Αν ο υπουργός Οικονομικών Γιάννης Στουρνάρας λαμβάνει υπόψη του τον τρόπο φορολόγησης των βουλευτών, τότε μάλλον έχει δίκιο όταν λέει ότι στην Ελλάδα… δεν υπάρχει υπερφορολόγηση.
Όπως δίκιο φαίνεται να έχουν και όσοι υποστηρίζουν ότι το πολιτικό σύστημα και οι άνθρωποι που το απαρτίζουν είναι ένα από τα βαρίδια που δεν επιτρέπουν την έξοδο της χώρας από την κρίση.
Πως αλλιώς, άλλωστε, μπορεί να εξηγηθεί ο συνδικαλιστικός ακτιβισμός με τον οποίο επιφανείς εκπρόσωποι του πολιτικού κόσμου αντιδρούν κάθε φορά που ανοίγει η συζήτηση για τα «κεκτημένα» που έχουν αποκτήσει την περίοδο της αμέριμνης ευημερίας και τη σκληρή μάχη που δίνουν για τη διατήρησή τους οι ίδιοι που ομοθύμως διατυμπανίζουν την ανάγκη για δίκαιη κατανομή των φορολογικών βαρών.
Η παρελκυστική υπεκφυγή που συνιστά η πρόταση για την καθιέρωση βιβλίου εσόδων – εξόδων για τους βουλευτές, προκειμένου να αποφύγουν την κατάργηση του ειδικού φορολογικού καθεστώτος που έχουν εξασφαλίσει για τους εαυτούς τους, είναι νομίζω ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά της αδυναμίας του πολιτικού κόσμου να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και, λειτουργώντας με γνώμονα τη δύναμη του παραδείγματος, να προασπίσει τον ίδιο το θεσμό του κοινοβουλευτισμού.
Η…. φαεινή ιδέα για την αλλαγή του τρόπου φορολόγησης των βουλευτών δεν είναι καινούργια και δεν είναι η πρώτη φορά που πέφτει στο τραπέζι. Λανσαρίστηκε για πρώτη φορά το 1998 όταν και πάλι τότε είχε τεθεί ζήτημα κατάργησης του αφορολόγητου της βουλευτικής αποζημίωσης, η οποία άρχισε έκτοτε να φορολογείται μερικώς, αφού, όμως, στο μεταξύ το ύψος της είχε εκτιναχθεί προς τα πάνω.
Νουνεχείς άνθρωποι που ήταν τότε στα πράγματα αντιλήφθηκαν τον προβληματικό –και μάλλον προσβλητικό- χαρακτήρα που θα είχε το μέτρο της καθιέρωσης βιβλίων εσόδων - εξόδων και το απέρριψαν ασυζητητί, με το βάσιμο επιχείρημα ότι η ιδιότητα του βουλευτή δεν είναι ελεύθερο επάγγελμα για να τύχει αυτού του είδους τη φορολογική αντιμετώπιση.
Με όσα έχουν επισυμβεί την παρελθούσα δεκαπενταετία και ιδίως την τελευταία μνημονιακή τετραετία, θα περίμενε, λοιπόν, κανείς ότι στο άκουσμα και μόνον της πρότασης, οι ίδιοι οι σημερινοί βουλευτές, η πλειονότητα των οποίων είναι «γεννήματα» της κρίσης, θα ξεσηκωνόταν, διαμαρτυρόμενοι για τον προσβλητικό χαρακτήρα της πρότασης να μετατραπούν σε «επαγγελματίες».
Δυστυχώς, όμως, όχι μόνον δεν υπήρξε κύμα διαμαρτυρίας από τους ίδιους τους βουλευτές, αλλά η πρόταση υιοθετήθηκε και από έμπειρους πολιτικούς, μεταξύ αυτών και ο πρόεδρος της Βουλής Ευάγγελος Μεϊμαράκης, που μάλλον αγνοούν τον αντίκτυπο που θα είχε τυχόν καθιέρωση ενός τέτοιου μέτρου που θα αποτελούσε παγκόσμια πρωτοτυπία.
Με ποια λογική, αλήθεια, θα μπορούσε να δοθεί στους βουλευτές δικαίωμα να καταγράφουν τις δαπάνες τους και να τις αφαιρούν από τα έσοδά τους; Ποιες από τις δαπάνες θα αναγνωρίζονται ως «επαγγελματικές» και ποιες ως προσωπικές ή οικογενειακές; Και πως θα φορολογούνται εν τέλει; Επί των… κερδών, όπως οι επιχειρήσεις; Θα δημοσιεύουν, άραγε, και ισολογισμούς με αποτελέσματα χρήσης;
Το γεγονός ότι οι βουλευτές έχουν έξοδα δεν μπορεί να αποτελέσει βάσιμο επιχείρημα. Γιατί το ίδιο ακριβώς συμβαίνει με τη συντριπτική πλειονότητα των πολιτών (που έχουν ακόμη εισοδήματα). Και εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι αν αναγνωριζόταν σε όλους μας η δυνατότητα να καταγράφουμε τις δαπάνες μας και να τις αφαιρούμε από τα έσοδα, τότε, πιθανότατα, κανείς δεν έπρεπε να πληρώνει φόρο, αφού σπανίζουν οι Έλληνες που καταφέρνουν σήμερα να καλύψουν τα έξοδα τους με τα τρέχοντα εισοδήματα.
Αποφεύγοντας τον πειρασμό του λαϊκισμού που συνήθως συνοδεύει τις συζητήσεις για τα οικονομικά των βουλευτών, δεν μπορώ να μην επισημάνω ότι με τέτοιες «συντεχνιακές» νοοτροπίες το ίδιο το πολιτικό σύστημα αυτοϋπονομεύεται, στέλνοντας λάθος μηνύματα στη χειμαζόμενη ελληνική κοινωνία και ρίχνοντας νερό στο μύλο όσων αποστρέφονται τον κοινοβουλευτισμό.
Το αντιλαμβάνονται, άραγε, εκεί στην Πλατεία Συντάγματος;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου