«Μεγάλωσα με “μητέρα” τη Φρειδερίκη»

Δύο «παιδοπολίτες» (ο ένας γιος «εθνικόφρονος» και ο άλλος «αντάρτη») μιλούν για τα χρόνια τους σε ένα «στρατόπεδο» με κατήχηση και παιχνίδι υπό το άγρυπνο βλέμμα της «Μεγάλης Μητέρας»

ΣΤΙΣ 50 ΠΑΙΔΟΠΟΛΕΙΣ ανά την Ελλάδα υπολογίζεται ότι οδηγούνται περίπου 30.000 παιδιά, κατά κύριο λόγο ορφανά ή άστεγα, με γονείς στον πόλεμο, στη φυλακή ή στην εξορία ή των οποίων «το οικογενειακό περιβάλλον», όπως τουλάχιστον διαλαλεί το βασιλικό κράτος προνοίας, «δεν μπορεί να τους δώσει
τα απαραίτητα ηθικά εφόδια». «Ημασταν παιδιά και των δύο παρατάξεων» τονίζει ο 70χρονος σήμερα Σταύρος Καλαϊτζόγλου που πέρασε στις Παιδοπόλεις της Φρειδερίκης 14 ολόκληρα χρόνια (1947-1961).

«Ο καλύτερός μου φίλος ήταν γιος αντάρτη. Αργότερα αυτός με “στεφάνωσε”. Μέσα στην Παιδόπολη δεν γίνονταν διακρίσεις. Εμείς τα παιδιά δεν το επιτρέπαμε αυτό. Μια φορά που στο Ωραιόκαστρο
ένας ομαδάρχης έφεδρος αξιωματικός (ελάχιστοι ήταν της Παιδαγωγικής Ακαδημίας) κάτι τόλμησε να πει σε ένα παιδί αριστερών δεν του το συγχωρήσαμε ποτέ. Το 1955 ήρθαν και παιδιά από το ανατολικό μπλοκ (σ.σ.: από το λεγόμενο “παιδομάζωμα”). Μιλούσαν για τον “πατερούλη τον Στάλιν” αλλά γίναμε πολύ φίλοι. Με έναν που είχε έρθει από την Ουγγαρία είμαστε ως σήμερα».

Με τον έξω κόσμο οι σχέσεις των «παιδοπολιτών» ήταν ιδιαίτερες. «Κάποιοι φώναζαν “τα μπάσταρδα της Φρίκης περνούν”!». Υπήρχαν βέβαια και εκείνοι που καμάρωναν τα «παιδιά της βασιλίσσης», τα «ανταρτόπληκτα» που παρήλαυναν καλοκουρδισμένα ανά τριάδες με τα σκαρπίνια τους. «Και εμείς οι ίδιοι νιώθαμε ξεχωριστοί» θυμάται ο κ. Καλαϊτζόγλου.

«Οι δάσκαλοι μας έλεγαν ότι είμαστε από ιδιαίτερη “πάστα”• ότι αποδίδαμε πάρα πολύ μέσα στην τάξη. Αυτό βέβαια συνέβαινε διότι μας ασκούνταν δύο πιέσεις: η μία ήταν να μορφωθούμε για το καλό το δικό μας και η άλλη για να βγάλουμε καλούς βαθμούς και να μπορέσουμε να συνεχίσουμε. Διαφορετικά έπρεπε να εγκαταλείψουμε τα γράμματα, να μάθουμε μια τέχνη ή να πάμε σε επαγγελματική σχολή». Ο ίδιος θυμάται την «ανταρσία» του στην Παιδόπολη του Αγίου Δημητρίου. Είχε τελειώσει την Α΄ γυμνασίου με βαθμό ικανοποιητικό αλλά όχι ικανό (ήτοι, όχι 171/2 που ήταν το ελάχιστο όριο) και η μοίρα του έμοιαζε προδιαγεγραμμένη: δεν του επιτρεπόταν να συνεχίσει το σχολείο, έπρεπε να πάει σε Σχολή Υπαξιωματικών. «Εκείνη την ημέρα είχε έρθει η κυρία Μελά, η “Μεγάλη Κυρία των Τιμών”. Η ομαδάρχισσά μου με ενθάρρυνε να της μιλήσω. Πήγα με τη βεβαιότητα ότι θα με διαολόστελνε. Βρισκόταν στο γραφείο του Αρχηγού. Της είπα πως εγώ και κάποιοι συμμαθητές μου δεν θέλαμε να πάμε στη Σχολή Υπαξιωματικών και την παρακαλούσαμε να μας επιτρέψει να συνεχίσουμε το γυμνάσιο. Εμεινε εμβρόντητη. Είπε αυστηρά στον Αρχηγό: “Τι είναι αυτά; Κάτω από τη μύτη σας να γίνεται επανάσταση και να μην το πάρετε χαμπάρι;”. Τελικά ενέδωσε: “Αλλά, βάλτε το καλά στο μυαλό σας, όσοι μένουν εδώ δεν παίζουν. Θέλουμε παιδιά σωστά, μορφωμένα, άριστους αυριανούς πολίτες... Αν δεν βγάλετε 171/2 του χρόνου, θα φύγετε για τα χωριά σας”». Τελικά ο κ. Καλαϊτζόγλου πέρασε στη Γαλλική Φιλολογία, πήρε υποτροφία, δίδαξε κοντά 35 χρόνια στο Δημόσιο.

«Τη μάνα μου τη συγχώρεσα που με έστειλε εκεί. Δεν θα επιβίωνα σε τέτοια φτώχεια.Αυτό που μου έκανε εντύπωση είναι ότι,αν και είχε ζήσει μεγάλη τραγωδίαη ίδια της η αδελφή ήταν που πρόδωσε τους γονείς της και εκτελέστηκαν-, μου είπε ότι “και οι αντάρτες για την πατρίδα αγωνίστηκαν”.Είχε τη δύναμη να το πει αυτό.Ηθελε να μου δείξει πως ό,τι έγινε έγινε και ότι έπρεπε να τραβήξω τον δρόμο μου».

«Εκλαιγα για ώρες και μέρες»
Σταύρος Καλαϊτζόγλου

«Με πήγε η μάνα μου μια μέρα του 1947. Ημουν πεντέμισι χρόνων. Δεν μου εξήγησε τίποτα. Μόνο έκλαιγε. Οι αντάρτες είχαν σκοτώσει τους γονείς της και την αδελφή της, ο πατέρας μου είχε σκοτωθεί το 1944 σε συμπλοκή στα Κρούσσια. Δεν είχε άλλη διέξοδο.

Το χωριό μας, η Βάθη Κιλκίς, είχε καεί ολοσχερώς. Με πήγε στη Θεσσαλονίκη- ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα θάλασσα- και ύστερα στη Λητή. Αυτό που με έκανε να κλάψω δεν ήταν οι μεγάλες στρατιωτικές σκηνές, το κούρεμα με την ψιλή, ούτε το ζεστό μπάνιο με το πράσινο σαπούνι που έτσουζε τα μάτια, ούτε τα τυπικά καλοπιάσματα των “κυριών της τιμής” με τις σοκολάτες. Αυτά με εκνεύριζαν περισσότερο. Ηταν το ότι δεν θα ξανάβλεπα για πολλά χρόνια το πάντα πονεμένο αλλά γλυκύτατο πρόσωπο της μάνας μου. Εκλαιγα για ώρες και μέρες».

«Δώσε το παιδί στη βασίλισσα να το μάθει γράμματα»
Γιάννης Ατζακάς

«Η μητέρα μου πέθανε λίγο μετά τη γέννα. Ο πατέρας μου ήταν αντάρτης, για χρόνια είχαν χαθεί τα ίχνη του. Με μεγάλωνε η γιαγιά μου η Βενετιά στο χωριό μας, τον Θεολόγο της Θάσου. Η γυναίκα του παντεπόπτη γραμματέα της κοινότητας ερχόταν διαρκώς: “Δώσ΄ το, θεία Βενετιά, το παιδί στη Βασίλισσα να το μάθει γράμματα”. Για μια λαϊκή, αμόρφωτη γυναίκα οι λέξεις “βασίλισσα” και “γράμματα” είχαν ιδιαίτερο βάρος. Η γιαγιά έδωσε τη συγκατάθεσή της, αν και με βαριά καρδιά. Δεν είχαν έρθει στην τύχη στο σπίτι μας. Το επιχείρημα της Φρειδερίκης ότι ήθελε να μας γλιτώσει από το “παιδομάζωμα”, ήταν εντελώς ανυπόστατο στη δική μου περίπτωση γιατί βρισκόμασταν σε νησί και δεν υπήρχαν κίνδυνοι όπως στη Βόρεια Ελλάδα. Αλλωστε 20 ημέρες νωρίτερα είχε λήξει ο Εμφύλιος. Οσο για φτώχεια, το δικό μας κελάρι ήταν γεμάτο».

«Στα οκτώ μου χρόνια αρχίζω να αναρωτιέμαι...»

Ενας άλλος βετεράνος «παιδοπολίτης», ο Γιάννης Ατζακάς (το 2009 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το αυτοβιογραφικό βιβλίο του «Θολός Βυθός», εκδόσεις Αγρα), θυμάται πως η Φρειδερίκη έγινε η «Μεγάλη Μητέρα» του. Ο κ. Ατζακάς συμφωνεί ότι «δεν γίνονταν διακρίσεις μεταξύ των παιδιών. Υπήρχε όμως μια μεγάλη ανισότητα. Τι είδους παιδαγωγικότητα είναι αυτή όταν καθυβρίζεις διαρκώς τη μία πλευρά; Οταν με κηρύγματα, ιστορίες, ζωγραφιές παρουσιάζεις τους κακούς “συμμορίτες” με τα μεγάλα βρώμικα γένια, τα γαμψά νύχια και τα μαχαίρια που στάζουν αίμα να αρπάζουν παιδιά; Στα οκτώ μου χρόνια αρχίζω να αναρωτιέμαι... Κατά βάθος ξέρω ότι ο πατέρας μου δεν είναι στον στρατό, είχα ακούσει τη γιαγιά μου να λέει: “Τι ήθελε και πήγε να γίνει αντάρτης”. Το απώθησα μέσα μου για χρόνια. Μεταξύ μας τα παιδιά δεν μιλούσαμε γι΄ αυτά παρά μόνο πολύ αργότερα. Υπήρχε μια ομερτά. Μας ένοιαζε να παίζουμε (η αλήθεια είναι ότι παίξαμε πολύ στις Παιδοπόλεις),να έχουμε φίλους...».

Εξι χρόνια (1949-1955) κράτησε η «περιοδεία» του κ. Ατζακά στις Παιδοπόλεις. Στο «Καστρί» της Κηφισιάς τον φώναξε μια μέρα η Αρχηγός στο γραφείο της και τον ρώτησε αν ήθελε να τον πάρει μια καλή και πλούσια οικογένεια στην Αμερική. «Αρνήθηκα. Λένε ότι κάπου 2.500 “κόκκινα” παιδιά έφυγαν. Αρχικά για να εφοδιάσουν τις άτεκνες οικογένειες των ομογενών. Μετά ενδιαφέρθηκαν και άλλοι Αμερικανοί».

Τα εφόδια που του έδωσαν οι Παιδοπόλεις; «Στρώνω πολύ καλά το κρεβάτι... Μου αρέσει τρομερά η τάξη. Μια φαινομενική σκληρότητα και ένα μεγάλο κράτημα των συναισθημάτων μου. Ασκηθήκαμε σε αυτό. Μια πειθαρχία επίσης και μια πίστη σε αξίες, γιατί μας δόθηκε ένα σύστημα αξιών, όποιο και αν ήταν αυτό. Με ρωτούν σήμερα αν έχω ξεπεράσει τα τραύματα. Να σας πω την αλήθεια, αυτά “περί τραυμάτων” είναι για σοκολατόπαιδα. Δεν μας ενδιέφεραν εμάς. Εμείς ήμασταν παιδιά του Εμφυλίου, από πίσω μας ήταν η φωτιά και ο όλεθρος, κάποιοι είχαν δει τους γονείς τους σκοτωμένους, μπροστά μας τώρα ήταν η ζωή και έπρεπε να την κερδίσουμε».

http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=1&artId=378354&dt=16/01/2011#ixzz1BBoI498a

Δεν υπάρχουν σχόλια: