Τα Μουσεία να φύγουν από την «αγκαλιά» του Κράτους!
Του ΛΕΥΤΕΡΗ ΚΑΛΟΓΕΡΑΚΗ
Αναμφίβολα, ο τίτλος του άρθρου προκαλεί μία… νευρικότητα σε πολλούς και πρώτα από όλους στους αρχαιολόγους των μουσείων. Είναι ένα σενάριο που συζητιέται για πολλά χρόνια στην χώρα μας και αποτελεί κάτι σαν ταμπού για τους «επαγγελματίες» του πολιτισμού. Δεν γίνεται, ένα κρατικό μουσείο, ένας κρατικός χώρος που στεγάζει το παρελθόν και τον ανεκτίμητης αξίας πολιτισμό των Ελλήνων να πέσει σε χέρια ιδιωτών, είναι το κεντρικό νόημα. Τα τελευταία χρόνια πάντως, οι απόψεις διίστανται. Ας δούμε όμως πιο αναλυτικά το όλο ζήτημα.
Αρχικά αξίζει να σημειωθεί πως ο γράφων δεν επιθυμεί την ιδιωτικοποιήση των μουσείων, αλλά πιο πολύ την αποκρατικοποίηση αυτών και τον εξορθολογισμό στην λειτουργία τους. Είναι κοινό μυστικό πως τα μουσεία στην Ελλάδα είναι στην συντριπτική πλειοψηφία τους αρχαιολογικά (134 με βάση επίσημα στοιχεία του 2008) και κρατικοδίαιτα. Ο προϋπολογισμός τους γίνεται από το ΥΠΠΟΤ και το ΤΑΠΑ, στην αρχή της κάθε περιόδου, με γνώμονα τα έσοδα της προηγούμενης περιόδου.
Οι αρχαιολόγοι στα μουσεία αυτά έχουν ευθύνες που τους ανατίθενται και είναι άσχετες με το επάγγελμά τους. Για παράδειγμα, ένας απλός πτυχιούχος αρχαιολόγος μπορεί να αναλάβει την την επικοινωνιακή πολιτική του μουσείου, χωρίς να έχει ουδεμία γνώση του αντικειμένου, κατάσταση που επικρατεί από την εποχή του Ελευθέριου Βενιζέλου. Οι ανθρωποι αυτοί δίνουν τα πάντα για να πετύχουν τον σκοπό τους, μα εξακολουθούν να μην είναι ειδικοί.
Το ΥΠΠΟΤ παρέχει μέσα από τα μουσεία που «ηγείται» τρεις κατηγορίες υπηρεσιών οι οποίες διαβαθμίζονται ως εξής: βασικές, επιθυμητές, επιπρόσθετες, όπου όποιο μουσείο παρέχει επιπρόσθετες πληροφορίες, είναι ένα «πρωτοκλασάτο» μουσείο, θα λέγαμε. Τέτοιο μουσείο στην Ελλάδα δεν υπάρχει, ανεξάρτητα έκθεσης. Όπως εύκολα προκύπτει από τα ανωτέρω, στον χώρο του πολιτισμού επικρατεί μία γραφειοκρατία τρομερή που καθιστά τον κρατικό μηχανισμό μια μεγάλη δυσκίνητη μηχανή.
Η οικονομική συγκυρία -που πάντα υπήρχε- σε συνδυασμό με τις νόρμες και τις παραδόσεις στον συγκεκριμένο τομέα, αλλά και η διαχρονική προχειρότητα, μετέτρεψαν τον πολιτισμό σε ένα τερατώδες παράρτημα του κράτους. Στο γεγονός πως η προβολή του ελληνικού πολιτισμού έχει καταρρεύσει, συμβάλλει και η έλλειψη εμπειρίας και τεχνογνωσίας στην διοίκηση και προβολή του μουσείου, αλλά και η φοβία για ανάληψη ευθύνης. Στις εποχές που διανύουμε αυτό είναι μονόδρομος, ιδίως αν θέλουμε ο πολιτισμός και ο τουρισμός να αποτελέσουν το στήριγμά μας και την «βαριά βιομηχανία» μας.
Το παράδειγμα υπάρχει, είναι εξαιρετικά αποδοτικό και πετυχημένο, δοκιμασμένο σε όλες τις συνθήκες και βρίσκεται στην δυτική Ευρώπη και την Αμερική. Μουσειακοί οργανισμοί και μουσεία, ιδιωτικοποιημένα ή αποκρατικοποιημένα, όπου ο κάθε ένας έχει τον δικό του διακριτό ρόλο και σχετίζεται με το επάγγελμά του. Το κλειδί για την επιτυχία τους είναι, εκτός της αποκρατικοποιημένης φύσης τους, το γεγονός πως διοικούνται ως εταιρείες, ως επιχειρήσεις, από εξειδικευμένο προσωπικό που έχει εμπειρία από την διοίκηση επιχειρήσεων αλλά και τον πολιτισμό. Ένα μουσείο καλό είναι να αντιμετωπίζεται σαν μία ιδιωτική εταιρεία, η οποία όμως έχει επιμέρους ιδιαιτερότητες, όπως και να το κάνουμε.
Αποτέλεσμα αυτής της πρακτικής είναι να έχουμε ένα μουσείο που βασίζεται στον εαυτό του, από τα έσοδά του και τις χορηγίες του και μπορεί να προβληθεί, άρα να κάνει μια μακροπρόθεσμη στρατηγική που θα προσελκύσει επισκέπτες, άρα και έσοδα. Προς εφησυχασμό όλων, δεν υπάρχει και κανείς δεν επιθυμεί ένα πολιτιστικό προϊόν και δίπλα από την λεζάντα ένα σήμα μιας πολυεθνικής χορηγού εταιρείας!
Με το μοντέλο αυτό, της διαχείρισης και διοίκησης από εξειδικευμένο προσωπικό, το μουσείο εξασφαλίζει ταχύτητα στην λήψη αποφάσεων, μεγαλύτερη εξειδίκευση και διεπιστημονικότητα -καθώς όλοι έχουν την δουλεία που ξέρουν και μόνο, ενώ παράλληλα είναι ένας πολιτιστικός οργανισμός υγιής (οικονομικά) που αυτοπαρέχει στον εαυτό του την ικανότητα χάραξης μακροπρόθεσμης στρατηγικής και δυνητικά σε αειφόρο ανάπτυξη. Συγχρόνως το μουσείο αποτελεί πόλο έλξης και διαφήμιση αλλά και «βιτρίνα» για την πόλη που το φιλοξενεί (βλ. μουσείο Guggenheim του Bilbao).
Θα αναρωτηθεί κανείς, αν αυτό το σκεπτικό έχει μειονεκτήματα. Φυσικά και έχει, όπως τα πάντα άλλωστε. Το βασικότερο όλων, είναι πως σε ένα τέτοιο μουσείο υπάρχει πάντα το άγχος της επιβίωσης και η εξασφάλιση χορηγιών ή άλλων εσόδων, καθώς δεν υπάρχει ένα κράτος για να το στηρίζει. Συμπληρωματικά, είναι και η τεράστια ευθύνη του διοικούντος και όλου του προσωπικού για την επιτυχή λειτουργία του μουσείου και η πιθανή μεγάλη ζημία. Αλλά και σε αυτή την περίπτωση, ένα υγιές μουσείο έχει απόθεμα αλλά και «φίλους» που το στηρίζουν διαρκώς.
Σε μια κοινωνία που συνεχώς βελτιώνεται και βελτιστοποιείται, σε μια εποχή όπου η εικόνα, η «σφιχτή» διαχείριση πόρων και η λογική κυβερνά, σε μια χώρα με αυτό το θαυμάσιο ανθρώπινο δυναμικό και το τεράστιο πολιτισμικό απόθεμα που θέλει να έχει τον πολιτισμό της για οικονομική ναυαρχίδα και περήφανη σημαία της, πρέπει να γίνουν τομές και να κοπούν οι δεσμοί με αντιλήψεις του παρελθόντος. Έτσι θα οδηγηθούν τα μουσεία, ο πολιτισμός, η χώρα και οι πολίτες εν τέλει, μόνο μπροστά. Εξορθολογισμός λοιπόν, αλλά με μέτρο
http://www.proinoslogos.gr/component/content/article/35/11174
Αναμφίβολα, ο τίτλος του άρθρου προκαλεί μία… νευρικότητα σε πολλούς και πρώτα από όλους στους αρχαιολόγους των μουσείων. Είναι ένα σενάριο που συζητιέται για πολλά χρόνια στην χώρα μας και αποτελεί κάτι σαν ταμπού για τους «επαγγελματίες» του πολιτισμού. Δεν γίνεται, ένα κρατικό μουσείο, ένας κρατικός χώρος που στεγάζει το παρελθόν και τον ανεκτίμητης αξίας πολιτισμό των Ελλήνων να πέσει σε χέρια ιδιωτών, είναι το κεντρικό νόημα. Τα τελευταία χρόνια πάντως, οι απόψεις διίστανται. Ας δούμε όμως πιο αναλυτικά το όλο ζήτημα.
Αρχικά αξίζει να σημειωθεί πως ο γράφων δεν επιθυμεί την ιδιωτικοποιήση των μουσείων, αλλά πιο πολύ την αποκρατικοποίηση αυτών και τον εξορθολογισμό στην λειτουργία τους. Είναι κοινό μυστικό πως τα μουσεία στην Ελλάδα είναι στην συντριπτική πλειοψηφία τους αρχαιολογικά (134 με βάση επίσημα στοιχεία του 2008) και κρατικοδίαιτα. Ο προϋπολογισμός τους γίνεται από το ΥΠΠΟΤ και το ΤΑΠΑ, στην αρχή της κάθε περιόδου, με γνώμονα τα έσοδα της προηγούμενης περιόδου.
Οι αρχαιολόγοι στα μουσεία αυτά έχουν ευθύνες που τους ανατίθενται και είναι άσχετες με το επάγγελμά τους. Για παράδειγμα, ένας απλός πτυχιούχος αρχαιολόγος μπορεί να αναλάβει την την επικοινωνιακή πολιτική του μουσείου, χωρίς να έχει ουδεμία γνώση του αντικειμένου, κατάσταση που επικρατεί από την εποχή του Ελευθέριου Βενιζέλου. Οι ανθρωποι αυτοί δίνουν τα πάντα για να πετύχουν τον σκοπό τους, μα εξακολουθούν να μην είναι ειδικοί.
Το ΥΠΠΟΤ παρέχει μέσα από τα μουσεία που «ηγείται» τρεις κατηγορίες υπηρεσιών οι οποίες διαβαθμίζονται ως εξής: βασικές, επιθυμητές, επιπρόσθετες, όπου όποιο μουσείο παρέχει επιπρόσθετες πληροφορίες, είναι ένα «πρωτοκλασάτο» μουσείο, θα λέγαμε. Τέτοιο μουσείο στην Ελλάδα δεν υπάρχει, ανεξάρτητα έκθεσης. Όπως εύκολα προκύπτει από τα ανωτέρω, στον χώρο του πολιτισμού επικρατεί μία γραφειοκρατία τρομερή που καθιστά τον κρατικό μηχανισμό μια μεγάλη δυσκίνητη μηχανή.
Η οικονομική συγκυρία -που πάντα υπήρχε- σε συνδυασμό με τις νόρμες και τις παραδόσεις στον συγκεκριμένο τομέα, αλλά και η διαχρονική προχειρότητα, μετέτρεψαν τον πολιτισμό σε ένα τερατώδες παράρτημα του κράτους. Στο γεγονός πως η προβολή του ελληνικού πολιτισμού έχει καταρρεύσει, συμβάλλει και η έλλειψη εμπειρίας και τεχνογνωσίας στην διοίκηση και προβολή του μουσείου, αλλά και η φοβία για ανάληψη ευθύνης. Στις εποχές που διανύουμε αυτό είναι μονόδρομος, ιδίως αν θέλουμε ο πολιτισμός και ο τουρισμός να αποτελέσουν το στήριγμά μας και την «βαριά βιομηχανία» μας.
Το παράδειγμα υπάρχει, είναι εξαιρετικά αποδοτικό και πετυχημένο, δοκιμασμένο σε όλες τις συνθήκες και βρίσκεται στην δυτική Ευρώπη και την Αμερική. Μουσειακοί οργανισμοί και μουσεία, ιδιωτικοποιημένα ή αποκρατικοποιημένα, όπου ο κάθε ένας έχει τον δικό του διακριτό ρόλο και σχετίζεται με το επάγγελμά του. Το κλειδί για την επιτυχία τους είναι, εκτός της αποκρατικοποιημένης φύσης τους, το γεγονός πως διοικούνται ως εταιρείες, ως επιχειρήσεις, από εξειδικευμένο προσωπικό που έχει εμπειρία από την διοίκηση επιχειρήσεων αλλά και τον πολιτισμό. Ένα μουσείο καλό είναι να αντιμετωπίζεται σαν μία ιδιωτική εταιρεία, η οποία όμως έχει επιμέρους ιδιαιτερότητες, όπως και να το κάνουμε.
Αποτέλεσμα αυτής της πρακτικής είναι να έχουμε ένα μουσείο που βασίζεται στον εαυτό του, από τα έσοδά του και τις χορηγίες του και μπορεί να προβληθεί, άρα να κάνει μια μακροπρόθεσμη στρατηγική που θα προσελκύσει επισκέπτες, άρα και έσοδα. Προς εφησυχασμό όλων, δεν υπάρχει και κανείς δεν επιθυμεί ένα πολιτιστικό προϊόν και δίπλα από την λεζάντα ένα σήμα μιας πολυεθνικής χορηγού εταιρείας!
Με το μοντέλο αυτό, της διαχείρισης και διοίκησης από εξειδικευμένο προσωπικό, το μουσείο εξασφαλίζει ταχύτητα στην λήψη αποφάσεων, μεγαλύτερη εξειδίκευση και διεπιστημονικότητα -καθώς όλοι έχουν την δουλεία που ξέρουν και μόνο, ενώ παράλληλα είναι ένας πολιτιστικός οργανισμός υγιής (οικονομικά) που αυτοπαρέχει στον εαυτό του την ικανότητα χάραξης μακροπρόθεσμης στρατηγικής και δυνητικά σε αειφόρο ανάπτυξη. Συγχρόνως το μουσείο αποτελεί πόλο έλξης και διαφήμιση αλλά και «βιτρίνα» για την πόλη που το φιλοξενεί (βλ. μουσείο Guggenheim του Bilbao).
Θα αναρωτηθεί κανείς, αν αυτό το σκεπτικό έχει μειονεκτήματα. Φυσικά και έχει, όπως τα πάντα άλλωστε. Το βασικότερο όλων, είναι πως σε ένα τέτοιο μουσείο υπάρχει πάντα το άγχος της επιβίωσης και η εξασφάλιση χορηγιών ή άλλων εσόδων, καθώς δεν υπάρχει ένα κράτος για να το στηρίζει. Συμπληρωματικά, είναι και η τεράστια ευθύνη του διοικούντος και όλου του προσωπικού για την επιτυχή λειτουργία του μουσείου και η πιθανή μεγάλη ζημία. Αλλά και σε αυτή την περίπτωση, ένα υγιές μουσείο έχει απόθεμα αλλά και «φίλους» που το στηρίζουν διαρκώς.
Σε μια κοινωνία που συνεχώς βελτιώνεται και βελτιστοποιείται, σε μια εποχή όπου η εικόνα, η «σφιχτή» διαχείριση πόρων και η λογική κυβερνά, σε μια χώρα με αυτό το θαυμάσιο ανθρώπινο δυναμικό και το τεράστιο πολιτισμικό απόθεμα που θέλει να έχει τον πολιτισμό της για οικονομική ναυαρχίδα και περήφανη σημαία της, πρέπει να γίνουν τομές και να κοπούν οι δεσμοί με αντιλήψεις του παρελθόντος. Έτσι θα οδηγηθούν τα μουσεία, ο πολιτισμός, η χώρα και οι πολίτες εν τέλει, μόνο μπροστά. Εξορθολογισμός λοιπόν, αλλά με μέτρο
http://www.proinoslogos.gr/component/content/article/35/11174
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου