Πέθανε 26 χρόνων, πρόλαβε όμως να «δαμάσει» τα κύματα

Η σύντομη ζωή του Ιωάννη Αλταμούρα, ήταν έντονη σαν μυθιστόρημα.

Ζωγράφιζε θάλασσες του Βορρά βουτηγμένες στο χρώμα, με ανοιχτούς ορίζοντες, έντονα σύννεφα και κύματα φουσκωμένα. Εκεί που οι άλλοι έλληνες ζωγράφοι του 19ου αιώνα είχαν στις αποσκευές τους την αυστηρή τελειότητα της Σχολής του Μονάχου, εκείνος, ως γόνος γνήσιων επαναστατών, κοιτούσε ήδη προς την ελευθερία του ιμπρεσιονισμού. Νέος, ωραίος, ταλαντούχος, ο Ιωάννης Αλταμούρας έμοιαζε, όχι άδικα, να έχει τον κόσμο στα πόδια του. Και ίσως αυτό να συνέβαινε αν δεν έφευγε από τη ζωή σε ηλικία μόλις 26 χρόνων, επάνω στη νεανική ορμή που είναι σε θέση να προκαλέσει μεγάλες ανατροπές και να οδηγήσει στην υψηλή δημιουργία. Από την άλλη, έτσι γεννιούνται οι μύθοι.

«Ιωάννης Αλταμούρας- Θρύλος στη ζωή και στην τέχνη» τιτλοφορείται- πολύ σωστά- η αναδρομική έκθεση του Μουσείου Μπενάκη. Είναι η πρώτη καταγραφή και παρουσίαση του έργου του Ιωάννη Αλταμούρα που πλαισιώνεται με δημιουργίες της μητέρας του Ελένης Μπούκουρα-Αλταμούρα, του πατέρα του Φρανσίσκο Σαβέριο Αλταμούρα και του μικρότερου αδελφού του Αλέξανδρου. Μια οικογενειακή ιστορία; Παρά το γεγονός ότι το μεγάλο ταλέντο της οικογένειας ήταν ο Ιωάννης Αλταμούρας (1852-1878), η «τοποθέτηση» του ζωγράφου στο περιβάλλον όπου ανήκε συμπληρώνει την εικόνα του. Ο αδόκητος θάνατος του ίδιου και της αδελφής του, ο ταραχώδης βίος του ιταλού πατέρα, γνωστού ζωγράφου της εποχής, και η παράτολμη προσωπικότητα της σπετσιώτισσας μητέρας, πρώτης ελληνίδας ζωγράφου μετά την Επανάσταση, τα θρυλούμενα για τη γοητεία του νεαρού καλλιτέχνη αλλά πάνω απ΄ όλα τα ταλέντο που έσβησε προτού λάμψει συνοδεύουν το όνομά του.

Πίνακες, σχέδια, σπουδές, προσωπικά αντικείμενα, έγγραφα, ακόμη και έπιπλα επιστρατεύθηκαν λοιπόν από την επιμελήτρια της έκθεσης κυρία Ελένη Κυπραίου προκειμένου να αναδειχθεί η ιστορία της οικογένειας και η δική του. Εκατό ελαιογραφίες και εκατό ακουαρέλες, σχέδια και σπουδές αποτελούν το βασικό υλικό της έκθεσης. Πολλά μάλιστα προέρχονται από απογόνους της οικογένειας που διαφύλαξαν το ιστορικό υλικό ατόφιο.
Ιδιαίτερα αποκαλυπτικά είναι τα πολύφυλλα τετράδια με σχέδια του ίδιου και της μητέρας του, οι προσωπικές της σημειώσεις- δραματικές μετά τον θάνατο του γιου της-, οι φωτογραφίες που φέρνουν τους ήρωες πιο κοντά δίνοντας πρόσωπο στους μύθους. Σε μία από αυτές ο νεαρός Ιωάννης ως ναύτης του πλοίου «Αμφιτρίτη» κοιτάζει τον φακό με γλυκό βλέμμα και ένα ελαφρότατο μειδίαμα στα χείλη, ωραί ος σαν θεός. Και σε μια άλλη, παλαιότερη, η Ελένη Αλταμούρα φωτογραφίζεται ντυμένη άντρας μπροστά στο καβαλέτο της. Τι έχει μεσολαβήσει;

«Ολα αρχίζουν στις Σπέτσες το 1821 με τη γέννηση της Ελένης Μπούκουρα και στις Σπέτσες τελειώνουν το 1900 με τον θάνατο της ίδιας,κεντρικό πρόσωπο στην εξέλιξη του μύθου» λέει η κυρία Κυπραίου, η οποία ερεύνησε επί δεκαετία το κεφάλαιο Αλταμούρα στην Ελλάδα, στην Ιταλία και στη Δανία. Κόρη θαλασσομάχου στον αγώνα για την Ανεξαρτησία, του Ιωάννη Μπούκουρα, που με ένα καΐκι έφθασε στην Αμερική (καθώς λέει άλλος μύθος), η Ελένη είχε μεγαλώσει σε κλίμα επαναστατικό και σε οικογένεια που στήριξε το πάθος της για την τέχνη. Η πραγματικότητα και όχι ο μύθος τη θέλει να φεύγει για την Ιταλία ντυμένη ανδρικά και έτσι να παρακολουθεί τις σπουδές της αφού αυτές απαγορεύονταν σε γυναίκες. Με το όνομα Χρυσίνης Μπούκουρας τη γνωρίζει στη Νάπολι και ο όμορφος νεαρός καθηγητής της σχολής, ζωγράφος και γαριβαλδινός επαναστάτης Φραντσέσκο Σαβέριο Αλταμούρα.

Η Ελένη τον ερωτεύεται, αποκτά μαζί του τρία εξώγαμα παιδιά, τον Ιωάννη, τη Σοφία και τον Αλέξανδρο, και για να τον παντρευτεί ασπάζεται τον καθολικισμό. Θα την εγκαταλείψει όμως για μια αγγλίδα ζωγράφο, την Τζέιν Μπένμαν Χέι, με την οποία φεύγει παίρνοντας μαζί του τον μικρότερο γιο τους Αλέξανδρο. Εν έτει 1957 η Ελένη Μπούκουρα, έχοντας πίσω της ζωή ηρωίδας μυθιστορήματος, επιστρέφει στην Ελλάδα με τα δύο μεγαλύτερα παιδιά της και ζει κυρίως στην Αθήνα παραδίδοντας μαθήματα ζωγραφικής και πιάνου και πουλώντας πίνακες.
Γόνος αυτών των δύο ισχυρών προσωπικοτήτων, ο Ιωάννης θα δείξει από νωρίς την κλίση του στη ζωγραφική έχοντας αρχικώς δασκάλα τη μητέρα του, ενώ στη συνέχεια θα φοιτήσει στη Σχολή των Τεχνών (τη μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) κοντά στον Νικηφόρο Λύτρα. Με υποτροφία του βασιλιά Γεωργίου Α΄ θα βρεθεί την περίοδο 1873-1876 στην Κοπεγχάγη κοντά στον σπουδαίο ζωγράφο της εποχής Καρλ Φρέντερικ Σόρενσεν. Αλλά αυτός ο νέος δύσκολα μπορεί να υποταχθεί στο πλαίσιο μιας υπο χρεωτικής διδασκαλίας. Φεύγει λοιπόν για ένα ψαροχώρι του Βορρά, το Σκάγκεν, όπου 40 δανοί ζωγράφοι είχαν δημιουργήσει τη γνωστή στη δανική ζωγραφική «Αποικία του Σκάγκεν».
Ηταν όμως ήδη άρρωστος από φυματίωση, ενώ το 1872 είχε πεθάνει η αδελφή του Σοφία, μόλις 18 χρόνων, από την ίδια ασθένεια. Επιστρέφει στην Ελλάδα γιατί το κλίμα της Δανίας δεν τον ευνοεί, αλλά εν τω μεταξύ έχει στείλει στην έκθεση των Ολυμπίων στην Αθήνα το 1875 το έργο του «Το λιμάνι της Κοπεγχάγης»(φωτο), που τιμάται με το αργυρό μετάλλιο β΄ τάξεως και σήμερα θεωρείται το καλύτερό του.

Στην Αθήνα δημιουργεί το εργαστήριό του. Ζωγραφίζει τα τοπία της Δανίας από μνήμης, συνήθως σε ξύλο ή χάρμποτ (που το γνώρισε στη Δανία), και παίρνει παραγγελίες με θέματα ιστορικά, όπως εκείνη του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, για την οποία αμείβεται με το υπέρογκο ποσόν των 22.000 δραχμών. Θα πεθάνει όμως δύο χρόνια μετά την επιστροφή του.

Ποια θέση κατέχει σήμερα ο Ιωάννης Αλταμούρας στη ζωγραφική; Πέρα από τον μύθο, υπάρχει και η αγοραστική αξία, η οποία μεταφράζεται σε 400.000 ευρώ για έργο που πουλήθηκε πριν από δύο χρόνια σε δημοπρασία του εξωτερικού, ενώ προσφάτως η Τράπεζα της Ελλάδος αγόρασε ένα άλλο, επίσης από δημοπρασία, αντί 300.000 ευρώ. «Να σημειώσω ότι ο ίδιος ο Αλταμούρας υπογράφει ως Jean Αltamouras. Ο,τι δεν έχει την κατάληξη-s δεν είναι δικό του, ενώ όταν υπογράφει ως Ιωάννηςο πίνακας είναι της μητέρας του» λέει η κυρία Ελένη Κυπραίου.
«Πιστεύω ότι ο Ιωάννης Αλταμούρας θα μπορούσε να γίνει ο πρώτος έλληνας ιμπρεσιονιστής» προσθέτει η κυρία Κυπραίου, η οποία χρειάστηκε να κάνει τρεις φορές τη διαδρομή του καλλιτέχνη στη Δανία για να καταλάβει τις ιδιαιτερότητες της ζωγραφικής του. «Ολα πηγάζουν από τον τόπο, αυτή την επίπεδη χώρα με τους ανοιχτούς ορίζοντες, και από τη θάλασσα του Σκάγκεν που χειμώνα- καλοκαίρι μπαίνει κυριολεκτικά μέσα στο χωριό δημιουργώντας ως εκεί που φθάνει το μάτι μια υδάτινη κουρτίνα» λέει.
Αυτοί οι ανοιχτοί ορίζοντες, η απουσία ανθρώπινου στοιχείου, παρά μόνον ως νύξεις, ο άμετρος σεβασμός στον κόσμο και στα φαινόμενα της φύσης και, τέλος, ο καλλιτεχνικός προσανατολισμός του στους ολλανδούς θαλασσογράφους του 17ου αιώνα- εκεί όπου στην Ελλάδα κυριαρχούσε η Σχολή του Μονάχου- φτιάχνουν την ξεχωριστή προσωπικότητα του καλλιτέχνη.
Ο Ιωάννης Αλταμούρας,ακολουθώντας ίσως τα χνάρια του πατέρα του, υπήρξε μέγας γυναικοκατακτητής.
Οπως λέει η επιμελήτρια της έκθεσης Ελένη Κυπραίου,η οποία συγκέντρωσε το υλικό για τη ζωή του,το καλοκαίρι του 1876, το τελευταίο του στη Δανία,αναφέρεται στις σημειώσεις των φίλων του ως «καλοκαίρι του Αλταμούρα».Ολες οι γυναίκες του Σκάγκεν ήταν ερωτευμένες μαζί του και,σύμφωνα με τον μύθο,όταν έφευγε με το κάρο άδειαζε το χωριό από τις φίλες που τον ακολούθησαν ως κάποιο σημείο για να τον ξεπροβοδίσουν.Για του λόγου το αληθές, μάλιστα,μια φωτογραφία τον απαθανατίζει περιτριγυρισμένο μόνο από γυναίκες.

Σχέση όμως θεωρείται ότι είχε και με τη μετέπειτα μεγάλη ζωγράφο Αννα Ανχερ - αυτή την περίοδο ετοιμάζεται μια έκθεση έργων της στο Μετροπόλιταν της Νέας Υόρκης-, η οποία στη συνέχεια παντρεύτηκε τον Μίχαελ Ανχερ, επίσης φίλο του. Στο Σκάγκεν μάλιστα υπάρχει μουσείο αφιερωμένο και στους δύο.

Αλλά και στην Αθήνα μαρτυρείται μια σχέση του με τη χήρα ενός στρατιωτικού στη βασιλική αυλή, την Ανθενορ Μίκαλσεν, ζωγράφο δανικής καταγωγής η οποία παρέδιδε μαθήματα ανθογραφίας στη βασίλισσα Ολγα.
Συγκλονισμένη από τον χαμό των δύο παιδιών της, Ιωάννη και Σοφίας- ο δεύτερος γιος, Αλέξανδρος, θα την επισκεφθεί χρόνια αργότερα για να τη γνωρίσει- η μητέρα τους Ελένη Αλταμούρα προσπάθησε να επιζήσει ζωγραφίζοντας δικά της έργα αλλά και συμπληρώνοντας δικά του, βάζοντας μάλιστα ακόμη και την υπογραφή του, αλλά με κόκκινο χρώμα, έξω από το έργο. Παράλληλα με το ταραγμένο μυαλό της αναζητούσε παρηγοριά στην «επικοινωνία» με τα παιδιά της μέσα από ονειρομαντείες και «τραπεζάκια». Παραλογισμό δείχνουν και οι σημειώσεις της,όπου καταγράφονται αναμνήσεις και σκέψεις για τα παιδιά ανάκατα με συνταγές μαγειρικής.
(Οπως όταν θυμάται ότι στον Ιωάννη άρεσαν οι αγκινάρες και δίπλα σημειώνει μια συνταγή για αγκινάρες α λα πολίτα ζωγραφίζοντας και μια αγκινάρα.)
«Δεν πιστεύω όμως ότι έκαψε η ίδια τα έργα της»λέει η κυρία Κυπραίου. «Ισως κατέστρεψε κάποια γιατί δεν της άρεσαν αλλά για μένα ο αδελφός της Αναστάσης Μπούκουρας ήταν αυτός που μετά τον θάνατό της έκαψε πράγματα του σπιτιού για να το καθαρίσει. Προηγήθηκε άλλωστε και λεηλασία του εργαστηρίου της,που ήταν σε έναν παλιό μύλο κοντά στον Ιλισό, από ανθρώπους που είχε κοντά της και τη φρόντιζαν. Εκεί έγινε η πρώτη κλοπή έργων του Αλταμούρα»προσθέτει. Στη Ρέα Γαλανάκη οφείλεται όμως η πληρέστερη αναβίωση της ζωής και του έργου της Ελένης Μπούκουρα στο βραβευμένο βιβλίο της «Ελένη,ή ο Κανένας», όπου καταγράφονται μοναδικά ιστορικά δεδομένα.

«Ιωάννης Αλταμούρας - Θρύλος στη ζωή και στην τέχνη», Μουσείο Μπενάκη,Νέο Κτίριο,Πειραιώς 138.Εγκαίνια στις 30 Μαρτίου


Δεν υπάρχουν σχόλια: