Στην πραγματικότητα όμως, ο Κάιτελ έβαλε την υπογραφή του στο έγγραφο μια μέρα αργότερα, στις 9 Μαΐου, συνυπογράφοντας ουσιαστικά ό,τι είχε υπογράψει μια μέρα νωρίτερα, στις 7 Μαΐου, στη γαλλική Ρενς ο αρχηγός του Επιτελείου Επιχειρήσεων της Ανώτατης Διοίκησης της Βέρμαχτ Άλφρεντ Γιοντλ. Η συνθηκολόγηση προέβλεπε τον άμεσο τερματισμό των εχθροπραξιών στις 8 Μαΐου, από τις 11.01 μμ.
Έπειτα από τις πιέσεις του Στάλιν όμως, εκδοχή που τελικώς επικράτησε, η όλη διαδικασία έπρεπε να επαναληφθεί στο Βερολίνο καθώς στη Ρενς δεν υπήρχε εκπρόσωπος του σοβιετικού στρατού. «Αναμφίβολα έπαιξε ρόλο», λέει η Μάργκοτ Μπλανκ από το Γερμανορωσικό Μουσείο στο Βερολίνο-Καρλσχόρστ. «Μεγαλύτερες ήταν οι επιφυλάξεις της βρετανικής πλευράς. Παρέπεμπαν στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και στο ότι η γερμανική στρατιωτική ηγεσία δεν είχε συνθηκολογήσει, αλλά είχε προτάξει την πολιτική κυβέρνηση για να ισχυριστεί στη συνέχεια ότι η ίδια είναι ανίκητη στα πεδία των μαχών».
Το τέλος του Τρίτου Ράιχ;
Οι φόβοι αυτοί των Βρετανών τους ανάγκασαν να αποδεχθούν την πρόταση του Στάλιν, σύμφωνα με την Μπλανκ. Η νέα συνθηκολόγηση των Γερμανών υπεγράφη από όλους τους επικεφαλής των ενόπλων δυνάμεων: ο Κάιτελ υπέγραψε για το σύνολο της Βέρμαχτ, ο Στούμπφ για την πολεμική αεροπορία και ο φον Φρίντεμπουργκ για το πολεμικό ναυτικό.
Οι υπογραφές σε Ρενς και Καρλσχόρστ «έπεσαν» σε συνεννόηση με τον Καρλ Ντένιτς, ο οποίος διαδέχθηκε τον Χίτλερ μετά την αυτοκτονία του τελευταίου στις 30 Απριλίου. Επισήμως η κυβέρνηση του Ντένιτς συνέχισε να υφίσταται. «Δεν είχε συνθηκολογήσει το γερμανικό Ράιχ, αλλά η Βέρμαχτ», εξηγεί ο Γιοχάνες Χιούρτερ από το Ινστιτούτο Σύγχρονης Ιστορίας του Μονάχου. Μόλις στις 23 Μαΐου ο Ντένιτς και μέλη της κυβέρνησής του συλλαμβάνονται από τους Βρετανούς.
Για τους ανθρώπους στη Γερμανία η «ώρα μηδέν» δεν σήμανε απαραίτητα στις 8 Μαΐου. Για την Έστερ Μπεγιεράνο η ώρα αυτή σήμανε περί τα τέλη Απριλίου, όταν «συναντήθηκαν» για πρώτη φορά ρώσοι και αμερικανοί στρατιώτες. Υπό επευφημίες έβαζαν από κοινού φωτιά σε φωτογραφίες του Χίτλερ. Ανάμεσά τους βρίσκονταν και νεαρές κοπέλες εβραϊκής καταγωγής, οι οποίες είχαν γλιτώσει από τα στρατόπεδα του θανάτου. «Όλοι χόρευαν γύρω από τη φωτογραφία, εγώ έπαιζα μουσική», θυμάται η σήμερα 90χρονη Έστερ Μπεγιεράνο. Ήταν η πρώτη φορά που έπαιζε εθελοντικά ακορντεόν. Προηγουμένως, η συμμετοχή της στην παιδική ορχήστρα του Άουσβιτς ήταν η μοναδική δυνατότητα επιβίωσης. «Ήταν η απελευθέρωσή μου. Τότε καταλάβαμε ότι είμαστε πλέον ελεύθεροι άνθρωποι».
Εκατομμύρια απάτριδες
Μέχρι τις 8 Μαΐου όλα τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξόντωσης είχαν απελευθερωθεί. Πού να πάνε όμως όλοι αυτοί οι άνθρωποι; Πολλοί περιπλανούνταν απλά εντός της Γερμανίας αναζητώντας φίλους και συγγενείς. Άλλοι αναγκάστηκαν να παραμείνουν στα στρατόπεδα όπου κρατούνταν αιχμάλωτοι όλο το προηγούμενο διάστημα, μέχρι να ανακτήσουν τις δυνάμεις τους.
«Εντός της Γερμανίας περιπλανούνταν εκατομμύρια απάτριδες, οι λεγόμενοι displaced persons: αιχμάλωτοι πολέμου, πρόσφυγες, πρώην κρατούμενοι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης», λέει ο καθηγητής Ιστορίας Χιούρτερ. «Τα συναισθήματα ήταν ανάμεικτα, υπήρχε το αίσθημα της απελευθέρωσης, αλλά και φόβος».
Πολλοί Γερμανοί έμαθαν εκ των υστέρων για τα φρικτά εγκλήματα της Βέρμαχτ. Ο φόβος για πιθανά αντίποινα των νικητών του πολέμου και γενικότερα για την επόμενη μέρα ήταν μεγάλος. Σε πολλές γερμανικές πόλεις καταγράφηκε πριν και μετά το τέλος του πολέμου μαζικό κύμα αυτοκτονιών…
Judith Sarah Hofmann / Κώστας Συμεωνίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου