Η αντιγραφή του χθες δεν οδηγεί στο αύριο
Του Γρηγόρη Τζιοβάρα
Παρακολουθώντας τον τρόπο με τον οποίο εξελίσσεται η προεκλογική αντιπαράθεση των κομμάτων, έχω την αίσθηση πως ματαιοπονεί κανείς στην προσπάθεια αναζήτησης στοιχείων που να αποτυπώνουν το νέο που -υποτίθεται ότι- ζήτησαν οι πολίτες με την ψήφο τους στις 6 Μαΐου, έστω και αν το αίτημα εκδηλώθηκε με κατακερματισμό και διασπορά των επιλογών.
Αναρωτιέμαι, για παράδειγμα, αν, μετά την -κατά πολλούς δικαιολογημένη- καταδίκη του λεγόμενου δικομματισμού, οι δυνάμεις, που αναδείχθηκαν ενισχυμένες από την τελευταία κάλπη και διεκδικούν επαύξηση της επιρροής τους στη νέα αναμέτρηση της 17ης Ιουνίου, συνιστούν τους φορείς εκείνους που είναι οι κατάλληλοι για να ανοίξουν νέοι δρόμοι για τον τόπο και να δημιουργήσουν ελπίδα και προοπτική στους ανήσυχους πολίτες.
Χωρίς να παριστάνω τον αντικειμενικό, προσπαθώ να είμαι ανοιχτός και καλοπροαίρετος στις επισημάνσεις μου. Γι΄ αυτό και δεν ασχολούμαι με τις –ένθεν κακείθεν- διχαστικές απλουστεύσεις που θέτουν αντιμέτωπους από τη μια τους «προδότες» και «προσκυνημένους» μνημονιακούς και από την άλλη τους αλαζονικούς «μικρομέγαλους» που θέλουν να μας πάνε στη δραχμή.
Προτιμώ να εστιάσω στα συγκεκριμένα και επ΄ αυτών να εκφράσω τις αμφιβολίες μου για τη φορά των προεκλογικών πραγμάτων. Θα περίμενε, ας πούμε, κανείς ότι οι θιασώτες του «νέου» να ήταν έτοιμοι να ανατρέψουν, όχι με λόγια, αλλά με πράξεις, όλα εκείνα που στις νηφάλιες συζητήσεις, που κάνουμε μεταξύ μας, όταν αφήνουμε στην άκρη τις παραμορφωτικές παρωπίδες, συνομολογούμε ότι αποτελούν χρόνιες παθογένειες που ταλαιπωρούν όλους μας.
Ας πάρουμε, ως παράδειγμα, τη φοροδιαφυγή, η έκταση της οποίας αναμφισβήτητα πλήττει το σύνολο της κοινωνίας και πρωτίστως τους οικονομικά αδύναμους. Σε βαθμό, μάλιστα, τέτοιο που η καταπολέμησή της να αποτελεί όρο επιβίωσης του ελληνικού δημοσίου και, πολύ περισσότερο, αυτού που λέγεται «κοινωνικό κράτος», το οποίο χωρίς χρηματοδότηση, δια της φορολογίας, δεν είναι παρά «ένα πουκάμισο αδειανό».
Με λύπη διαπιστώνω ότι στις θολές και πολύ συχνά αντικρουόμενες προγραμματικές θέσεις που διατυπώνουν τις τελευταίες μέρες λογής – λογής στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, αποφεύγουν επιμελώς να θίξουν τη διαπιστωμένη ανάγκη αναδιάρθρωσης των φοροεισπρακτικών μηχανισμών που αποτελεί προϋπόθεση για να γίνει αποτελεσματικό το σύστημα συλλογής των φόρων, με βάση την κοινά παραδεκτή συνταγματική πρόνοια, σύμφωνα με την οποία καθένας συμβάλει ανάλογα με τη φοροδοτική ικανότητά του.
Μου δημιουργείται η εντύπωση ότι δεν πρόκειται για παράλειψη, όταν μάλιστα οι ίδιοι αναγνωρίζουν την ανάγκη αύξησης των δημοσίων εσόδων και γι΄ αυτό εξαγγέλλουν φόρους και εισφορές, που είμαι περίεργος να δω, αν και όταν βρεθούν στα πράγματα, πως θα επιβάλουν την είσπραξή τους, όταν μέχρι πρότινος υπέθαλπαν –αν δεν καθοδηγούσαν, κιόλας- τα περιβόητα κινήματα «δεν πληρώνω», προσδίδοντας ιδεολογικά χαρακτηριστικά σε μια καταφανώς αντικοινωνική συμπεριφορά, τουλάχιστον από εκείνους που είχαν τη δυνατότητα να πληρώσουν.
Πιστεύω, αντιθέτως, ότι αποφεύγουν σκοπίμως τη συζήτηση για την αναδιάρθρωση των φοροεισπρακτικών μηχανισμών, επειδή δεν θέλουν να δυσαρεστήσουν τους καινούργιους «πελάτες» που προσήλκυσαν, συμπεριφερόμενοι, έτσι, όπως έκαναν, δεκαετίες τώρα, οι δυνάμεις που οι ίδιοι επικρίνουν και τις οποίες, αντιγράφοντας συνθήματα του χθες, υποτίθεται ότι θέλουν να θέσουν στο «χρονοντούλαπο της ιστορίας».
Φοβούνται, προφανώς, πως, αν ανοίξει μια τέτοια συζήτηση, θα περιλάβει το ευρύτερο ζήτημα της λειτουργίας του δημόσιου τομέα και της ανάγκης για αξιολόγηση. Ένα ζήτημα που αποτελεί «ταμπού» τόσο για την παραδοσιακή, όσο και για τη νεόφερτη «πελατεία» που συνέρρευσε στα μέχρι πρότινος «μικρομάγαζα» που μεγάλωσαν απότομα και οι διαχειριστές τους, αμήχανοι και οι ίδιοι από την κοσμοσυρροή, παραμένουν στο κλασσικό δόγμα «ο πελάτης έχει πάντα δίκιο», ακόμη και όταν είναι βέβαιο πως τα διαθέσιμα αποθέματα του… καταστήματος δε μπορούν να ικανοποιήσουν τους πάντες.
Ξέρω πως όταν κάποιος είναι «καβάλα στο κύμα» και έχει ούριο τον άνεμο, δύσκολα, ιδίως αν είναι νεοφώτιστος, λαμβάνει υπόψη του τις προειδοποιήσεις. Βλέπω, εξάλλου, γύρω μου κλειστά αυτιά απέναντι σε κάθε είδους μετριοπαθείς εκτιμήσεις. Διαπιστώνω, επίσης, απροθυμία να αναγνωριστούν αιτιώδεις σχέσεις των προβλημάτων, την ίδια ώρα που επαναλαμβανόμενοι απλοϊκοί ισχυρισμοί, κυρίως όταν περιλαμβάνουν μεγάλη δόση συνωμοσιολογίας, μετρούν περισσότερο από τα λογικά επιχειρήματα.
Προσωπικά, ωστόσο, δεν πτοούμαι. Και χωρίς να διστάζω να αναγνωρίσω ότι, ενδεχομένως, στην παρούσα συγκυρία, ο λόγος μου να έχει μειοψηφική απήχηση, επιμένω στη θέση μου. Θέση, με την οποία πήρα την απόφαση πριν από περίπου δύο χρόνια να εκτεθώ στην κρίση των Θεσπρωτών και η οποία συνοψίζεται στην εδραία πεποίθησή μου πως η αντιγραφή του χθες δεν οδηγεί στο αύριο.
Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου.
Παρακολουθώντας τον τρόπο με τον οποίο εξελίσσεται η προεκλογική αντιπαράθεση των κομμάτων, έχω την αίσθηση πως ματαιοπονεί κανείς στην προσπάθεια αναζήτησης στοιχείων που να αποτυπώνουν το νέο που -υποτίθεται ότι- ζήτησαν οι πολίτες με την ψήφο τους στις 6 Μαΐου, έστω και αν το αίτημα εκδηλώθηκε με κατακερματισμό και διασπορά των επιλογών.
Αναρωτιέμαι, για παράδειγμα, αν, μετά την -κατά πολλούς δικαιολογημένη- καταδίκη του λεγόμενου δικομματισμού, οι δυνάμεις, που αναδείχθηκαν ενισχυμένες από την τελευταία κάλπη και διεκδικούν επαύξηση της επιρροής τους στη νέα αναμέτρηση της 17ης Ιουνίου, συνιστούν τους φορείς εκείνους που είναι οι κατάλληλοι για να ανοίξουν νέοι δρόμοι για τον τόπο και να δημιουργήσουν ελπίδα και προοπτική στους ανήσυχους πολίτες.
Χωρίς να παριστάνω τον αντικειμενικό, προσπαθώ να είμαι ανοιχτός και καλοπροαίρετος στις επισημάνσεις μου. Γι΄ αυτό και δεν ασχολούμαι με τις –ένθεν κακείθεν- διχαστικές απλουστεύσεις που θέτουν αντιμέτωπους από τη μια τους «προδότες» και «προσκυνημένους» μνημονιακούς και από την άλλη τους αλαζονικούς «μικρομέγαλους» που θέλουν να μας πάνε στη δραχμή.
Προτιμώ να εστιάσω στα συγκεκριμένα και επ΄ αυτών να εκφράσω τις αμφιβολίες μου για τη φορά των προεκλογικών πραγμάτων. Θα περίμενε, ας πούμε, κανείς ότι οι θιασώτες του «νέου» να ήταν έτοιμοι να ανατρέψουν, όχι με λόγια, αλλά με πράξεις, όλα εκείνα που στις νηφάλιες συζητήσεις, που κάνουμε μεταξύ μας, όταν αφήνουμε στην άκρη τις παραμορφωτικές παρωπίδες, συνομολογούμε ότι αποτελούν χρόνιες παθογένειες που ταλαιπωρούν όλους μας.
Ας πάρουμε, ως παράδειγμα, τη φοροδιαφυγή, η έκταση της οποίας αναμφισβήτητα πλήττει το σύνολο της κοινωνίας και πρωτίστως τους οικονομικά αδύναμους. Σε βαθμό, μάλιστα, τέτοιο που η καταπολέμησή της να αποτελεί όρο επιβίωσης του ελληνικού δημοσίου και, πολύ περισσότερο, αυτού που λέγεται «κοινωνικό κράτος», το οποίο χωρίς χρηματοδότηση, δια της φορολογίας, δεν είναι παρά «ένα πουκάμισο αδειανό».
Με λύπη διαπιστώνω ότι στις θολές και πολύ συχνά αντικρουόμενες προγραμματικές θέσεις που διατυπώνουν τις τελευταίες μέρες λογής – λογής στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, αποφεύγουν επιμελώς να θίξουν τη διαπιστωμένη ανάγκη αναδιάρθρωσης των φοροεισπρακτικών μηχανισμών που αποτελεί προϋπόθεση για να γίνει αποτελεσματικό το σύστημα συλλογής των φόρων, με βάση την κοινά παραδεκτή συνταγματική πρόνοια, σύμφωνα με την οποία καθένας συμβάλει ανάλογα με τη φοροδοτική ικανότητά του.
Μου δημιουργείται η εντύπωση ότι δεν πρόκειται για παράλειψη, όταν μάλιστα οι ίδιοι αναγνωρίζουν την ανάγκη αύξησης των δημοσίων εσόδων και γι΄ αυτό εξαγγέλλουν φόρους και εισφορές, που είμαι περίεργος να δω, αν και όταν βρεθούν στα πράγματα, πως θα επιβάλουν την είσπραξή τους, όταν μέχρι πρότινος υπέθαλπαν –αν δεν καθοδηγούσαν, κιόλας- τα περιβόητα κινήματα «δεν πληρώνω», προσδίδοντας ιδεολογικά χαρακτηριστικά σε μια καταφανώς αντικοινωνική συμπεριφορά, τουλάχιστον από εκείνους που είχαν τη δυνατότητα να πληρώσουν.
Πιστεύω, αντιθέτως, ότι αποφεύγουν σκοπίμως τη συζήτηση για την αναδιάρθρωση των φοροεισπρακτικών μηχανισμών, επειδή δεν θέλουν να δυσαρεστήσουν τους καινούργιους «πελάτες» που προσήλκυσαν, συμπεριφερόμενοι, έτσι, όπως έκαναν, δεκαετίες τώρα, οι δυνάμεις που οι ίδιοι επικρίνουν και τις οποίες, αντιγράφοντας συνθήματα του χθες, υποτίθεται ότι θέλουν να θέσουν στο «χρονοντούλαπο της ιστορίας».
Φοβούνται, προφανώς, πως, αν ανοίξει μια τέτοια συζήτηση, θα περιλάβει το ευρύτερο ζήτημα της λειτουργίας του δημόσιου τομέα και της ανάγκης για αξιολόγηση. Ένα ζήτημα που αποτελεί «ταμπού» τόσο για την παραδοσιακή, όσο και για τη νεόφερτη «πελατεία» που συνέρρευσε στα μέχρι πρότινος «μικρομάγαζα» που μεγάλωσαν απότομα και οι διαχειριστές τους, αμήχανοι και οι ίδιοι από την κοσμοσυρροή, παραμένουν στο κλασσικό δόγμα «ο πελάτης έχει πάντα δίκιο», ακόμη και όταν είναι βέβαιο πως τα διαθέσιμα αποθέματα του… καταστήματος δε μπορούν να ικανοποιήσουν τους πάντες.
Ξέρω πως όταν κάποιος είναι «καβάλα στο κύμα» και έχει ούριο τον άνεμο, δύσκολα, ιδίως αν είναι νεοφώτιστος, λαμβάνει υπόψη του τις προειδοποιήσεις. Βλέπω, εξάλλου, γύρω μου κλειστά αυτιά απέναντι σε κάθε είδους μετριοπαθείς εκτιμήσεις. Διαπιστώνω, επίσης, απροθυμία να αναγνωριστούν αιτιώδεις σχέσεις των προβλημάτων, την ίδια ώρα που επαναλαμβανόμενοι απλοϊκοί ισχυρισμοί, κυρίως όταν περιλαμβάνουν μεγάλη δόση συνωμοσιολογίας, μετρούν περισσότερο από τα λογικά επιχειρήματα.
Προσωπικά, ωστόσο, δεν πτοούμαι. Και χωρίς να διστάζω να αναγνωρίσω ότι, ενδεχομένως, στην παρούσα συγκυρία, ο λόγος μου να έχει μειοψηφική απήχηση, επιμένω στη θέση μου. Θέση, με την οποία πήρα την απόφαση πριν από περίπου δύο χρόνια να εκτεθώ στην κρίση των Θεσπρωτών και η οποία συνοψίζεται στην εδραία πεποίθησή μου πως η αντιγραφή του χθες δεν οδηγεί στο αύριο.
Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου