Ρούμι, Φιντέλ και Πέδρο Χουάν Γκουτιέρες

Ο διάσημος κουβανός συγγραφέας Πέδρο Χουάν Γκουτιέρες μιλάει για τον Φιντέλ Κάστρο, τον Μέγα Αλέξανδρο, το αλκοόλ, τις γυναίκες, τη μυστηριώδη, άγρια και ζωογόνο Αβάνα.
Καθώς περιμένω τον συγγραφέα Πέδρο Χουάν Γκουτιέρες στην κεντρική πλατεία της Αβάνας, οι εικόνες γύρω μου είναι εικόνες από τα βιβλία του. Το ξενοδοχείο «Ινγκλατέρα» με την αισθητική των 70s, οι μπάντες που παίζουν Buena Vista και το Καπιτώλιο, λίγα μέτρα πιο πέρα, που τραβάει τα φλας των χιλιάδων τουριστών, οι πλανόδιοι που θέλουν να σου πουλήσουν πούρα στη «ζούλα» και οι μουλάτες που παραγγέλνουν ρούμι. Ο Γκουτιέρες φτάνει με ένα μπουφάν και ένα τζιν παντελόνι, ένας άνθρωπος πράος με βαθύ βλέμμα, αποπνέοντας μια εικόνα διαφορετική από την τραχύτητα των αφηγήσεών του.


Μόλις κυκλοφόρησε το νέο του βιβλίο «Η μελαγχολία των λιονταριών» από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, το έκτο βιβλίο του που κυκλοφορεί στην Ελλάδα – με σημείο αναφοράς για τους θαυμαστές του το θρυλικό «Η βρόμικη τριλογία της Αβάνας». Οπως λέει και στο καινούργιο του βιβλίο, ο ίδιος ο συγγραφέας κουβαλάει μέσα του χιλιάδες εαυτούς, που πολλαπλασιάζονται: πρώην δημοσιογράφος, μεγαλωμένος και ανδρωμένος κοντά στην αγαπημένη του Μαλεκόν – η παραλία της Αβάνας που διασχίζει την πόλη με θέα στον κόλπο του Μεξικού –, πατέρας πέντε παιδιών από τρεις διαφορετικούς γάμους, ζυμωμένος μέσα στη φτώχεια και στη διανόηση της Κούβας, ένας κάτοικος Αβάνας που μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα στο γράψιμο, στο ρούμι στα πιο underground στέκια της πόλης και σε σποραδικά ταξίδια στην Ισπανία για να συναντά την τρίτη γυναίκα του. Μετά την αναγνωριστική συνάντηση ακολουθεί μια δεύτερη στο διαμέρισμά του με θέα πάνω στη Μαλεκόν. Περπατώντας από εκεί μπορείς να δεις με τα μάτια σου τα εξαθλιωμένα σπίτια των Αφροκουβανών που δημιουργούν ένα εκπληκτικό μωσαϊκό από εικόνες σε ένα ταξίδι σε άλλη εποχή. Πλησιάζοντας προς το θρυλικό ξενοδοχείο «Νασιονάλ», κάποτε, προ Κάστρο, «άντρο» της αμερικανικής μαφίας, είναι σαν να ταξιδεύεις δεκαετίες. Μπερδεύονται μπροστά σου οι αμερικανοί τουρίστες και οι κουβανές χινετέρας, που τόσο τις μνημονεύει ο Γκουτιέρες στα βιβλία του – τα «κορίτσια» της Αβάνας. Havana libre, Havana triste. Κοιτάζοντας αυτόν τον ευαίσθητο και «μπαρουτοκαπνισμένο» 60άρη που έχω απέναντί μου, αφήνοντας πίσω μου το ασανσέρ μιας πολυκατοικίας όπου παραμονεύει η ποίηση σε κάθε γωνιά του κτιρίου, μνημονεύω τη φράση από το βιβλίο του «Ο δικός μας Γκράχαμ Γκριν», εκεί που ο πρωταγωνιστής λέει στον φιλοξενούμενό του αμερικανό επισκέπτη: «Στην Κούβα τίποτα δεν είναι “ακριβώς”. Εδώ βασιλεύει η γοητεία».
Ενας έλληνας τραγουδοποιός, ο Διονύσης Σαββόπουλος, έχει πει παλαιότερα ότι «τέχνη μπορείς να κάνεις κι απ’ τα σκουπίδια». Είναι προϋπόθεση ο πόνος για να προκύψει η γραφή για τον καλλιτέχνη, όπως έχουμε δει στα έργα σας; Ή και ζώντας με όλες σας τις ανέσεις θα γράφατε το ίδιο;
«Για μένα είναι πολύ ξεκάθαρο. Κάποιος που ζει μια ζωή άνετη, βαρετή, εύκολη, δεν έχει τίποτε να πει. Αν είσαι ταμίας σε μια τράπεζα ή γραφιάς σε ένα οποιοδήποτε γραφείο, είναι πολύ δύσκολο να γράψεις μυθιστόρημα. Εκτός αν είσαι ο Κάφκα! Το βιβλίο που κυκλοφορεί τώρα, “Η μελαγχολία των λιονταριών”, γεννήθηκε σε μία από τις πιο βαρετές περιόδους της ζωής μου. Για να ξεπεράσω την ανία εκείνης της περιόδου, έγραψα αυτά τα διηγήματα. Ημουν στο Πινάλ ντε Ρίο, πολύ μακριά από την Αβάνα, και εκείνη την περίοδο ήμουν δημοσιογράφος. Μετακόμισα εδώ που μένω τώρα, το 1988. Αυτή η γειτονιά είναι γεμάτη βία, επιθετικότητα, ένταση. Την τρίτη ημέρα που ήμουν εδώ ήρθε ένας γείτονας από τον τρίτο όροφο και μου είπε: “Να προσέχεις τον γιο σου, γιατί εδώ πουλάνε μαριχουάνα και κοκαΐνη και μπορεί να τον χρησιμοποιήσουν για βαποράκι!”. Ο γιος μου ήταν τότε 10-11 χρόνων. Τρελάθηκα και είπα μέσα μου: “Πού ήρθα να μείνω;”. Εξι χρόνια αργότερα, το 1994, περνούσα μια φάση μεγάλης προσωπικής κρίσης σε όλους τους τομείς. Συναισθηματικά, οικονομικά, οικογενειακά. Είχε επίσης διαλυθεί το σύμπαν, η ιδεολογία, και είχαν γιγαντωθεί τα οικονομικά προβλήματα. Ημουν απελπισμένος, είχα αυτοκτονικές τάσεις, έφτασα στα όρια του αλκοολισμού. Και τότε άρχισα να γράφω τη “Βρόμικη τριλογία της Αβάνας”. Αυτό είναι η απάντηση στην ερώτησή σας. Η λογοτεχνία είναι πάνω απ’ όλα μια άσκηση σκέψης. Γιατί αυτό που κάνεις γράφοντας, ασυναίσθητα σχεδόν, είναι να αναλύεις συνέχεια τι γίνεται μέσα σου και γύρω σου».
Χρησιμοποιείτε μια γλώσσα που μπορεί να χαρακτηριστεί «ωμή». Η γλώσσα της γραφής σας έχει αντίστοιχα αλλάξει ανάλογα με την περίοδο κατά την οποία εμπνέεστε και γράφετε; Είναι σκληρή η γλώσσα, αν και η αφετηρία γραφής είναι σκληρή; Αν αυτά που διηγείστε είναι αντίστοιχα;
«Ναι, έτσι είναι. Εχει άμεση σχέση. Δεν “διαλέγεις” τη γλώσσα σου. Είναι όπως οι χειρονομίες που κάνεις όταν μιλάς. Οταν μιλάς εκνευρισμένος και αναστατωμένος, κάνεις πολλές χειρονομίες. Οταν είσαι ήρεμος, μιλάς αλλιώς. Με τον ίδιο τρόπο λειτουργεί και η γλώσσα. Παρακολουθούσα πρόσφατα μια συνέντευξη που είχα δώσει πριν από 25 χρόνια, σε περίοδο μεγάλης προσωπικής έντασης, και έβλεπα στο βίντεο πόσο πολύ χειρονομούσα, σε σημείο να αναρωτιέμαι: “Εγώ είμαι αυτός;”. Τώρα είμαι πολύ πιο ήρεμος και κατασταλαγμένος».
Υπό αυτήν την έννοια, γνωρίζοντας κάποιος το έργο ενός συγγραφέα, γνωρίζει και τον ίδιο τον συγγραφέα. Ή ξεχωρίζετε το έργο από την προσωπικότητα; Μπορεί να δημιουργείται ένας διχασμός στον αναγνώστη ανάμεσα στο βιβλίο και στη «συνέντευξη» για το βιβλίο;
«Προσπαθώ να σέβομαι το μυαλό του αναγνώστη. Δεν θέλω να του τα εξηγώ όλα. Γράφω, νομίζω, με έναν κινηματογραφικό τρόπο. Και όπως σε μια ταινία δεν υπάρχει αφηγητής που περιγράφει την ταινία, αφήνοντας τον θεατή από την εικόνα και τους διαλόγους να δημιουργεί έναν ολόκληρο κόσμο, με τον ίδιο τρόπο λειτουργούν και τα βιβλία. Υπάρχουν, νομίζω, δύο τρόποι να γράφει κανείς. Ο ένας είναι να “χτίζεις” γράφοντας και ο άλλος είναι ο τρόπος της περιγραφής. Προσπαθώ να εφαρμόζω τον πρώτο. Πολλοί συγγραφείς γράφουν στο τρίτο πρόσωπο, περιγραφικά. Αυτό το βρίσκω εύκολο, αλλά όχι πειστικό. Προτιμώ να γράφω στο πρώτο πρόσωπο, χτίζοντας μια ιστορία, πράγμα που μου κοστίζει σε χρόνο και επεξεργασία. Μπορεί να περάσουν και δέκα χρόνια για να επεξεργαστώ ένα βιβλίο. Αλλά νομίζω ότι το αποτέλεσμα είναι πιο πειστικό για τον αναγνώστη».
Οπότε η ερώτηση είναι εύλογη. Τι ποσοστό από τα φοβερά και τρομερά που γράφετε για την Αβάνα είναι αληθινά και τι fiction;

«Ενα 80% είναι πραγματικότητα».
Ακούγεται εντυπωσιακό, γιατί πολλοί αναγνώστες σας στην Ελλάδα, από αυτούς που γνωρίζω τουλάχιστον, αναρωτήθηκαν αν τόση βιαιότητα που περιγράφεται στα βιβλία σας είναι αληθινή. Εχετε δει μπροστά στα μάτια σας τόση βιαιότητα σε ανθρώπινες σχέσεις και ιστορίες;
«Και ακόμη περισσότερο! Η λογοτεχνία πρέπει να είναι πειστική. Και αυτό που πρέπει να κάνω εγώ πολλές φορές είναι να μειώνω την ένταση της πραγματικότητας για να την κάνω πειστική. Πρέπει να λάβετε υπόψη σας ότι όταν άρχισα να γράφω από τη δεκαετία του ’90, την οικονομικοπολιτική κρίση που περνούσε η Κούβα – και κυρίως η επαρχία της Κούβας, έξω από την Αβάνα – δεν μπορεί να τη διανοηθεί κανείς. Δεν μπορεί να φανταστεί κανείς τι έζησε τότε η χώρα. Στη δεκαετία του ’80 οι οικονομικοί δείκτες της Κούβας ήταν καλύτεροι από κάθε άλλη χώρα της Λατινικής Αμερικής, σε βαθμό που οι οικονομικοί αναλυτές έλεγαν για τη Λατινική Αμερική ότι εκείνη η δεκαετία ήταν μια “χαμένη δεκαετία”. Για την Κούβα ήταν μια “κερδισμένη δεκαετία”. Επειτα όμως από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και γύρω στο 1990-1991 η πτώση ήταν κατακόρυφη και βίαιη».
Εχει ενδιαφέρον να ακούσουμε από τα δικά σας χείλη την εξήγηση.
«Η εξάρτηση της Κούβας από τη Σοβιετική Ενωση και όλο το ανατολικό μπλοκ ήταν απόλυτη. Οπότε, με το που έπεσε το καθεστώς αυτό, η πτώση ήταν και για μας πολύ βίαιη».
Με αυτήν την καθαρή ματιά που έχετε για τα πράγματα, έχετε άποψη για το «τι έρχεται» για την Κούβα;
«Δεν έχω να πω κάτι πολύ προσωπικό για το μέλλον. Οι Κινέζοι λένε ότι πάντα η Ιστορία κάνει κύκλους».
Ο Τσε Γκεβάρα στα «Ημερολόγια Μοτοσικλέτας» γράφει κάποια στιγμή, διασχίζοντας όλες τις λατινικές χώρες, ότι «όλοι οι Νοτιοαμερικανοί είμαστε το ίδιο». Το ασπάζεστε αυτό και για την Κούβα;
«Πιστεύω ότι υπάρχουν δύο “παρακλάδια” της Νότιας Αμερικής. Το ένα είναι το μείγμα των Αφρικανών με τους Ισπανούς, όπως εδώ στην Κούβα, που δίνει ένα αποτέλεσμα πολύ δυνατό, πολύ έντονο, πολύ ερωτικό. Το άλλο είναι η μείξη των ισπανών ή των πορτογάλων κατακτητών με τους ιθαγενείς, όπως είναι στη Βολιβία, στο Περού ή στο Μεξικό. Ανθρωπολογικά παρατηρώντας το, είναι δύο διαφορετικές ιστορίες. Πάντως, ειδικά για την Κούβα, αν θέλετε να σας πω, νομίζω ότι είναι και μια χώρα πολύ ευέλικτη επίσης. Γιατί μπορεί να υπάρχει η οικονομική πίεση, αλλά την ξεπερνάμε τραγουδώντας, χορεύοντας, κάνοντας έρωτα και πίνοντας ρούμι. Αν δεν υπάρχει φαγητό, δεν τρώμε, αλλά τουλάχιστον χορεύουμε και τραγουδάμε!».
Διαβάζετε ευρωπαϊκή λογοτεχνία;
«Πιστεύω ότι η ευρωπαϊκή λογοτεχνία περνάει την πιο βαρετή περίοδο της ιστορίας της. Παρ’ όλο που πέρασε από δύο πολέμους και τη μεταπολεμική περίοδο, που ήταν πολύ δύσκολη για πολλές χώρες, και για την Ελλάδα, οι συγγραφείς είναι πολύ “σφιγμένοι” και συντηρητικοί. Αλλά είναι αυτό που λέγαμε. Οταν τόσα χρόνια είχαν λύσει τα οικονομικά προβλήματά τους οι χώρες της Ευρώπης και ζούσαν μια ρουτίνα, τότε και τα έργα των ανθρώπων τους γίνονταν πιο βαρετά. Επίσης υπάρχει και το καινούργιο φρούτο που έρχεται από τις Ηνωμένες Πολιτείες, το “πολιτικώς ορθό”, που δεν μπορείς να το παρακολουθήσεις. Εχω κατηγορηθεί πολλές φορές για τη γραφή μου ως “φαλλοκράτης” ή “ρατσιστής”. Και, πράγματι, πολλοί ήρωες στα έργα μου είναι και φαλλοκράτες και ρατσιστές. Αλλά όσο και αν δεν θέλουν τέτοιες απόψεις, ας το υιοθετήσουν, έτσι είναι η κοινωνία, φαλλοκρατική και συχνά ρατσιστική. Δεν φοβάμαι να γράψω έτσι. Αν σταματήσω να γράφω όπως νιώθω και φοβάμαι μήπως δυσαρεστήσω ή ενοχλήσω ή προσβάλλω, αυτομάτως θα είμαι ένας βαρετός γραφιάς».
Μια και αναφέρετε τις ΗΠΑ, η μόνιμη συζήτηση στη Δύση από τη στιγμή που ασθένησε ο Φιντέλ Κάστρο είναι ότι, αν κάποια στιγμή φύγει από τη ζωή, την επόμενη μέρα θα αμερικανοποιηθεί η Κούβα, ευάλωτη πλέον σε άλωσή της. Πιστεύετε ότι μπορεί να υπάρξει ένα τέτοιο τέλος του κύκλου έπειτα από 52 χρόνια;
«Θα υπάρξει μια διαδικασία εκδημοκρατισμού και μια πιο φιλελεύθερη περίοδος, αλλά θα είναι μια διαδικασία σταδιακή και κανείς δεν ξέρει πώς θα κυλήσει. Οι Κουβανοί, ως έθνος, είμαστε πολύ σταθεροί. Και λόγω γεωγραφικής θέσης είμαστε σε ένα σταυροδρόμι. Αρα είμαστε μαθημένοι να δεχόμαστε τις ξένες επιρροές και να τις απορροφούμε. Να τις ενσωματώνουμε σε αυτό που είμαστε και να τις κάνουμε κάτι άλλο».
Εννοείτε ότι αυτή η σταδιακή πολιτική αλλαγή θα γίνει μόνο από τους ίδιους τους Κουβανούς; Ή θα είναι πλέον η Κούβα ευάλωτη ακόμη και σε μια επέμβαση της αμερικανικής πολιτικής και κουλτούρας;
«Η αλλαγή γίνεται ήδη ενώ μιλάμε. Υπάρχει μια γενιά μεγαλύτερη, που σιγά σιγά φεύγει και αναγκαστικά αλλάζουν τα πράγματα μέσω της νέας γενιάς. Ολοι συμφωνούμε στο να γίνει η όποια αλλαγή, ήρεμα και χωρίς να χυθεί αίμα. Χωρίς να χρειάζεται να βγει ο κόσμος στους δρόμους».
Αρα, δεν αποδέχεστε τη συζήτηση ότι η Κούβα θα αλλάξει το επόμενο πρωί που θα έχει φύγει από τη ζωή ο Κάστρο.
«Οχι, όχι, σε καμία περίπτωση. Είναι ήδη μια διαδικασία που εξελίσσεται. Ηδη σήμερα ζούμε πολύ καλύτερα απ’ ό,τι πριν από δέκα χρόνια. Αν όχι πολύ καλύτερα, πάντως καλύτερα».
Αισθάνεστε μια ψυχολογική καταπίεση από τον οικονομικό αποκλεισμό που έχει η χώρα από το εμπάργκο της Δύσης;
«Φυσικά και αισθάνομαι καταπίεση! Για παράδειγμα, στη δική μου περίπτωση, μέσα σε δύο-τρία χρόνια κλήθηκα από αμερικανικά πανεπιστήμια, στο Κολούμπια, στην Καλιφόρνια, στο Μπέρκλεϊ, να μιλήσω για τα βιβλία μου και ποτέ δεν πήρα βίζα για να πάω. Τα βιβλία μου προσπάθησα πρώτα να τα εκδώσω στην Κούβα, αλλά δεν τα έκαναν δεκτά εδώ. Iσως τα βιβλία μου να προκαλούν ενόχληση εδώ, γιατί κάποιοι μπορεί να κάνουν “πολιτική” ανάγνωση όσων γράφω. Τώρα με τον Ομπάμα δίνονται βίζες για πολιτιστικές ανταλλαγές και υπάρχουν εκατοντάδες μουσικοί, για παράδειγμα, που πηγαίνουν και έρχονται, και έτσι θα έπρεπε να είναι. Αυτό που πρέπει να κάνουν οι πολιτικοί τόσο εδώ όσο και στην Ουάσιγκτον είναι να χαλαρώσουν λίγο και να αφήσουν τον κόσμο να ζει ήρεμα και ωραία. Και να μπορούμε να ανταλλάσσουμε απόψεις, ιδέες, οτιδήποτε».
Ασπάζεστε, δηλαδή, ως εύλογες τις διαμαρτυρίες ανθρώπων που θεωρούν ότι καταπιέζονται και εκφράζονται μέσω των blogs, όπως έχει συμβεί παλαιότερα στη χώρα; Ασπάζεστε ότι υπάρχει ένα θέμα φίμωσης;
«Πρακτικά, ως τώρα, δεν έχουμε πρόσβαση στο Internet και η αιτιολόγηση για αυτό είναι ότι το πρόβλημα είναι τεχνικής φύσεως. Το θέμα είναι ότι δεν έχουμε πρόσβαση στο Internet και είναι παράλογο. Θα σας πω και κάτι προσωπικό. Oταν εκδόθηκε η “Βρόμικη τριλογία της Αβάνας” τον Οκτώβριο του 1998 στη Βαρκελώνη, ήμουν στην Ισπανία και γύρισα στην Κούβα αμέσως μετά. Εργαζόμουν ως δημοσιογράφος σε ένα περιοδικό για 26 χρόνια – από το 1972. Οταν επέστρεψα στη δουλειά μου, μόλις είχε εκδοθεί το βιβλίο μου, απολύθηκα χωρίς καμία εξήγηση και με διέγραψαν επίσης από την Ενωση Συντακτών Τύπου χωρίς καμία δικαιολογία. Ευτυχώς είχα προνοήσει να είμαι παράλληλα μέλος της Ενωσης Συγγραφέων της Κούβας και οι άνθρωποι εκεί, προς τιμήν τους, με στήριξαν. Από τότε άρχισα να γράφω περίπου ένα βιβλίο τον χρόνο. Κάποιος μου έδωσε και μια καλή συμβουλή: “Θα έπρεπε να χαίρεσαι πλέον που δεν θα έχεις κανέναν πάνω από το κεφάλι σου ως δημοσιογράφος”».
Εχει τύχει να γνωρίσετε τον Φιντέλ Κάστρο; Εχετε μια προσωπική εντύπωση από αυτόν;
«Ναι. Είναι μια πολύ γοητευτική προσωπικότητα. Επιβλητικός, με μαγνητισμό και υψηλή ευφυΐα. Μια αληθινή ηγετική φιγούρα. Να σας πληροφορήσω ότι το πρότυπό του είναι ο Μέγας Αλέξανδρος! Και όπως όλοι οι άνθρωποι, έχει τη λαμπερή και τη σκοτεινή πλευρά του».
Εχετε υπόψη σας αν έχει διαβάσει τα βιβλία σας;
«Δεν το γνωρίζω. Μου έχουν πει όμως ότι σε μια συνάντησή του με τον Αθνάρ, όταν εκείνος ήταν πρωθυπουργός της Ισπανίας, ανάμεσα στα βιβλία που χάρισε ο Αθνάρ στον Κάστρο ήταν και η “Βρόμικη τριλογία της Αβάνας”. Με δεδομένο ότι ο Αθνάρ είναι συντηρητικός, προσπάθησε να το χρησιμοποιήσει για να μιλήσει υποτιμητικά για τη χώρα μας. Αμφιβάλλω όμως πάρα πολύ αν έχει διαβάσει κάποιο βιβλίο μου ο... Φιντέλ».
Αποδέχεστε τον χαρακτηρισμό «Μπουκόφσκι της Νότιας Αμερικής» που σας έχει δοθεί;
«Αυτό είναι δημιουργία του εκδοτικού οίκου στη Βαρκελώνη που εξέδωσε τα βιβλία μου. Κατά… τερατώδη σύμπτωση, ο ίδιος εκδοτικός οίκος εκδίδει και τα βιβλία του Μπουκόφσκι! Οπότε, με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια. Ετσι είναι οι Καταλανοί: απίθανοι έμποροι».
Στα βιβλία σας «ρέει» πολύ αλκοόλ και πρωταγωνιστούν πολλές γυναίκες. Τι από τα δύο «ταξιδεύει» πιο πολύ έναν άνδρα;
«Δεν ξέρω. Η αλήθεια είναι ότι από πιτσιρικάς ήμουν πολύ ερωτικός, λάτρευα να ζω με τις γυναίκες. Ερωτεύτηκα στα 13 μου μια γειτόνισσα με την οποία μοιραζόμασταν τη βεραντούλα του σπιτιού μου τότε, μια εντυπωσιακή γυναίκα που τότε θήλαζε δύο μωρά με το μεγάλο της στήθος και εγώ καθόμουν στο μπαλκόνι και τη θαύμαζα και φαντασιωνόμουν μαζί της ολόκληρη την ημέρα. Στα 19-20 άρχισα να πίνω και όσο μεγάλωνα το απολάμβανα ακόμη περισσότερο. Κάπου αυτά τα δύο συναντήθηκαν πολλές φορές αργότερα και είναι για μένα οι μεγαλύτερες απολαύσεις της ζωής. Ποτέ δεν έμπλεξα με ναρκωτικά, το φαγητό δεν μου έλεγε κάτι, αλλά το σεξ και το ποτό ήταν το οξυγόνο μου».
Το ότι πολλές γυναίκες διάβασαν τα «σκληρά και ασεβή», από σεξουαλικής άποψης, βιβλία σας δηλώνει, πιστεύετε, ότι οι γυναίκες εκτιμούν την ειλικρίνεια της γραφής απλώς ή και το περιεχόμενό της; Γιατί το γνωρίζω από φίλες μου ότι στην αρχή σοκαρίστηκαν, αλλά τελικά εκτίμησαν το ύφος σας.
«Αυτό το πράγμα πάντα με ανησυχεί και με φοβίζει, γιατί φοβάμαι ότι αρκετός κόσμος διάβασε τα βιβλία μου σαν να επρόκειτο για πορνογραφήματα. Ενώ το σεξ στα βιβλία μου είναι μια σάλτσα. Οπως η Αγκαθα Κρίστι βάζει τα πρόσωπα στα βιβλία της να δολοφονούν το ένα το άλλο για να συνεχιστεί η πλοκή, εγώ βάζω τους πρωταγωνιστές να κάνουν σεξ. Αλλά το θέμα μου δεν είναι αυτό. Το θέμα είναι πάντα η φτώχεια. Και οι συνέπειες της φτώχειας και της μιζέριας και της υπανάπτυξης. Για το πώς η φτώχεια βάζει όρια και περιορίζει τη ζωή σου στο ότι δεν μπορείς να ζήσεις τη ζωή σου, δεν μπορείς να ταξιδέψεις, να σπουδάσεις. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτε».

* Αυτή η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜagazino στις 27 Φεβρουαρίου 2011.

Δεν υπάρχουν σχόλια: