Στην ανέφικτη δυνατότητα αύξησης μισθών, απαντούσαμε «έξυπνα», με τη θέσπιση επιδομάτων που άγγιζαν τα όρια του γελοίου. Στις φωνές που κραύγαζαν περί ιδιωτικού τομέα, κάποιοι ανεκδιήγητοι Υπουργοί του «σοσιαλισμού» απάντησαν με το κλείσιμο ιδιωτικών παραγωγικών μονάδων, αφού οι πόρτες του ευρύτερου δημοσίου ήταν ορθάνοιχτες και τα δανεικά για την πληρωμή μισθών-συντάξεων-επιδομάτων άφθονα. Κανένας όμως από αυτούς τους Υπουργούς δεν έβλεπε στο βάθος το χρέος. Αρκεί που περνούσαν οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια… Και τα χρόνια πέρασαν και φτάσαμε στο οριακό σημείο. Στο σημείο αυτό που τα δανεικά των αγορών τελείωσαν.
Και μετά τον υπέρτατο λαϊκισμό του «λεφτά υπάρχουν», ήρθε η τρόικα και το μνημόνιο. Ένα μνημόνιο που συντάχθηκε χωρίς τη δική μας πρόταση, αφού ο ΓΑΠ και η κυβέρνησή του όχι μόνο δεν πρότειναν τίποτε, αλλά ήταν ανένδοτοι να ακούσουν οποιαδήποτε φωνή από το εσωτερικό, που πρότεινε λύσεις για την έξοδο από το αδιέξοδο του δημοσιονομικού προβλήματος.
Μεταξύ των άλλων κυρίαρχη θέση στο μνημόνιο είχαν οι αποκρατικοποιήσεις, την εποχή μάλιστα που οι αξίες δεν είχαν υποχωρήσει αισθητά. Το σοβιέτ όμως αντιστεκόταν. Προτιμούσε να δημιουργεί ελλείμματα ο ΟΔΙΕ (Οργανισμός Διοργάνωσης Ιπποδρομιών Ελλάδος) και όχι να αποκρατικοποιηθεί. Αλήθεια σε ποια χώρα του κόσμου μονοπωλιακή επιχείρηση τζόγου έχει ζημιές; Το σοβιέτ αντιστεκόταν στην πώληση του ΟΠΑΠ, με τη μισθοδοσία της καθαρίστριας να αγγίζει τις 250.000 ευρώ ετησίως. Σήμερα όσοι διαμαρτύρονται για το τίμημα του ΟΠΑΠ, 16 φορές τα κέρδη του, δεν διαμαρτυρήθηκαν ποτέ για το μισθό της καθαρίστριας του κρατικού ΟΠΑΠ. Ο κατάλογος όλων αυτών των στρεβλώσεων δεν τελειώνει…
Αφού λοιπόν δεν υπήρξε η απαγκίστρωση του κράτους από τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες, επιλέχθηκε η λύση να γίνει το κράτος συνέταιρος με τις επιχειρήσεις και τους ιδιώτες. Το μοντέλο της υπερφορολόγησης σε περίοδο παρατεταμένης ύφεσης έγινε πραγματικότητα. Κάθε ελληνική επιχείρηση, ανεξάρτητα από το μέγεθος, απέκτησε το κράτος ως συνέταιρο που πνίγει την κερδοφορία της.
Φτάσαμε λοιπόν σήμερα με την επιχειρηματικότητα να έχει δεχθεί τον μεγαλύτερο πόλεμο και την ανεργία, μόνο από τον ιδιωτικό τομέα, στα ύψη. Το μισθολογικό κόστος βέβαια έχει μειωθεί, αλλά το συνολικό λειτουργικό κόστος σε συνδυασμό με την υπερφορολόγηση, υπερκαλύπτουν πολλαπλάσια αυτή τη μείωση.
Το παράδειγμα της μείωσης του ΦΠΑ στις επιχειρήσεις εστίασης είναι χαρακτηριστικό, αναφορικά με τα οφέλη της μείωσης φόρου που σχετίζεται με την επιχειρηματικότητα. Δεν θα ισχυριστώ ότι μειώθηκαν συνολικά οι τιμές, που έχει γίνει σε πολλές περιπτώσεις. Με βεβαιότητα όμως θα ισχυριστώ ότι διατηρήθηκε στη ζωή ένας κλάδος με μεγάλη συμμετοχή στην απασχόληση. Σε όσους σπεύσουν να επικρίνουν τη δραστηριότητα της εστίασης ως μη παραγωγική θα τους απαντήσω ότι δεν έχουμε την πολυτέλεια να επιλέξουμε σήμερα επιχειρήσεις που δεν πρέπει να υπάρχουν, όταν δίνουν δουλειά σε νέους κυρίως ανθρώπους, με τα ποσοστά ανεργίας σε αυτή την ηλικιακή ομάδα να είναι πολύ πάνω από το μέσο όρο. Σε όσους επίσης σπεύσουν να αναφέρουν τα χαμηλότερα έσοδα από τον ΦΠΑ στην εστίαση, θα τους παραπέμψω να συνυπολογίσουν το συνολικό οικονομικό ισοζύγιο, αν μεγάλος αριθμός αυτών των επιχειρήσεων δεν υπήρχαν. Θα ήταν αρνητικό με ότι αυτό συνεπάγεται.
Όσο θα συνεχίζει το κράτος να είναι συνέταιρος στις επιχειρήσεις είτε άμεσα με τους φόρους, είτε έμμεσα με υπέρογκες ασφαλιστικές εισφορές χωρίς δικαίωμα επιλογής, είτε αυξάνοντας σε αυτές το λειτουργικό τους κόστος μέσω κεφαλικών φόρων που ονομάζονται τέλη, είτε μέσω των τιμολογίων των ΔΕΚΟ η επιχειρηματικότητα θα συρρικνώνεται.
Σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά πρέπει να προχωρήσουμε σε ένα νέο φορολογικό πρότυπο, το οποίο θα ευνοεί την ύπαρξη κερδών για να φορολογηθούν και όχι να ωθεί στη φοροδιαφυγή για την επιβίωση. Το οφείλουμε πρώτα στους άνεργους και τους νέους.
Βασίλης Τσιαλιαμάνης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου