Βοσκότοποι και κτηνοτροφία εν κινδύνω
Χιλιάδες τόνοι μελάνη έχουν χυθεί για την αναγκαιότητα πρόνοιας για τα δάση, που εξαιτίας των αλλεπάλληλων πυρκαγιών στη χώρα μας γίνονται βορά στους καταπατητές. Οσα δάση δεν ανήκουν στη σφαίρα ενδιαφέροντος καταπατητών, απειλούνται από βιομηχανικές ή τουριστικές δραστηριότητες, σκουπίδια, μόλυνση νερών, υπερβόσκηση. Πόσοι όμως γνωρίζουν ότι η πολιτεία θα έπρεπε να μεριμνά αναλόγως για τα χορτολίβαδα, ώστε να χαρακτηριστούν και να μη χαθεί ένα πολύτιμο κεφάλαιο για τη γεωργία και την ανάπτυξη της υπαίθρου και ν' αποτελέσουν ζώνες προστασίας των δασών;
Ηδη από τη δεκαετία του '50 υπάρχει διάσταση απόψεων, που αγγίζει τα όρια της βεντέτας, μεταξύ των υπουργείων Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος, σχετικά με το ρόλο των βοσκοτόπων.
Τα είπαν δασικά
Στο πέρασμα του χρόνου χορτολιβαδικές εκτάσεις χάθηκαν, εξαιτίας της άναρχης δόμησης των αστικών κέντρων και της έλλειψης στρατηγικού σχεδιασμού στη χωροθέτηση βιομηχανικών ζωνών και τουριστικών εγκαταστάσεων. Κυρίως όμως λόγω της άγνοιας ή της ολιγωρίας της ελληνικής πολιτείας, η οποία οριοθέτησε και κατέγραψε πολλές εκτάσεις όπου παραδοσιακά έβοσκαν ζώα, ως δασικές. Τέθηκε στη διακριτική ευχέρεια κάθε δασάρχη να ελέγχει και να χαρακτηρίζει τις εκτάσεις, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται διαρκώς διενέξεις με κτηνοτρόφους. Αυτό είχε αποτέλεσμα ενίοτε και οι κτηνοτρόφοι να παρανομούν, καίγοντας εκτάσεις για βοσκοτόπια.
Εξαιτίας της κατάστασης η Ελλάδα υποβάθμισε το σημαντικό πλεονέκτημα που της έδινε η γεωγραφική της θέση και το κλίμα της για να καλύψει ένα μεγάλο μέρος της διατροφής των μηρυκαστικών της ζώων, να μειώσει το κόστος παραγωγής γάλακτος-κρέατος και ν' ανανεώσει το φυσικό της περιβάλλον.
Και επί Σημίτη
«Το λέγαμε από τη δεκαετία του '80, όταν υπουργός Γεωργίας ήταν ο Κώστας Σημίτης κι εξακολουθούμε να φωνάζουμε το ίδιο πράγμα εδώ και τριάντα χρόνια. Ας υπάρξει χαρακτηρισμός των λιβαδικών εκτάσεων, διότι τη διάσταση απόψεων δασολόγων-γεωπόνων την πληρώνει τελικά ο αγρότης», μας ανέφερε ο γενικός διευθυντής της ΠΑΣΕΓΕΣ Γιάννης Τσιφόρος.
Το πρόβλημα αναμένεται να διογκωθεί με την αναθεώρηση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (2014-'20) στην Ε.Ε., καθώς η ελληνική πολιτεία θα πρέπει να ξεκαθαρίσει επακριβώς τη χρήση αυτών των εκτάσεων, διότι θα παίζουν καθοριστικό ρόλο στις επιδοτήσεις που θα λαμβάνει κάθε κράτος-μέλος. Κρίνεται έτσι η τύχη των κτηνοτρόφων ορεινών και μειονεκτικών περιοχών για την άσκηση εκτατικής κτηνοτροφίας, δηλαδή εκτροφής ζώων ελευθέρας βοσκής.
Υπερβόσκηση και δάσωση
Λόγω ρυπογόνων δραστηριοτήτων ή υπερβόσκησης, υπάρχουν λιβάδια που έχουν υποστεί περιβαλλοντική υποβάθμιση, ενώ άλλα που θα έπρεπε να χρησιμοποιούνται, έχουν δασωθεί εξαιτίας της υποβόσκησης. Τυχόν ορθή αξιοποίηση των λιβαδιών θα σήμαινε αναζωογόνηση των ορεινών όγκων της υπαίθρου με νεαρό πληθυσμό.
Οπως εξηγεί ο δρ Παναγιώτης Πλατής, δασολόγος-λιβαδοπόνος και πρόεδρος των ερευνητών ΕΘΙΑΓΕ, «τα λιβάδια αποτελούν τη μεγαλύτερη σε έκταση χρήση γης φυσικού πόρου της χώρας, η οποία ανέρχεται σε 5,2 εκατομμύρια εκτάρια ή το 40% της συνολικής επιφάνειας της Ελλάδας. Τα λιβάδια είναι πολυλειτουργικά, φυσικά οικοσυστήματα τα οποία προσφέρουν: βοσκήσιμη ύλη, άγρια πανίδα, νερό, ξύλο, αναψυχή και περιβάλλον. Η παραγωγή βοσκήσιμης ύλης για τα μηρυκαστικά ζώα αποτελεί την κυρίαρχη και σπουδαιότερη δραστηριότητα στην πλειονότητα των λιβαδιών της χώρας αλλά και διεθνώς».
Τα λιβάδια δεν βόσκονται με την ίδια ένταση στη χώρα μας, αναφέρει, διότι τα αγροτικά ζώα δεν κατανέμονται ομοιόμορφα σε όλες τις υψομετρικές οικολογικές ζώνες και τα γεωγραφικά διαμερίσματα. Η βόσκηση σε λιβάδια εξαρτάται από το μέγεθος και το είδος των κοπαδιών, από το αν είναι προστατευόμενη η περιοχή, αν είναι καλοκαίρι ή χειμώνας κ.ά.
Τις τελευταίες δεκαετίες, λόγω και της κοινοτικής νομοθεσίας, υπήρξε σταδιακή αύξηση του πληθυσμού των ζώων στις μικρές κυρίως κτηνοτροφικές μονάδες, ενώ αναπτύχθηκε κοινόχρηστο σύστημα βόσκησης των διαθέσιμων λιβαδικών εκτάσεων μέσω δήμων, κοινοτήτων κ.ά.
Χαρτογράφηση
Υπάρχει αδήριτη ανάγκη για χαρτογράφηση των διαφόρων τύπων λιβαδιών κι αποτύπωση του είδους και της παραγωγικότητάς τους, αν πρόκειται δηλαδή για ποολίβαδα, φρυγανολίβαδα, θαμνολίβαδα, μερικώς δασοσκεπείς εκτάσεις, ώστε να αξιοποιηθούν ως βοσκήσιμοι πόροι για απευθείας βόσκηση από αγροτικά ζώα. Η κάλυψη των αναγκών στο πλαίσιο της ορθής διαχείρισης οφείλει να διατηρήσει τη βιωσιμότητα των οικολογικά ευαίσθητων οικοσυστημάτων, όπως είναι οι βοσκότοποι, και να τους αναδείξει σε χώρους οικολογικής ισορροπίας.
Τη σημαντικότερη περιβαλλοντική υποβάθμιση υπέστησαν ποολίβαδα και θαμνολίβαδα της χαμηλής μεσογειακής ζώνης, τα οποία καλύπτουν 1,71 εκατομμύρια εκτάρια, δηλαδή το 12,9% της συνολικής επιφάνειας της χώρας μας! Οι εκτάσεις αυτές δέχονται τη μεγαλύτερη πίεση βόσκησης, καθώς χρησιμοποιούνται σχεδόν όλο το χρόνο, σύμφωνα με τον δρα Παναγιώτη Πλατή.
Εξαιτίας της αλόγιστης χρήσης ελαττώθηκε η παραγωγή και υποβαθμίστηκε η ποιότητα βοσκήσιμης ύλης, με άμεση συνέπεια την ανάγκη χρήσης έτοιμων ζωοτροφών τη μεγαλύτερη περίοδο του έτους και την παραγωγή ζωικών προϊόντων (γάλακτος-κρέατος) με υψηλό κόστος.
Κυνηγημένοι βοσκοί
«Το ζήτημα των βοσκοτόπων μαζί με τις ελληνοποιήσεις και τις χαμηλές τιμές γάλακτος-κρέατος στην αγορά είναι τα τρία κυρίαρχα προβλήματα της ελληνικής κτηνοτροφίας, που απασχολεί σήμερα περίπου 140.000 οικογένειες. Ο κτηνοτρόφος είναι κυνηγημένος και από τους γεωργούς και από τις δασικές υπηρεσίες, διότι δεν έχει πού να ταΐσει το κοπάδι του και στο τέλος τον τρέχουν στα δικαστήρια. Υπάρχει ένα νέο νομοσχέδιο για την κτηνοτροφία, το οποίο είναι σε θετική κατεύθυνση.
Ομως κάποια στιγμή πρέπει να τολμήσουμε να προσδιοριστούν κτηνοτροφικές, χορτολιβαδικής ή θαμνώδους βλάστησης, και γεωργικές ζώνες. Ακόμη κι αν κάποιος είναι ιδιοκτήτης και δεν θέλει να νοικιάσει το χωράφι του σε κτηνοτρόφους, να είναι υποχρεωμένος να λάβει μέτρα περίφραξης. Με τις κτηνοτροφικές ζώνες θα λυθεί και το θέμα της υπερβόσκησης, διότι σήμερα παρατηρείται το φαινόμενο να συγκεντρώνονται όλοι οι κτηνοτρόφοι στο ίδιο σημείο, που είναι κατάλληλο για βοσκή», υποστηρίζει ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενωσης Κτηνοτρόφων, Δημήτρης Καμπούρης.
Σύμφωνα με το Σύστημα Δεικτών Ερημοποίησης για τη Μεσογειακή Ευρώπη, η υπερβόσκηση έχει αρνητική επίπτωση στην ποικιλία των φυτικών ειδών. Αν και ορισμένα είδη φυτών προσαρμόζονται στην εντατική βόσκηση ή φαίνεται να ευνοούνται, λόγω μείωσης του ανταγωνισμού, η συνολική επίδραση στη βιοποικιλότητα είναι αρνητική.
«Υπάρχει μεγάλο πρόβλημα στο Νομό Λασιθίου και γενικότερα σε ολόκληρη την Κρήτη, εξαιτίας της ανεξέλεγκτης βόσκησης. Πέρα από τις καταστροφές σε περιουσίες, σε καλλιέργειες, έχουμε ανυπολόγιστη περιβαλλοντική καταστροφή. Γίνονται εμπρησμοί για να εξασφαλιστούν βοσκοτόπια, ενώ ερημοποιούνται περιοχές όπου υπάρχει βρώσιμη θαμνώδης βλάστηση. Εχουμε καμένα δάση από το 1986 στην περιοχή της Ιεράπετρας και δεν έχει κηρυχθεί αναδασωτέα η περιοχή από το Δασαρχείο», τονίζει ο πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου Ιεράπετρας, Γιάννης Ψαρουδάκης.
Εποχικός χαρακτήρας
Κατά τον κ. Πλατή, εξαιτίας του φυσικού περιβάλλοντος και ιδιαίτερα του μεσογειακού κλίματος, η παραγωγή βοσκήσιμης ύλης των ελληνικών λιβαδιών παρουσιάζει εποχικό χαρακτήρα: είναι άφθονη σε ορισμένες περιοχές την άνοιξη, περιορισμένη σε άλλες το φθινόπωρο και πολύ περιορισμένη ή σχεδόν ανύπαρκτη σε ορισμένες άλλες, θέρος ή χειμώνα.
Ομως και η απουσία βόσκησης ή η υπο-βόσκηση οδηγούν επίσης σε αρνητικά αποτελέσματα, αφού τα βοσκοτόπια παρουσιάζουν προβλήματα εγκαταλειμμένων εδαφών, στα οποία έχουν εισβάλει δασώδη είδη με συνέπεια να ενισχύεται ο κίνδυνος πυρκαγιάς. Η ήπια βόσκηση, όμως, έχει ευεργετική επίδραση στην ποικιλομορφία των φυτών.
Οπως τονίζει, η μη ορθολογική χρήση και αξιοποίηση του μεγαλύτερου μέρους των βοσκοτόπων της χώρας μας σε συνδυασμό με τα άλλα περιβαλλοντικά προβλήματα (μόλυνση νερών, απορρίμματα κ.λπ.), οδηγούν στην ανάγκη να υπάρξει ειδικός σχεδιασμός για την αναβάθμιση των λιβαδικών οικοσυστημάτων, ο οποίος θα αποκαταστήσει τη βιοποικιλότητα των φυτικών ειδών. Σε περιοχές που λόγω επιδοτήσεων συγκεντρώθηκε δυσανάλογος αριθμός ζώων ή τα ζώα αφέθηκαν στην τύχη τους και υπάρχει υπερβόσκηση, υπάρχουν συστήματα που μπορούν να εφαρμοστούν για την προστασία των οικοτόπων.
Προτάσεις Ινστιτούτου Δασικών Ερευνών
* Καταγραφή, ταξινόμηση και χαρτογράφηση των βοσκότοπων, για τη δυνατότητα εγκατάστασης και ανάπτυξης κτηνοτροφικών δραστηριοτήτων στις κατάλληλες περιοχές.
* Μοντέλο αξιολόγησης βοσκοϊκανότητας των λιβαδιών κάθε περιοχής σε επίπεδο δήμου, περιφερειακής ενότητας και Περιφέρειας της χώρας (σ.σ. π.χ. τα πρόβατα βόσκουν σε πιο ψηλά σημεία λόγω του ότι τρώνε ψιλό χορτάρι, ενώ οι αίγες σε πιο χαμηλά υψομετρικά σημεία).
* Παρεμβάσεις διαχειριστικής αξιοποίησης λιβαδιών, για την αναζωογόνηση ορεινών ή μειονεκτικών περιοχών, ώστε να ωφεληθούν οι άνθρωποι της υπαίθρου.
* Διαχείριση οικολογικά ευαίσθητων βοσκότοπων (π.χ. σε περιοχές Natura).
* Ανάπτυξη αγροτουρισμού και αναψυχής με επιδίωξη συγκράτησης των νέων στις περιοχές τους.
* Ορθολογική διαχείριση βοσκότοπων, με ειδικά συστήματα βόσκησης ή τροφοδοσίας νερού, ώστε κάθε κτηνοτροφική εκμετάλλευση ή ομάδα αυτών να αναπτύσσεται σε αυτοδύναμες λιβαδικές μονάδες.
* Βελτιώσεις βλάστησης με σπορά επιθυμητών λιβαδικών ειδών, φυτεύσεις δένδρων και θάμνων, φυσικά λιπάσματα κ.ά., ώστε να περιοριστεί η χρήση έτοιμων ζωοτροφών και να μειωθεί το κόστος παραγωγής.
ΑΝΝΑ ΣΤΕΡΓΙΟΥ
http://www.enet.gr/?i=news.el.ecoenet&id=318297
Ηδη από τη δεκαετία του '50 υπάρχει διάσταση απόψεων, που αγγίζει τα όρια της βεντέτας, μεταξύ των υπουργείων Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος, σχετικά με το ρόλο των βοσκοτόπων.
Τα είπαν δασικά
Στο πέρασμα του χρόνου χορτολιβαδικές εκτάσεις χάθηκαν, εξαιτίας της άναρχης δόμησης των αστικών κέντρων και της έλλειψης στρατηγικού σχεδιασμού στη χωροθέτηση βιομηχανικών ζωνών και τουριστικών εγκαταστάσεων. Κυρίως όμως λόγω της άγνοιας ή της ολιγωρίας της ελληνικής πολιτείας, η οποία οριοθέτησε και κατέγραψε πολλές εκτάσεις όπου παραδοσιακά έβοσκαν ζώα, ως δασικές. Τέθηκε στη διακριτική ευχέρεια κάθε δασάρχη να ελέγχει και να χαρακτηρίζει τις εκτάσεις, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται διαρκώς διενέξεις με κτηνοτρόφους. Αυτό είχε αποτέλεσμα ενίοτε και οι κτηνοτρόφοι να παρανομούν, καίγοντας εκτάσεις για βοσκοτόπια.
Εξαιτίας της κατάστασης η Ελλάδα υποβάθμισε το σημαντικό πλεονέκτημα που της έδινε η γεωγραφική της θέση και το κλίμα της για να καλύψει ένα μεγάλο μέρος της διατροφής των μηρυκαστικών της ζώων, να μειώσει το κόστος παραγωγής γάλακτος-κρέατος και ν' ανανεώσει το φυσικό της περιβάλλον.
Και επί Σημίτη
«Το λέγαμε από τη δεκαετία του '80, όταν υπουργός Γεωργίας ήταν ο Κώστας Σημίτης κι εξακολουθούμε να φωνάζουμε το ίδιο πράγμα εδώ και τριάντα χρόνια. Ας υπάρξει χαρακτηρισμός των λιβαδικών εκτάσεων, διότι τη διάσταση απόψεων δασολόγων-γεωπόνων την πληρώνει τελικά ο αγρότης», μας ανέφερε ο γενικός διευθυντής της ΠΑΣΕΓΕΣ Γιάννης Τσιφόρος.
Το πρόβλημα αναμένεται να διογκωθεί με την αναθεώρηση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (2014-'20) στην Ε.Ε., καθώς η ελληνική πολιτεία θα πρέπει να ξεκαθαρίσει επακριβώς τη χρήση αυτών των εκτάσεων, διότι θα παίζουν καθοριστικό ρόλο στις επιδοτήσεις που θα λαμβάνει κάθε κράτος-μέλος. Κρίνεται έτσι η τύχη των κτηνοτρόφων ορεινών και μειονεκτικών περιοχών για την άσκηση εκτατικής κτηνοτροφίας, δηλαδή εκτροφής ζώων ελευθέρας βοσκής.
Υπερβόσκηση και δάσωση
Λόγω ρυπογόνων δραστηριοτήτων ή υπερβόσκησης, υπάρχουν λιβάδια που έχουν υποστεί περιβαλλοντική υποβάθμιση, ενώ άλλα που θα έπρεπε να χρησιμοποιούνται, έχουν δασωθεί εξαιτίας της υποβόσκησης. Τυχόν ορθή αξιοποίηση των λιβαδιών θα σήμαινε αναζωογόνηση των ορεινών όγκων της υπαίθρου με νεαρό πληθυσμό.
Οπως εξηγεί ο δρ Παναγιώτης Πλατής, δασολόγος-λιβαδοπόνος και πρόεδρος των ερευνητών ΕΘΙΑΓΕ, «τα λιβάδια αποτελούν τη μεγαλύτερη σε έκταση χρήση γης φυσικού πόρου της χώρας, η οποία ανέρχεται σε 5,2 εκατομμύρια εκτάρια ή το 40% της συνολικής επιφάνειας της Ελλάδας. Τα λιβάδια είναι πολυλειτουργικά, φυσικά οικοσυστήματα τα οποία προσφέρουν: βοσκήσιμη ύλη, άγρια πανίδα, νερό, ξύλο, αναψυχή και περιβάλλον. Η παραγωγή βοσκήσιμης ύλης για τα μηρυκαστικά ζώα αποτελεί την κυρίαρχη και σπουδαιότερη δραστηριότητα στην πλειονότητα των λιβαδιών της χώρας αλλά και διεθνώς».
Τα λιβάδια δεν βόσκονται με την ίδια ένταση στη χώρα μας, αναφέρει, διότι τα αγροτικά ζώα δεν κατανέμονται ομοιόμορφα σε όλες τις υψομετρικές οικολογικές ζώνες και τα γεωγραφικά διαμερίσματα. Η βόσκηση σε λιβάδια εξαρτάται από το μέγεθος και το είδος των κοπαδιών, από το αν είναι προστατευόμενη η περιοχή, αν είναι καλοκαίρι ή χειμώνας κ.ά.
Τις τελευταίες δεκαετίες, λόγω και της κοινοτικής νομοθεσίας, υπήρξε σταδιακή αύξηση του πληθυσμού των ζώων στις μικρές κυρίως κτηνοτροφικές μονάδες, ενώ αναπτύχθηκε κοινόχρηστο σύστημα βόσκησης των διαθέσιμων λιβαδικών εκτάσεων μέσω δήμων, κοινοτήτων κ.ά.
Χαρτογράφηση
Υπάρχει αδήριτη ανάγκη για χαρτογράφηση των διαφόρων τύπων λιβαδιών κι αποτύπωση του είδους και της παραγωγικότητάς τους, αν πρόκειται δηλαδή για ποολίβαδα, φρυγανολίβαδα, θαμνολίβαδα, μερικώς δασοσκεπείς εκτάσεις, ώστε να αξιοποιηθούν ως βοσκήσιμοι πόροι για απευθείας βόσκηση από αγροτικά ζώα. Η κάλυψη των αναγκών στο πλαίσιο της ορθής διαχείρισης οφείλει να διατηρήσει τη βιωσιμότητα των οικολογικά ευαίσθητων οικοσυστημάτων, όπως είναι οι βοσκότοποι, και να τους αναδείξει σε χώρους οικολογικής ισορροπίας.
Τη σημαντικότερη περιβαλλοντική υποβάθμιση υπέστησαν ποολίβαδα και θαμνολίβαδα της χαμηλής μεσογειακής ζώνης, τα οποία καλύπτουν 1,71 εκατομμύρια εκτάρια, δηλαδή το 12,9% της συνολικής επιφάνειας της χώρας μας! Οι εκτάσεις αυτές δέχονται τη μεγαλύτερη πίεση βόσκησης, καθώς χρησιμοποιούνται σχεδόν όλο το χρόνο, σύμφωνα με τον δρα Παναγιώτη Πλατή.
Εξαιτίας της αλόγιστης χρήσης ελαττώθηκε η παραγωγή και υποβαθμίστηκε η ποιότητα βοσκήσιμης ύλης, με άμεση συνέπεια την ανάγκη χρήσης έτοιμων ζωοτροφών τη μεγαλύτερη περίοδο του έτους και την παραγωγή ζωικών προϊόντων (γάλακτος-κρέατος) με υψηλό κόστος.
Κυνηγημένοι βοσκοί
«Το ζήτημα των βοσκοτόπων μαζί με τις ελληνοποιήσεις και τις χαμηλές τιμές γάλακτος-κρέατος στην αγορά είναι τα τρία κυρίαρχα προβλήματα της ελληνικής κτηνοτροφίας, που απασχολεί σήμερα περίπου 140.000 οικογένειες. Ο κτηνοτρόφος είναι κυνηγημένος και από τους γεωργούς και από τις δασικές υπηρεσίες, διότι δεν έχει πού να ταΐσει το κοπάδι του και στο τέλος τον τρέχουν στα δικαστήρια. Υπάρχει ένα νέο νομοσχέδιο για την κτηνοτροφία, το οποίο είναι σε θετική κατεύθυνση.
Ομως κάποια στιγμή πρέπει να τολμήσουμε να προσδιοριστούν κτηνοτροφικές, χορτολιβαδικής ή θαμνώδους βλάστησης, και γεωργικές ζώνες. Ακόμη κι αν κάποιος είναι ιδιοκτήτης και δεν θέλει να νοικιάσει το χωράφι του σε κτηνοτρόφους, να είναι υποχρεωμένος να λάβει μέτρα περίφραξης. Με τις κτηνοτροφικές ζώνες θα λυθεί και το θέμα της υπερβόσκησης, διότι σήμερα παρατηρείται το φαινόμενο να συγκεντρώνονται όλοι οι κτηνοτρόφοι στο ίδιο σημείο, που είναι κατάλληλο για βοσκή», υποστηρίζει ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενωσης Κτηνοτρόφων, Δημήτρης Καμπούρης.
Σύμφωνα με το Σύστημα Δεικτών Ερημοποίησης για τη Μεσογειακή Ευρώπη, η υπερβόσκηση έχει αρνητική επίπτωση στην ποικιλία των φυτικών ειδών. Αν και ορισμένα είδη φυτών προσαρμόζονται στην εντατική βόσκηση ή φαίνεται να ευνοούνται, λόγω μείωσης του ανταγωνισμού, η συνολική επίδραση στη βιοποικιλότητα είναι αρνητική.
«Υπάρχει μεγάλο πρόβλημα στο Νομό Λασιθίου και γενικότερα σε ολόκληρη την Κρήτη, εξαιτίας της ανεξέλεγκτης βόσκησης. Πέρα από τις καταστροφές σε περιουσίες, σε καλλιέργειες, έχουμε ανυπολόγιστη περιβαλλοντική καταστροφή. Γίνονται εμπρησμοί για να εξασφαλιστούν βοσκοτόπια, ενώ ερημοποιούνται περιοχές όπου υπάρχει βρώσιμη θαμνώδης βλάστηση. Εχουμε καμένα δάση από το 1986 στην περιοχή της Ιεράπετρας και δεν έχει κηρυχθεί αναδασωτέα η περιοχή από το Δασαρχείο», τονίζει ο πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου Ιεράπετρας, Γιάννης Ψαρουδάκης.
Εποχικός χαρακτήρας
Κατά τον κ. Πλατή, εξαιτίας του φυσικού περιβάλλοντος και ιδιαίτερα του μεσογειακού κλίματος, η παραγωγή βοσκήσιμης ύλης των ελληνικών λιβαδιών παρουσιάζει εποχικό χαρακτήρα: είναι άφθονη σε ορισμένες περιοχές την άνοιξη, περιορισμένη σε άλλες το φθινόπωρο και πολύ περιορισμένη ή σχεδόν ανύπαρκτη σε ορισμένες άλλες, θέρος ή χειμώνα.
Ομως και η απουσία βόσκησης ή η υπο-βόσκηση οδηγούν επίσης σε αρνητικά αποτελέσματα, αφού τα βοσκοτόπια παρουσιάζουν προβλήματα εγκαταλειμμένων εδαφών, στα οποία έχουν εισβάλει δασώδη είδη με συνέπεια να ενισχύεται ο κίνδυνος πυρκαγιάς. Η ήπια βόσκηση, όμως, έχει ευεργετική επίδραση στην ποικιλομορφία των φυτών.
Οπως τονίζει, η μη ορθολογική χρήση και αξιοποίηση του μεγαλύτερου μέρους των βοσκοτόπων της χώρας μας σε συνδυασμό με τα άλλα περιβαλλοντικά προβλήματα (μόλυνση νερών, απορρίμματα κ.λπ.), οδηγούν στην ανάγκη να υπάρξει ειδικός σχεδιασμός για την αναβάθμιση των λιβαδικών οικοσυστημάτων, ο οποίος θα αποκαταστήσει τη βιοποικιλότητα των φυτικών ειδών. Σε περιοχές που λόγω επιδοτήσεων συγκεντρώθηκε δυσανάλογος αριθμός ζώων ή τα ζώα αφέθηκαν στην τύχη τους και υπάρχει υπερβόσκηση, υπάρχουν συστήματα που μπορούν να εφαρμοστούν για την προστασία των οικοτόπων.
Προτάσεις Ινστιτούτου Δασικών Ερευνών
* Καταγραφή, ταξινόμηση και χαρτογράφηση των βοσκότοπων, για τη δυνατότητα εγκατάστασης και ανάπτυξης κτηνοτροφικών δραστηριοτήτων στις κατάλληλες περιοχές.
* Μοντέλο αξιολόγησης βοσκοϊκανότητας των λιβαδιών κάθε περιοχής σε επίπεδο δήμου, περιφερειακής ενότητας και Περιφέρειας της χώρας (σ.σ. π.χ. τα πρόβατα βόσκουν σε πιο ψηλά σημεία λόγω του ότι τρώνε ψιλό χορτάρι, ενώ οι αίγες σε πιο χαμηλά υψομετρικά σημεία).
* Παρεμβάσεις διαχειριστικής αξιοποίησης λιβαδιών, για την αναζωογόνηση ορεινών ή μειονεκτικών περιοχών, ώστε να ωφεληθούν οι άνθρωποι της υπαίθρου.
* Διαχείριση οικολογικά ευαίσθητων βοσκότοπων (π.χ. σε περιοχές Natura).
* Ανάπτυξη αγροτουρισμού και αναψυχής με επιδίωξη συγκράτησης των νέων στις περιοχές τους.
* Ορθολογική διαχείριση βοσκότοπων, με ειδικά συστήματα βόσκησης ή τροφοδοσίας νερού, ώστε κάθε κτηνοτροφική εκμετάλλευση ή ομάδα αυτών να αναπτύσσεται σε αυτοδύναμες λιβαδικές μονάδες.
* Βελτιώσεις βλάστησης με σπορά επιθυμητών λιβαδικών ειδών, φυτεύσεις δένδρων και θάμνων, φυσικά λιπάσματα κ.ά., ώστε να περιοριστεί η χρήση έτοιμων ζωοτροφών και να μειωθεί το κόστος παραγωγής.
ΑΝΝΑ ΣΤΕΡΓΙΟΥ
http://www.enet.gr/?i=news.el.ecoenet&id=318297
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου