Μια «Γκερνίκα» για τον Μπελογιάννη
Η εκτέλεση του αγωνιστή της Αριστεράς σε πίνακα του Ντε Φράνσια
«Τα νιάτα μου σφραγίστηκαν από την απειλή του φασισμού: πρώτα από τον ισπανικό εμφύλιο και κατόπιν από τον Β΄ Παγκόσμιο» θυμάται ο 90χρονος Πίτερ ντε Φράντσια, δημιουργός του πίνακα «Η εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη».
Ο ζωγράφος, ο οποίος έχει γίνει γνωστός στη Μεγάλη Βρετανία για την έντονη πολιτική και κοινωνική στράτευση των έργων του, εξηγεί στο «Βήμα» τι ήταν αυτό το οποίο τον ώθησε να ασχοληθεί με το θέμα: «Σπούδαζα Τέχνη στις Βρυξέλλες και δραπέτευσα στην Αγγλία όταν εισέβαλαν οι Γερμανοί. Προφανώς η αντίσταση μου ασκούσε μεγάλη έλξη. Για ένα διάστημα μετά τον πόλεμο έζησα στην Ιταλία και μοιράστηκα ένα μικρό διαμέρισμα με τον ζωγράφο Ρενάτο Γκουτούζο, ο οποίος υπήρξε παρτιζάνος και ορκισμένος αντιφασίστας. Μέσα από όλες αυτές τις συγκρούσεις οι κομμουνιστές και οι σοσιαλιστές βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή της αντίστασης κατά του φασισμού. Τότε διαμόρφωσα και εγώ τις πολιτικές μου απόψεις. Από τη στιγμή που γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Γαλλία διατήρησα επαφές με την πολιτική σκέψη εκεί και είχα πλήρη ενημέρωση για τις αντιδράσεις τις οποίες προκάλεσε η καταδίκη του Μπελογιάννη από προσωπικότητες όπως ο Σαρτρ, ο Πικάσο και πολλοί άλλοι».
Γεννημένος στις 25 Ιανουαρίου 1921 στη Νότια Γαλλία, ο Ντε Φράντσια μεγάλωσε στο Παρίσι. Το 1939 πήγε για σπουδές στις Βρυξέλλες. Μετά τη γερμανική εισβολή εγκατέλειψε την πόλη με ένα ποδήλατο και κατάφερε να φθάσει στην Αγγλία και να καταταγεί εθελοντής στον βρετανικό στρατό. Ο καλλιτέχνης λέει ότι η εκτέλεση του ηγετικού στελέχους του ΚΚΕ στις 30 Μαρτίου 1952, η οποία κατεγράφη ως ένα από τα σκληρότερα παραδείγματα των μετεμφυλιακών αντικομμουνιστικών διώξεων, τον άγγιξε βαθιά: «Ζωγράφισα τον πίνακα γρήγορα, ύστερα από ένα μόνο προσχέδιο, υπό τη συναισθηματική επιρροή των ίδιων των γεγονότων. Τότε ζούσα ήδη στην Αγγλία και, παρ΄ ότι η αίσθησή μου είναι ότι η αντίδραση εδώ ήταν μάλλον μικρότερη από ό,τι στη Γαλλία, στον κύκλο των επαφών μου η εξέλιξη αυτή είχε μεγάλη επίπτωση».
Ποια είναι όμως η πραγματική φιλοδοξία του καλλιτέχνη σχετικά με τη μελλοντική «διαδρομή» του έργου; «Το θέμα αντανακλά ένα σημαντικό γεγονός της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, επομένως η φυσική κατάληξη του πίνακα δεν μπορεί παρά να είναι στην Ελλάδα» λέει. «Θα ήθελα κάποια στιγμή να αποτελέσει κομμάτι της μόνιμης συλλογής ενός ελληνικού μουσείου έτσι ώστε πολλοί άνθρωποι να έχουν την ευκαιρία να τον βλέπουν και να θυμούνται ό,τι έγινε».
Από έναν σύνδεσμο στη Wikipedia ανακάλυψε ο Βασίλης Καραβάς τον εν λόγω πίνακα του Ντε Φράντσια. Ο 28χρονος από την Κόρινθο, ο οποίος τα τελευταία χρόνια ζει και εργάζεται ως προγραμματιστής ηλεκτρονικών υπολογιστών στο Λονδίνο, ασχολείται πολύ με την Ιστορία και κυρίως με τις περιόδους εκείνες τις οποίες δεν διδάχθηκε στο σχολείο. «Η μεταπολεμική εποχή με ελκύει ιδιαίτερα» λέει ο ίδιος, εξηγώντας παράλληλα και το ενδιαφέρον του για τον «άνθρωπο με το γαρίφαλο». Μέσα από αυτό το πρίσμα ο νεαρός εκδήλωσε αμέσως ενδιαφέρον για τον πίνακα του Ντε Φράντσια.
«Τον Σεπτέμβριο του 2010απευθύνθηκα στην γκαλερί του Τζέιμς Χέιμαν στο Λονδίνο, η οποία αντιπροσωπεύει τον ζωγράφο, όπου όμως με πληροφόρησαν πως το έργο αφενός δεν έχει εκτεθεί ποτέ, αφετέρου δεν διατίθεται προς πώληση, καθώς βαθιά επιθυμία του ιδίου είναι να καταλήξει σε κάποιο ελληνικό μουσείο» λέει ο Βασίλης Καραβάς. Ο κριτικός κινηματογράφου Ορέστης Ανδρεαδάκης, μάλιστα, φίλος της οικογένειας Ντε Φράντσια στην Ελλάδα, είχε ήδη αναλάβει σχετικές διαπραγματεύσεις.
Μέσα σε λίγους μήνες από τις πρώτες επαφές του Βασίλη Καραβά τα δεδομένα άλλαξαν. Τον Ιανουάριο του 2011 και με αφορμή τα 90χρονα του καλλιτέχνη η γκαλερί διοργάνωσε την τέταρτη ατομική έκθεση του Ντε Φράντσια,η οποία ήταν παράλληλα και η πρώτη μεγάλης κλίμακας παρουσίαση έργων του ύστερα από αυτήν της Tate Βritain το 2006.
Τότε οι υπεύθυνοι πληροφόρησαν τον νεαρό Ελληνα ότι το έργο (το οποίο, ας σημειωθεί, έχει συμπεριληφθεί στον τόμο με τίτλο «1.001 πίνακες που πρέπει να δεις προτού πεθάνεις» του Stephen Farthing,Λονδίνο,2008) επρόκειτο επιτέλους να εκτεθεί αλλά και να διατεθεί προς πώληση αφού οι διαπραγματεύσεις με τους ελληνικούς φορείς δεν είχαν καταλήξει σε κάποιο συγκεκριμένο σημείο.
«Πήγα και βρήκα τους υπευθύνους της γκαλερί,όπου τους εξήγησα ότι δεν γνωρίζω πολλά από τέχνη αλλά θα μου άρεσε να αποκτήσω έναν πίνακα με ιστορική σημασία» αφηγείται και πάλι ο Βασίλης Καραβάς. Και προσθέτει: «Ο ίδιος ο καλλιτέχνης με επέλεξε, παρ΄ ότι είχε και άλλες προσφορές με πολύ περισσότερα χρήματα. Εγώ τον αγόρασα έχοντας αναλάβει ορισμένες ηθικές, ας πούμε, δεσμεύσεις: αφενός ότι ο πίνακας θα δοθεί προς έκθεση σε κάποιο ελληνικό μουσείο και αφετέρου ότι σε περίπτωση μεταπώλησης θα προηγηθεί και πάλι κάποιο ελληνικό μουσείο ή ένας συλλέκτης διατεθειμένος να αναλάβει τις ίδιες ηθικές δεσμεύσεις».
Σε πρώτη φάση, πάντως,ο νεαρός παραδέχεται ότι θα προτιμούσε να εκτεθεί το έργο πρώτα στη Μεγάλη Βρετανία, και δη στην Tate Βritain, καθώς με τον τρόπο αυτόν θα λάβει διεθνή δημοσιότητα, θα γραφτούν περισσότερες μελέτες και θα υπάρξουν αντιστοίχως περισσότερες αναφορές στο Διαδίκτυο.
«Τα νιάτα μου σφραγίστηκαν από την απειλή του φασισμού: πρώτα από τον ισπανικό εμφύλιο και κατόπιν από τον Β΄ Παγκόσμιο» θυμάται ο 90χρονος Πίτερ ντε Φράντσια, δημιουργός του πίνακα «Η εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη».
Ο ζωγράφος, ο οποίος έχει γίνει γνωστός στη Μεγάλη Βρετανία για την έντονη πολιτική και κοινωνική στράτευση των έργων του, εξηγεί στο «Βήμα» τι ήταν αυτό το οποίο τον ώθησε να ασχοληθεί με το θέμα: «Σπούδαζα Τέχνη στις Βρυξέλλες και δραπέτευσα στην Αγγλία όταν εισέβαλαν οι Γερμανοί. Προφανώς η αντίσταση μου ασκούσε μεγάλη έλξη. Για ένα διάστημα μετά τον πόλεμο έζησα στην Ιταλία και μοιράστηκα ένα μικρό διαμέρισμα με τον ζωγράφο Ρενάτο Γκουτούζο, ο οποίος υπήρξε παρτιζάνος και ορκισμένος αντιφασίστας. Μέσα από όλες αυτές τις συγκρούσεις οι κομμουνιστές και οι σοσιαλιστές βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή της αντίστασης κατά του φασισμού. Τότε διαμόρφωσα και εγώ τις πολιτικές μου απόψεις. Από τη στιγμή που γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Γαλλία διατήρησα επαφές με την πολιτική σκέψη εκεί και είχα πλήρη ενημέρωση για τις αντιδράσεις τις οποίες προκάλεσε η καταδίκη του Μπελογιάννη από προσωπικότητες όπως ο Σαρτρ, ο Πικάσο και πολλοί άλλοι».
Γεννημένος στις 25 Ιανουαρίου 1921 στη Νότια Γαλλία, ο Ντε Φράντσια μεγάλωσε στο Παρίσι. Το 1939 πήγε για σπουδές στις Βρυξέλλες. Μετά τη γερμανική εισβολή εγκατέλειψε την πόλη με ένα ποδήλατο και κατάφερε να φθάσει στην Αγγλία και να καταταγεί εθελοντής στον βρετανικό στρατό. Ο καλλιτέχνης λέει ότι η εκτέλεση του ηγετικού στελέχους του ΚΚΕ στις 30 Μαρτίου 1952, η οποία κατεγράφη ως ένα από τα σκληρότερα παραδείγματα των μετεμφυλιακών αντικομμουνιστικών διώξεων, τον άγγιξε βαθιά: «Ζωγράφισα τον πίνακα γρήγορα, ύστερα από ένα μόνο προσχέδιο, υπό τη συναισθηματική επιρροή των ίδιων των γεγονότων. Τότε ζούσα ήδη στην Αγγλία και, παρ΄ ότι η αίσθησή μου είναι ότι η αντίδραση εδώ ήταν μάλλον μικρότερη από ό,τι στη Γαλλία, στον κύκλο των επαφών μου η εξέλιξη αυτή είχε μεγάλη επίπτωση».
Ποια είναι όμως η πραγματική φιλοδοξία του καλλιτέχνη σχετικά με τη μελλοντική «διαδρομή» του έργου; «Το θέμα αντανακλά ένα σημαντικό γεγονός της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, επομένως η φυσική κατάληξη του πίνακα δεν μπορεί παρά να είναι στην Ελλάδα» λέει. «Θα ήθελα κάποια στιγμή να αποτελέσει κομμάτι της μόνιμης συλλογής ενός ελληνικού μουσείου έτσι ώστε πολλοί άνθρωποι να έχουν την ευκαιρία να τον βλέπουν και να θυμούνται ό,τι έγινε».
Από έναν σύνδεσμο στη Wikipedia ανακάλυψε ο Βασίλης Καραβάς τον εν λόγω πίνακα του Ντε Φράντσια. Ο 28χρονος από την Κόρινθο, ο οποίος τα τελευταία χρόνια ζει και εργάζεται ως προγραμματιστής ηλεκτρονικών υπολογιστών στο Λονδίνο, ασχολείται πολύ με την Ιστορία και κυρίως με τις περιόδους εκείνες τις οποίες δεν διδάχθηκε στο σχολείο. «Η μεταπολεμική εποχή με ελκύει ιδιαίτερα» λέει ο ίδιος, εξηγώντας παράλληλα και το ενδιαφέρον του για τον «άνθρωπο με το γαρίφαλο». Μέσα από αυτό το πρίσμα ο νεαρός εκδήλωσε αμέσως ενδιαφέρον για τον πίνακα του Ντε Φράντσια.
«Τον Σεπτέμβριο του 2010απευθύνθηκα στην γκαλερί του Τζέιμς Χέιμαν στο Λονδίνο, η οποία αντιπροσωπεύει τον ζωγράφο, όπου όμως με πληροφόρησαν πως το έργο αφενός δεν έχει εκτεθεί ποτέ, αφετέρου δεν διατίθεται προς πώληση, καθώς βαθιά επιθυμία του ιδίου είναι να καταλήξει σε κάποιο ελληνικό μουσείο» λέει ο Βασίλης Καραβάς. Ο κριτικός κινηματογράφου Ορέστης Ανδρεαδάκης, μάλιστα, φίλος της οικογένειας Ντε Φράντσια στην Ελλάδα, είχε ήδη αναλάβει σχετικές διαπραγματεύσεις.
Μέσα σε λίγους μήνες από τις πρώτες επαφές του Βασίλη Καραβά τα δεδομένα άλλαξαν. Τον Ιανουάριο του 2011 και με αφορμή τα 90χρονα του καλλιτέχνη η γκαλερί διοργάνωσε την τέταρτη ατομική έκθεση του Ντε Φράντσια,η οποία ήταν παράλληλα και η πρώτη μεγάλης κλίμακας παρουσίαση έργων του ύστερα από αυτήν της Tate Βritain το 2006.
Τότε οι υπεύθυνοι πληροφόρησαν τον νεαρό Ελληνα ότι το έργο (το οποίο, ας σημειωθεί, έχει συμπεριληφθεί στον τόμο με τίτλο «1.001 πίνακες που πρέπει να δεις προτού πεθάνεις» του Stephen Farthing,Λονδίνο,2008) επρόκειτο επιτέλους να εκτεθεί αλλά και να διατεθεί προς πώληση αφού οι διαπραγματεύσεις με τους ελληνικούς φορείς δεν είχαν καταλήξει σε κάποιο συγκεκριμένο σημείο.
«Πήγα και βρήκα τους υπευθύνους της γκαλερί,όπου τους εξήγησα ότι δεν γνωρίζω πολλά από τέχνη αλλά θα μου άρεσε να αποκτήσω έναν πίνακα με ιστορική σημασία» αφηγείται και πάλι ο Βασίλης Καραβάς. Και προσθέτει: «Ο ίδιος ο καλλιτέχνης με επέλεξε, παρ΄ ότι είχε και άλλες προσφορές με πολύ περισσότερα χρήματα. Εγώ τον αγόρασα έχοντας αναλάβει ορισμένες ηθικές, ας πούμε, δεσμεύσεις: αφενός ότι ο πίνακας θα δοθεί προς έκθεση σε κάποιο ελληνικό μουσείο και αφετέρου ότι σε περίπτωση μεταπώλησης θα προηγηθεί και πάλι κάποιο ελληνικό μουσείο ή ένας συλλέκτης διατεθειμένος να αναλάβει τις ίδιες ηθικές δεσμεύσεις».
Σε πρώτη φάση, πάντως,ο νεαρός παραδέχεται ότι θα προτιμούσε να εκτεθεί το έργο πρώτα στη Μεγάλη Βρετανία, και δη στην Tate Βritain, καθώς με τον τρόπο αυτόν θα λάβει διεθνή δημοσιότητα, θα γραφτούν περισσότερες μελέτες και θα υπάρξουν αντιστοίχως περισσότερες αναφορές στο Διαδίκτυο.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου