΟ ΜΝΗΜΕΙΟ για όλους όσοι έπεσαν μαχόμενοι ή σφαγιάσθηκαν, στο ένα ή στο άλλο στρατόπεδο, ένα μνημείο που να εκπέμπει αυτό το μήνυμα συμφιλίωσης κι αδελφοσύνης; Αυτή η φωνή του λαού που έζησε την τραγωδία και που εκφράζει το μεγάλο πόθο της συμφιλίωσης και της ειρήνης. πότε θα ακουστεί χωρίς κηρύγματα, μίσος και διχόνοια;
Είναι αλήθεια ότι μνημεία στήθηκαν στον Γράμμο –όπως και στη Μουργκάνα– για να τιμάται η μνήμη αυτών που έπεσαν, των νικητών. Έτσι για χρόνια αντί για μηνύματα συμφιλίωσης ακούγονται μόνο κραυγές μισαλλοδοξίας κι αναζωπυρώνεται η διχόνοια…»
Τώρα το μήνυμα έρχεται από το Μαυροβούνι. είναι καιρός η Εθνική Συμφιλίωση –ανεξάρτητα απ’ ό,τι ο καθένας πιστεύει και ψηφίζει– να γίνει σημαία. Είναι προσταγή της ιστορίας του Έθνους μας και το μεγάλο χρέος για την επιβίωσή μας και για την κληρονομιά που θα δώσουμε στις γενιές που μας διαδέχονται. είναι καθήκον για την ανόρθωσή μας από τα αδιέξοδα και τον ευτελισμό που έχομε περιπέσει και για τα οποία μια από τις αιτίες είναι η διχόνοια και ο διχασμός.
Το Μνημείο της Εθνικής Συμφιλίωσης που στήθηκε στο Πωγώνι από τους Μαυροβουνιώτες και τους Κονιτσιώτες –δοκιμασμένους απ’ τη δίνη του διχασμού και της ερήμωσης– με τα σφιγμένα σε μια ζεστή αχώριστη χειραψία ελληνικά χέρια είναι ένα μνημείο «γεμάτο με ιστορικό νόημα» –όπως τόσο γλαφυρά γράφει ο αρθρογράφος του περιοδικού Β. Τσιαλιαμάνης– ας γίνει παράδειγμα κι ορόσημο…
*Ο Φώτης Μήτσης είναι ομότιμος καθηγητής πρώην Πρύτανης του Πανεπιστήμιου Αθηνών. Από το Φοινίκι Θεσπρωτίας.
Τον διχασμό που ’ναι η κατάρα της φυλής μας, που τον ζήσαμε και τον ζούμε, λες κι έχει φωλιάσει στο δημιουργικό μας είναι –στο D.N.A. μας– τον έχουμε πανάκριβα πληρώσει με θυσίες Εθνικές, με εμφύλιους πολέμους, με αιματοχυσίες και χιλιάδες νεκρούς, με διωγμούς και με καταστροφικές ερημώσεις και με έναν αθεράπευτο τραυματισμό της Ελληνικής ψυχής μας.
Οι λίγες φωνές κι εκκλήσεις για Εθνική συμφιλίωση, ακόμη και στις μέρες μας χάνονται, μέσα στις κραυγές του διχασμού και τη μισαλλοδοξία.
Μια φωτεινή αναλαμπή μ’ έκανε να ανασύρω στο μυαλό μου όλα τούτα. ένα γεγονός που αξίζει κάθε έπαινο και μπορεί να γίνει παράδειγμα για μίμηση.
Διαβάζω στο περιοδικό του Σωτήρη Τουφίδη «ΚΟΝΙΤΣΑ», στο τεύχος Ιουλίου-Αυγούστου 2011, τούτη τη λαμπρή είδηση και τη μεταφέρω –συνοπτικά.
«Στο χωριό Μαυροβούνι του Πωγωνίου (Ηπείρου), εξήντα χρόνια μετά τη λήξη του εμφυλίου 1946-1949, έγιναν τα αποκαλυπτήρια στις 17/7/2011 στην πλατεία του χωριού, ενός απέριττου Μνημείου Εθνικής Συμφιλίωσης στη μνήμη των αδικοχαμένων παιδιών που πότισαν με το νεανικό τους αίμα τα βοσκοτόπια και τους κήπους… Σε μια μαρμάρινη πλάκα με ανάγλυφο σταυρό και με παράσταση της Ελληνικής σημαίας που σκεπάζει το δίκοχο του αντάρτη και τον μπερέ του φαντάρου, δυο μεγάλα ελληνικά χέρια σφίγγονται σε μια ζεστή χειραψία…»
Διαβάζομε:
«ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΠΕΣΟΝΤΩΝ ΣΤΙΣ 25-28.12.1947 ΚΑΙ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΝΕΚΡΟΥΣ ΤΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 1946-1949»
Το συγκινητικό –συγκλονιστικό τούτο κείμενο– τελειώνει με τούτα τα λόγια:
«Οι Μαυροβουνιώτες με πρωτεργάτες τους Κονιτσιώτες, τον Σωτήρη και τη Χρυσάνθη Τουφίδη, τόλμησαν να συμφιλιώσουν τους νεκρούς του εμφυλίου πολέμου στην περιοχή τους αφού –όπως είπαν– τους έβαλαν όλους, ως οικείους, στην καρδιά τους…» Λέγοντας ότι «η Εθνική Συμφιλίωση δεν ζητάει τη λήθη, αλλά απαιτεί την αλληλοσυγχώρεση, θέλει να αποδώσει μεγάλη καρδιά, ευγενική ψυχή, βάλσαμο λόγο και πράξεις γιατρικές…»
Αξίζει ένα μεγάλο «ΕΥΓΕ» στους Μαυροβουνιώτες και στο Σωτήρη και τη Χρυσάνθη Τουφίδη γι’ αυτό που τόλμησαν να κάνουν, κάτι που δεν μπόρεσαν να φθάσουν οι δικοί μας κάτοικοι της Μουργκάνας και οι φορείς του τόπου τόσα χρόνια.
Κι αν κάποιος ισχυρισθεί πως κανείς δεν το ’χει πει τότε, ξεπερνώντας όλους τους δισταγμούς της ταπεινοφροσύνης μου, θα υπενθυμίσω, πως δυο φορές σε μεγάλες συναντήσεις που οργάνωσε η Ομοσπονδία Μουργκάνας με παρουσία τοπικών αρχόντων, έχω προσωπικά μιλήσει γι’ αυτή την ανάγκη Εθνικής Συμφιλίωσης και για αδελφοσύνη κι έχω προτείνει την ανέγερση κοινού Μνημείου σε κάποια αιματοβαμμένη πλαγιά της Μουργκάνας που θα είναι σύμβολο ενότητας και θα εκπέμπει μηνύματα αδελφοσύνης και συναίνεσης κι όχι κραυγές μίσους και διχασμού.
– Η πρώτη φορά που μίλησα γι’ αυτό ήταν τον Αύγουστο του 1987 στη συγκέντρωση στον Τσαμαντά με πρόεδρο τον Βασίλη Τσομπόκη, και μια δεύτερη φορά στο Κεφαλόβρυσο της Λίστας τον Αύγουστο του 1997 και πάλι σ’ ένα μεγαλειώδες αντάμωμα των Θεσπρωτών με πρόεδρο τον Δημήτρη Χήνο.
Παραθέτω αποσπάσματα από την πρώτη ομιλία μου, όπως δημοσιεύθηκε στο βιβλίο μου «Ορόσημα μιας πορείας…», το 2006, και από τη δεύτερη στο Κεφαλόβρυσο, όπως δημοσιεύθηκε στον τοπικό τύπο της εποχής.
– Στο βιβλίο μου γράφω:
«Σε μια σύναξη που οργάνωσε η Ομοσπονδία της Μουργκάνας τον Αύγουστο του 1987 στον Τσαμαντά, με μεγάλη επιτυχία, σε χαιρετισμό που απηύθυνα σ’ ένα πολυπληθές ακροατήριο και παρουσία πολλών κυβερνητικών εκπροσώπων, πρότεινα την ανέγερση κάπου εκεί στη Μουργκάνα μνημείου τιμής στη μνήμη όλων αυτών που έπεσαν στον αγώνα της Εθνικής Αντίστασης, αλλά και της αδελφοκτόνου σφαγής των εμφυλίων συρράξεων 1943-1949. Ένα κοινό Μνημείο, το οποίο να γίνει σύμβολο ενότητας και να στέλνει μήνυμα σ’ όλες τις γωνιές της Ελλάδας και της υφηλίου για εθνική συμφιλίωση, αδελφοσύνη και πανανθρώπινη ειρήνη. Μήνυμα ενάντια στον εθνοκτόνο διχασμό. Αυτό θα ζητούσαν οι χιλιάδες νεκροί μας, όπου κι αν ανήκαν, αν μπορούσαν να μιλήσουν. Η σημασία ενός τέτοιου μνημείου θα ’ταν μεγάλη, γιατί θα προερχόταν από έναν τόπο που πλήρωσε με πολύ βαρύ τίμημα αίματος αυτόν τον διχασμό. Η πρόταση –γράφω– έγινε τότε ενθουσιωδώς δεκτή, χωρίς όμως μέχρι σήμερα να βρει ανταπόκριση και υλοποίηση.»
Επανέλαβα την πρόταση τον Αύγουστο του 1997 στην τελετή τιμητικής διάκρισης που οργάνωσε η Ομοσπονδία Μουργκάνας στο Κεφαλόβρυσο της Λίστας, για μένα, και πάλι όμως χωρίς να βρει ακόμη ανταπόκριση. Κλείνοντας τότε την ομιλία μου είπα:
«… Τελειώνοντας θα ’θελα να επαναλάβω μια πρόταση που και άλλοτε έκανα, για την εκπλήρωση ενός ακόμα χρέους. Για να τιμηθεί η μνήμη αυτών που έπεσαν στον αγώνα της Εθνικής Αντίστασης, αλλά και στην αδελφοκτόνο σφαγή του εμφυλίου, απ’ όποια πλευρά κι αν πολέμησαν, για τα ιδανικά που ο καθένας πίστευε, ας ανεγερθεί ένα κοινό μνημείο, που να γίνει το σύμβολο της ενότητας και που θα εκπέμπει σ’ όλους τους ορίζοντες, το μήνυμα της λήθης για όσα οφείλουμε να ξεχνάμε, και της αδελφοσύνης και της ομόνοιας, γι’ αυτά που πρέπει να κρατάμε και που τόση ανάγκη έχουμε για την προκοπή του τόπου και της πατρίδας μας.»
Έζησα ζωντανά, αυτά τα «σφιγμένα σε χειραψία ελληνικά χέρια», σε μια επίσκεψή μου στον Γράμμο όταν συναντήθηκαν εκεί ο αδελφός μου ο Παναγιώτης –αντάρτης του Δημοκρατικού Στρατού το 1948-1949– με τον τσέλιγκα τον Λάζο Ζώη (Ζήση) –φαντάρο του ελληνικού στρατού την ίδια εποχή, κι όταν αδελφωμένα συζητούσαν και διηγούνταν τις αναμνήσεις τους, στην κορυφή ενός αιματοβαμμένου λόφου, όπου ακόμη υπήρχαν τα συρματοπλέγματα κι οι νάρκες στις πλαγιές. Κι όσο ο τσέλιγκας μας διηγιόταν εγώ τραβήχτηκα στην άκρη του λόφου κι έπεσα σε συλλογισμό. Και τότε έγραψα:
«Τι τραγική μοίρα μας δέρνει αλήθεια. Τι κατάρα είναι αυτή για τη φυλή μας μ’ αυτό τον διχασμό. Έσκυψα, μάζεψα λίγα αγριολούλουδα και τα εναπόθεσα πάνω στον βράχο. Ήταν μια κίνηση αυθόρμητη που μου βγήκε μέσα από την ψυχή μου με μεγάλο πόνο.
Ο Λάζος με τον αδελφό μου τον Παναγιώτη, συνομήλικοι περίπου, συζητούσαν. ο ένας την εποχή του εμφυλίου υπηρετούσε στον στρατό κι ήταν εκεί κάπου στην Αετομηλίτσα, ο άλλος ήταν στον Δημοκρατικό Στρατό κι ήταν κι αυτός, σε κάποια πλαγιά, στο Κάμενικ.
Οι διηγήσεις κι οι αναμνήσεις τους ήταν ανατριχιαστικές. Και τότε σκέφτηκα. αν όλα τούτα τα παλικάρια που ’ναι θαμμένα σ’ αυτούς τους λόφους σήμερα ζούσαν και βρίσκονταν εδώ, θα συζητούσαν όμορφα κι αδελφωμένα, όπως ο Λάζος με τον Παναγιώτη. Γιατί τίποτα δεν τους χώριζε. Γιατί αλήθεια τότε χύθηκε τόσο αίμα; Αρκεί σήμερα να λέμε μόνο, ότι ήταν ένα τραγικό λάθος ο Εμφύλιος; Κι αυτοί που θυσιάσθηκαν; Και τι είναι αυτό που θα μας αποτρέψει στο μέλλον από διχασμούς και από παρόμοιους αδελφοκτόνους σπαραγμούς; Πώς αυτή η ανάγκη της αδελφοσύνης του Παναγιώτη και του Λάζου που ποτέ δεν ένιωσαν μεταξύ τους εχθροί, θα γίνει μήνυμα παντοτινό για να φθάσει στην κάθε γωνιά, στην κάθε Κυβέρνηση, στην κάθε Βουλή; Δεν θα ’ταν καλύτερα εδώ επάνω στα 2000 μ. να έχει στηθεί ένα ΚΟΙΝΟ ΜΝΗΜΕΙΟ για όλους όσοι έπεσαν μαχόμενοι ή σφαγιάσθηκαν, στο ένα ή στο άλλο στρατόπεδο, ένα μνημείο που να εκπέμπει αυτό το μήνυμα συμφιλίωσης κι αδελφοσύνης; Αυτή η φωνή του λαού που έζησε την τραγωδία και που εκφράζει το μεγάλο πόθο της συμφιλίωσης και της ειρήνης. πότε θα ακουστεί χωρίς κηρύγματα, μίσος και διχόνοια;
Είναι αλήθεια ότι μνημεία στήθηκαν στον Γράμμο –όπως και στη Μουργκάνα– για να τιμάται η μνήμη αυτών που έπεσαν, των νικητών. Έτσι για χρόνια αντί για μηνύματα συμφιλίωσης ακούγονται μόνο κραυγές μισαλλοδοξίας κι αναζωπυρώνεται η διχόνοια…»
Τώρα το μήνυμα έρχεται από το Μαυροβούνι. είναι καιρός η Εθνική Συμφιλίωση –ανεξάρτητα απ’ ό,τι ο καθένας πιστεύει και ψηφίζει– να γίνει σημαία. Είναι προσταγή της ιστορίας του Έθνους μας και το μεγάλο χρέος για την επιβίωσή μας και για την κληρονομιά που θα δώσουμε στις γενιές που μας διαδέχονται. είναι καθήκον για την ανόρθωσή μας από τα αδιέξοδα και τον ευτελισμό που έχομε περιπέσει και για τα οποία μια από τις αιτίες είναι η διχόνοια και ο διχασμός.
Το Μνημείο της Εθνικής Συμφιλίωσης που στήθηκε στο Πωγώνι από τους Μαυροβουνιώτες και τους Κονιτσιώτες –δοκιμασμένους απ’ τη δίνη του διχασμού και της ερήμωσης– με τα σφιγμένα σε μια ζεστή αχώριστη χειραψία ελληνικά χέρια είναι ένα μνημείο «γεμάτο με ιστορικό νόημα» –όπως τόσο γλαφυρά γράφει ο αρθρογράφος του περιοδικού Β. Τσιαλιαμάνης– ας γίνει παράδειγμα κι ορόσημο…
*Ο Φώτης Μήτσης είναι ομότιμος καθηγητής πρώην Πρύτανης του Πανεπιστήμιου Αθηνών. Από το Φοινίκι Θεσπρωτίας.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου