Αιμίλιος Βεάκης, ένας κομμουνιστής υμνητής του Μεταξά

Η Ιστορία δεν παραγράφεται ακόμη κι όταν είναι ενοχλητική. Μπορεί να είναι πολλοί αυτοί που θα αιφνιδιαστούν αρνητικά με το ποίημα του Αιμίλιου Βεάκη για τον Ιωάννη Μεταξά – όμως ο Βεάκης είναι ο Βεάκης και ο Μεταξάς είναι ο Μεταξάς. Αν το φέρνουμε στην επιφάνειεα είναι περισσότερο για να προβληματιστούμε σε σχέση με μια εποχή που δημιουργούσε τέτοιου είδους συμπτώματα – κυρίως όμως για να κατανοήσουμε ότι ακόμη και μια μέγιστη προσωπικότητα μπορεί να παραπλανηθεί.

Κι ήταν μέγιστη προσωπικότητα ο Βεάκης, φτάνει να θυμηθούμε την Κατίνα Παξινού που είχε πει μετά την αποδημία του: «Πέθανε ο μεγαλύτερος ηθοποιός του τόπου μας. Ο μεγαλύτερος μέσα σε άντρες και γυναίκες. Πόσα μάθαμε από αυτόν τον μεγάλο δάσκαλο της τέχνης». Για να προσθέσει η ίδια πως είχε δει στο «Ολντ Βικ» τον Λόρενς Ολίβιε να κρατάει στο καμαρίνι του τη μάσκα του Βεάκη στον «Βασιλιά Λιρ». Aλλά όπως ακριβώς συμβαίνει με όλους τους μεγάλους, η τεράστια αναγνώριση του Βεάκη συνυπήρξε με την απογοήτευση και όχι σπάνια την οδύνη που πάντα προκαλεί ο φθονερός περίγυρος των μέτριων και των ασήμαντων

Για να φτάνει ως απόηχος σε μια επαρχιακή πόλη τη δεκαετία του '50 το γεγονός ότι ο αθηναίος θείος ενός μικρού παιδιού, όντας κομμουνιστής, συμμετείχε σε μια πορεία των κομμουνιστών προς το Γαλάτσι με παρόντα τον Αιμίλιο Βεάκη, αντιλαμβάνεται κανείς το κύρος που διέθετε ο ηθοποιός αυτός. Για να μεταλλαχθεί το κύρος αυτό - αισθητότατο όσο ζούσε - σε έναν ύμνο όπως τον συνέθεσαν, μετά τον θάνατό του, τα κείμενα, οι λόγοι, οι μαρτυρίες και οι αφηγήσεις, συναδέλφων του ηθοποιών, σκηνοθετών, ποιητών και πεζογράφων. Με λίγα λόγια, σύνολης της πνευματικής και καλλιτεχνικής Ελλάδας.

Σαν να έγινε κατά κάποιον τρόπο η αναφορά στην προσωπικότητα και το έργο του Αιμίλιου Βεάκη ένα αποδεικτικό στοιχείο της υψηλοφροσύνης που διέθετε όποιος καταπιανόνταν μαζί του. Ή ακόμη ένα είδος εξιλασμού για τις περιπέτειες και τα δεινά που είχε υποστεί σε μάκρος χρόνων πολλών λόγω της πολιτικής του τοποθέτησης η εμβληματική αυτή μορφή του θεάτρου. Φαίνεται όμως πως για να κληροδοτηθεί ως παραμύθι στους μεταγενέστερους η ζωή ενός ανθρώπου, πρέπει να έχει υπάρξει δραματική. Λέγεται συχνά ότι «οι ευτυχισμένοι άνθρωποι δεν έχουν ιστορία». Και οι πολλές και διαφορετικές φάσεις του Βεάκη αυτό ακριβώς πιστοποιούν: την ύπαρξη μιας ζωής εξόχως δραματικής, που οι τόσοι σκηνικοί του θρίαμβοι και η ομόθυμη αναγνώρισή του από όλους τους άλλους απλώς μεγάλωναν την πίκρα του.

Πότε όμως αρχίζει να γίνεται γνωστός ο Βεάκης, ο πιο πλούσιος υποκριτικά ηθοποιός - κατά τον Γιώργο Παπά - που γνώρισε το θέατρό μας μέσα στα 156 χρόνια της ζωής του; Ο ηθοποιός, που το πιο αποτελεσματικό του όπλο υπήρξε, κατά τον Διονύσιο Ρώμα, η «χαλκόχρυση» φωνή του. Σαφώς και δεν μπορούμε να θεωρήσουμε το έτος 1900, όταν δηλαδή συναντάμε το όνομά του τον Ιούλιο της χρονιάς αυτής στις εξετάσεις που διενεργεί η Δραματική Σχολή του Βασιλικού Θεάτρου. Αν και το 1884 θα πρέπει να θεωρείται μάλλον καθυστερημένος ως χρόνος γέννησής του, το 1901 συγκαταλέγεται στα μέλη ενός θιάσου που παίζει στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών και αργότερα στο Θέατρο Νεαπόλεως επί της οδού Ιπποκράτους.
Το πρόγραμμα του θιάσου που αλλάζει πολύ συχνά περιλαμβάνει τα έργα «Φίλος των γυναικών» του Δουμά, «Τα μήλα του γείτονα» του Σαρντού, «Να τα λέμε;» του Λαμπίς, «Κόμισα Ρομάνι» του Δελαζέν. Στη συνέχεια ο Βεάκης θα χαθεί για δεκατρία χρόνια από την αθηναϊκή σκηνή περιοδεύοντας στην επαρχία. Αιτία υπήρξε η σχέση του με μια γυναίκα - ηθοποιό, τη Μαίρη Βεάκη. Η φήμη όμως της αξίας του πετούσε από την επαρχία στην Αθήνα και, αφού θα στρατευθεί το 1912, με την έναρξη του Ελληνοτουρκικού Πολέμου, το 1914 θα εγκατασταθεί στην Αθήνα συνεργαζόμενος με τα δύο μεγάλα θεατρικά συγκροτήματα της εποχής, της Κοτοπούλη και της Κυβέλης.

Για να ακολουθήσει από το 1914 ώς το 1951, όταν φεύγει από τη ζωή, μια πορεία που την γκάμα της ο αυστηρός αλλά δίκαιος Αγγελος Τερζάκης τη διατυπώνει σε ένα επιμνημόσυνο κείμενό του με τα παρακάτω λόγια: «Αρχιζε από την αττική τραγωδία και έφθανε στην νεοελληνική ηθογραφία, από το νατουραλιστικό δράμα στην κλασική κωμωδία. Χειριζόταν με άπειρη δεξιοτεχνία όλα τα είδη του δραματικού θεάτρου δίχως εξαίρεση ο Βεάκης. Παίζοντας στο ελεύθερο θέατρο, είχε κινηθεί από την βουλβαρδιέρικη κωμωδία ώς τη φάρσα. Το "Εθνικό Θέατρο" τού έδωσε την ευκαιρία να σταθεί στο βάθρο που του ταίριαζε. Σπάνια ιδιοφυΐα, προικισμένη με όλα τα εφόδια περιεχομένου και μορφής που μπορεί ποτέ να συμπέσουν σε ένα και το ίδιο πρόσωπο. Αν ζούσε σ' άλλη, μεγαλύτερη χώρα, και είχε για μητρική του γλώσσα μια από τις σήμερα παγκόσμιες, θα ήταν αστέρι πρώτου μεγέθους στον διεθνή καλλιτεχνικό ορίζοντα. Εδώ, έλαμψε, μα και πέρασε δύσκολες ώρες. Αυτό δεν εμποδίζει να στέκεται στο καλλιτεχνικό μας πάνθεον μορφή μυθική. Το όνομά του έχει γίνει κιόλας θρύλος».
Πώς συνδυάζεται όμως το όνομα του κομμουνιστή Αιμίλιου Βεάκη με το όνομα του Ιωάννη Μεταξά; Πώς γίνεται ο καλλιτέχνης αυτός που δεινοπάθησε για τις ιδέες του να υμνήσει τον δικτάτορα της 4ης Αυγούστου; Τι τον ώθησε να γράψει το ποίημα «Θρήνοι και κλάψες όχι, στη θανή σου», όταν το ίδιο το θέατρο τον είχε αρνηθεί σε βαθμό που να μην βρίσκει δουλειά λόγω της ιδεολογίας του, ώς τη στιγμή που τον αγκάλιασε η πραγματικά μεγάλη κυρία του θεάτρου, η Κυρία Κατερίνα;

Ας διαβάσουμε όμως πρώτα το ίδιο το ποίημα:

«Θρήνοι και κλάψες όχι,
στη θανή σου,
Νίκης πολεμικά μονάχα
θούρια!
Μέσα μας παιάνες θ' αντηχά
η φωνή σου,
φτερούγισμα καινούριο,
ορμή καινούρια.

Ο θάνατός σου εσφράγισε
τη Νίκη
με φωτεινή ακατάλυτη
σφραγίδα.
Μεσημεριού λαμπράδα
η αμφιλύκη!
Κ' είν' έργο πια το που ήταν
πριν ελπίδα.

Στη σκοτεινιά δεν έσβυσε
το φως σου.
Οραμα φωτεινό μπροστά του
απλώθη:
Θρίαμβος των όπλων - νίκη!
- ο στοχασμός σου,
φυλής αναστημένης
αιώνιος πόθος.

Ακόμα και στις ύστερες
στιγμές σου,
στην ύστατη που
σε φωτούσε αχτίδα,
Δεν νοιάστηκες για σένα.
Οι Ελληνές σου
στερνή σου ανάσα και
στερνή σου ελπίδα.

Εργο σου νικηφόρο
να κορώσεις
την εθνική ψυχή, πυρή
λαμπάδα,
και στις μελλούμενες γενιές
να δώσεις
ασύγκριτη μια δοξασμένη
Ελλάδα.

Θρήνοι και κλάψες για
το θάνατό σου
δε στέκουν, όχι,
εσέ δε σου ταιριάζουν.
Θούρια μονάχα ο νικητής
στρατός σου
και του λαού τα πλήθη
ας αλαλάζουν.»


Υπάρχει ένας ή μάλλον δύο τρόποι να βλέπουμε τα πράγματα. Ο ένας τρόπος είναι να τα αποτιμούμε σύμφωνα με το ήθος και το ύφος της στιγμής όπου συνέβησαν. Ο δεύτερος αναφέρεται στη θεώρησή τους, όταν κανείς πια πρωταγωνιστής ή κομπάρσος, που συνέδραμε στην εξέλιξή τους, δεν υπάρχει στη ζωή. Οσο χρεοκοπημένος είναι ο πρώτος όσον αφορά μια απαραίτητη μορφή αμεροληψίας άλλο τόσο απάνθρωπος μπορεί να ηχήσει ο δεύτερος.
Ακόμα και με το μέτρο της στιγμής που γραφόταν το ποίημα, στις αρχές του 1941 (ο Μεταξάς πέθανε στις 29 Ιανουαρίου), σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να αγανακτήσει κανείς, όπως αγανακτεί με τα κείμενα για τον Μεταξά της Μαρίκας Κοτοπούλη, του Μανώλη Καλομοίρη, του Σπύρου Μελά, του Μ. Καραγάτση, του Κωστή Μπαστιά, του Πέτρου Χάρη. Χωρίς να μπορεί να τους κατηγορήσει κανείς για ιδεολογικό τυχοδιωκτισμό, ωστόσο ήταν καλλιτέχνες και πνευματικοί δημιουργοί με μια διάθεση συμβιβασμού ακόμη και σε εκτροχιασμένες περιόδους πολιτικής ζωής. Προπαντός σε σχέση με τη δωρικότητα του Αιμίλιου Βεάκη. Φτάνει να διαβάσουμε με προσοχή το κείμενο που κατέθεσε, μετά την ανάκρισή του, στις 27 Μαρτίου του 1945.

«Προς τον κύριον ανακριτήν παρά τω Γ' αστυνομικώ τμήματι…
Κατά την χθεσινήν ανάκρισίν μου εζητήσατε να σας καθορίσω δι' υπομνήματος την ιδεολογία μου. Ιδού, αυτή: για να αποκτήσω τις πνευματικές ικανότητες που απαιτεί η τέχνη μου, είχα χρέος να μελετήσω εντατικά την Ζωή. Προσπάθησα με στοχαστική παρατηρητικότητα να αποκτήσω σαφή γνώση των προβλημάτων που δημιουργούν την ευτυχία ή την δυστυχία του ανθρώπου. Εμαθα να αναζητώ τους καημούς της ανθρώπινης καρδιάς και να ξεχωρίζω το εσωτερικό δράμα του ανθρώπου, τόσο στη σχέση του με το κοινωνικό σύνολο, όσο και με την ατομική του ύπαρξη, τη συνείδησή του. Ετσι αισθάνθηκα μέσα μου ολόφωτα εκδηλωμένη την αγάπη του ανθρώπου. Πιστεύω πως εκείνο που μπορεί να κάνει τον άνθρωπο να βρει τη γαλήνη της ψυχής, την ευτυχία, είναι να αποκτήσει με τη μόρφωση τη δυνατότητα να αντικρίζει θαρρετά το φως της αλήθειας και γερά ερματισμένος από τη γνώση του Ορθού, του Καλού και του Δικαίου, να μπορεί μόνος του να κρατεί το τιμόνι της ζωής του στη σωστή ρότα που χάραξε, χωρίς φόβο να τον παρασύρουν οι πλανεροί άνεμοι…».

Δεν γίνεται όμως παρ'όλα αυτά να μην αναρωτηθούμε όσον αφορά την «παρεκτροπή» του Βεάκη με τον Μεταξά. Να παραμερίστηκε άραγε προσωρινά ο Μεταξάς (μέσω του υπουργού του Μανιαδάκη) «του πάγου και του ρετσινόλαδου» και να επικράτησε η εικόνα του ανθρώπου που τρεις μήνες πριν από τον θάνατό του αντέταξε το «Οχι» στους Ιταλούς; Να αφορούσε μήπως τον Μεταξά που, κατά τον Παντελή Πρεβελάκη, «δεν αρνήθηκε ποτέ οτιδήποτε του ζητήθηκε για την προστασία και την προαγωγή της ελληνικής τέχνης», ενώ «υπήρξε συνάμα στα ζητήματα της τέχνης εντελώς ανεξίθρησκος»; Να ήταν μήπως για τον αποφασιστικό δημοτικιστή που έγραψε ανάμεσα σε άλλα: «Η γλώσσα πολλών καθαρευουσιάνων ενθυμίζει μία χωριάτισσα που θέλει να κάνει την κυρία, η δε γλώσσα πολλών δημοτικιστών είναι μία κυρία που της αρέσει να κάνει την χωριάτισσα».
Ομως δεν έχει παρά να διαβάσει κανείς δυο εγγραφές από το «Ημερολόγιο» του Βεάκη το 1941 για να εννοήσει πως το ποίημα «Θρήνοι και κλάψες όχι, στη θανή του» κάθε άλλο παρά για τον δικτάτορα θα μπορούσε να είναι. Γράφει: «Τηλεφωνώ στον Φελίτση στο θέατρο. "Τι γίνεται;" τον ρωτώ. Και παίρνω αυτή την απάντηση: "Βγείτε να δείτε την Ακρόπολη και να καταλάβετε τι γίνεται". Βγαίνω στο μπαλκόνι μου και βλέπω: ο Αγκυλωτός Σταυρός κυματίζει μπροστά στον Παρθενώνα, στο ίδιο κοντάρι που ώς χθες κυμάτιζε η ελληνική σημαία. Δεν μπορώ να πω τι νιώθω. Ενα κενό, ένα βουβό κενό μέσα μου […] Από τις 16 έως τις 27 Ιουλίου παίζω τον Οιδίποδα στο Ωδείο Ηρώδου. Την Τρίτη 29, στις εφτά το πρωί με συλλαμβάνουν οι Ιταλοί ως επικίνδυνο προπαγανδιστή και με κλείνουν στις φυλακές Αβέρωφ χωρίς απολογία ή ανάκριση».
Αλλωστε 73 χρόνια μετά τον θάνατο του Μεταξά οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι ο περιλάλητος δικτάτορας έχει καταλήξει σε μια αμφισβητούμενη φυσιογνωμία ώστε να χρειάζεται η αναψηλάφισή της, όπως απεφάνθη πρόσφατα ένας προοδευτικός άνθρωπος του θεάτρου.

Επιπλέον, η αναφορά του ονόματος του Μεταξά στο «Τρίτο στεφάνι» του Κώστα Ταχτσή καθώς συνδυάζεται με μια από τις πιο ουσιαστικές και ειδυλλιακές σκηνές του βιβλίου κάθε άλλο παρά σε έναν Μεταξά - τύραννο παραπέμπει. Θα έλεγε κανείς πως μιλάει για έναν Μεταξά ως μια αρνητικά προκλητική σφήνα στην πολιτική ζωή της Ελλάδας, αλλά καταλυτικό προκειμένου να εξαρθεί η σημασία της ιδιωτείας, σε σχέση με την ηρωίδα του Νίνα, παρά να υπογραμμιστούν τα δύστηνα χρόνια της δικτατορίας.

Θανάσης Θ. Νιάρχος


Δεν υπάρχουν σχόλια: