Το βασικό πρόβλημα στις ελληνοαλβανικές σχέσεις υπήρξε η διεκδίκηση της περιοχής, την οποία οι Αλβανοί ονομάζουν Νότια Αλβανία και οι Έλληνες, όπως είναι και το ορθό, Βόρειο Ήπειρο.
Οι ελληνικές θέσεις σ’ αυτή τη διεκδίκηση στηρίζονταν σε ιστορικά γεγονότα και σε φυλετικές και θρησκευτικές διακρίσεις.
Οι Αλβανοί διεκδικούσαν τμήμα του Ηπειρωτικού χώρου με το αιτιολογικό ότι στο τμήμα αυτό κατοικούσαν αλβανόφωνοι ορθόδοξοι και μουσουλμάνοι.
Ένα πρόβλημα που κληροδοτήθηκε από τους Τούρκους, οι οποίοι συνήθιζαν στις απογραφές να κατατάσσουν τους πληθυσμούς της Αυτοκρατορίας ανάλογα με το θρήσκευμα που ακολουθούσαν. Αυτή η συνήθεια των Τούρκων να θεωρούν τη θρησκεία και όχι την εθνική συνείδηση ως κριτήριο καθορισμού της εθνικότητας, υπήρξε η αιτία της διαμάχης μεταξύ Ελλήνων και Αλβανών.
Οι μουσουλμάνοι Αλβανοί που ασκούσαν στην Ήπειρο την τουρκική εξουσία, δημιουργούσαν σύγχυση των ορίων Ηπείρου και Αλβανίας. Έτσι ιστορικά οι Έλληνες τοποθετούσαν τα όρια της Ηπείρου, όπως είναι ιστορικά αποδεδειγμένο, στο Γενούσο (Σκούμπι) ποταμό, ενώ οι μουσουλμάνοι Αλβανοί επεξέτειναν τα όρια της Αλβανίας μέχρι τον Αμβρακικό κόλπο. Η διαμάχη αυτή συνεχίστηκε μέχρι το 1912, χρονιά που οι Αλβανοί κατόρθωσαν να διασφαλίσουν σημαντικές παραχωρήσεις από τους Νεότουρκους, με κυριότερη την εδαφική καταγραφή της Αλβανίας, αφού μέχρι τότε ήταν απλά μια γεωγραφική έκταση χωρίς όρια.
Κατά τον Α’ Βαλκανικό πόλεμο έγιναν γνωστές οι Αλβανικές προθέσεις. Με τη διακήρυξη των Σκοπίων (14 Οκτωβρίου 1912) γνωστοποιούσαν στις Μεγάλες Δυνάμεις ότι θα πολεμούσαν, όχι για να ενισχύσουν την Τουρκία, αλλά για την ανεξαρτησία της Αλβανίας. Εντούτοις, οι Αλβανοί πολέμησαν στο πλευρό των Τούρκων, γιατί επιθυμία τους ήταν η συνέχιση της τουρκικής κυριαρχίας.
Οι Τούρκοι ηττήθηκαν σε όλα τα μέτωπα. Η επιτυχία αυτή των Βαλκανικών κρατών ανησύχησε την κυβέρνηση της Αυστρίας, γιατί η εξέλιξη αυτή συνδεόταν με τα συμφέροντά της. Την ανησυχία της αυτή την εξέθεσε στους Γερμανούς και Ιταλούς. Και οι Ιταλοί είχαν συμφέροντα στην Αδριατική, αλλά επιπλέον επιθυμούσαν να αποκόψουν τη σερβική επέκταση προς δυσμάς. Στο μεταξύ, η προέλαση των Σέρβων και η πρόοδος των Ελλήνων στην Ήπειρο έκαναν τους αλβανούς εθνικιστές, που ζούσαν έξω από την Αλβανία, να αναλάβουν δράση. Ο Ισμαήλ Κεμάλ Μπέης Βλιώρα, Αλβανός εθνικιστής, πήγε στο Βουκουρέστι. Από το Βουκουρέστι ταξίδεψε στη Βιέννη και ανακοίνωσε την απόφασή τους για τα δίκαια του αλβανικού λαού στην αυστριακή κυβέρνηση, η οποία επιδοκίμασε αυτή την απόφαση. Από τη Βιέννη ο Ισμαήλ Βλιώρα επέστρεψε στην Αλβανία, όπου στις 28 Νοεμβρίου 1912 ανεκήρυξε στην Αυλώνα την ανεξαρτησία της. Έτσι ιδρύθηκε το αλβανικό κράτος.
Η συμβολή του Ισμαήλ Βλιώρα και των άλλων Αλβανών εθνικιστών ηγετών στην ίδρυση του νέου κράτους υπήρξε αποφασιστική. Εκείνο που περισσότερο έκαμε τους Αλβανούς να ανακηρύξουν την ανεξαρτησία τους, ήταν η σερβική και ελληνική απειλή του διαμελισμού της Αλβανίας, αλλά και η ενθάρρυνση και υποστήριξη της Αυστρίας και Ιταλίας.
Στις αρχές του 1913 τα ελληνικά στρατεύματα, μετά την απελευθέρωση των Ιωαννίνων (21 Φεβρουαρίου) προήλασαν προς βορρά. Στις 16 Μαρτίου 1913 απελευθερώνουν το Αργυρόκαστρο και στις 19 το Τεπελένι. Η Κορυτσά είχε απελευθερωθεί νωρίτερα, τον Δεκέμβριο του 1912. Οι κάτοικοι της Βορείου Ηπείρου με απερίγραπτο ενθουσιασμό υποδέχτηκαν τον απελευθερωτή ελληνικό στρατό.
Δυστυχώς, τα γεγονότα πήραν άλλη τροπή. Η συνθήκη του Λονδίνου (30 Μαΐου 1913) ανέθεσε στις Μεγάλες Δυνάμεις τη ρύθμιση των συνόρων της Αλβανίας. Σύμφωνα με τη συνθήκη αυτή οι Μεγάλες Δυνάμεις ανεκήρυξαν την Αλβανία ανεξάρτητο κράτος και όρισαν Διεθνή Επιτροπή (Δ.Ε.) για την τακτοποίηση συνοριακών θεμάτων. Εξέλεξαν συγχρόνως ως ηγεμόνα της Αλβανίας τον Πρίγκιπα Βηδ.
Σύμφωνα με το πρωτόκολλο της Φλωρεντίας (17 Δεκεμβρίου 1913), οι πόλεις Δέλβινο, Άγιοι Σαράντα, Αργυρόκαστρο, Πρεμετή και Κορυτσά επικυρώνονταν στην Aλβανία. Η ελληνική κυβέρνηση δέχτηκε την απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων, αφού τακτοποιούνταν και το ζήτημα των νησιών του Αιγαίου, εκτός από την Ίμβρο και την Τένεδο. Πραγματική κατοχή θα είχε η Ελλάδα στο Αιγαίο μόνο όταν τα στρατεύματά της θα αποχωρούσαν από τα εδάφη της Βορείου Ηπείρου. Ζήτησαν ακόμη από την ελληνική κυβέρνηση να μην αντιδράσει και ούτε να ενθαρρύνει αντιδράσεις από τους Βορειπηπειρώτες.
Η Ελλάδα στην απάντησή της, αφού εξέφρασε την λύπη της, γιατί αναγκάζεται να αποχωριστεί περιοχές με ελληνικό πολιτισμό και ελληνική συνείδηση, τελικά συμφώνησε να αποχωρήσει ο ελληνικός στρατός από την Βόρειο Ήπειρο και, συγχρόνως, ζήτησε εγγυήσεις για την προστασία των περιουσιών, καθώς και των δικαιωμάτων της θρησκείας και της γλώσσας, για τις περιοχές από τις οποίες θα αποχωρούσε.
Στις αρχές Φεβρουαρίου 1914 άρχισε να αποχωρεί ο ελληνικός στρατός από τις βορειοηπειρωτικές περιοχές. Οι Βορειοηπειρώτες αντέδρασαν. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι αμιγείς ελληνικές περιοχές, με Έλληνες κατοίκους, θα υπαγόταν στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος. Στις 17 Φεβρουαρίου 1914 ο Γεώργιος Χρηστάκη Ζωγράφος, πρώην υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδος, ανεκήρυξε στο Αργυρόκαστρο την Αυτόνομη Πολιτεία της Βορείου Ηπείρου. Το Βορειοηπειρωτικό κίνημα δεν υποστηρίχτηκε από την ελληνική κυβέρνηση. Συναισθηματικά ο Βενιζέλος ήταν με το μέρος των Ηπειρωτών. Η θέση του ήταν πολύ δύσκολη. Ήταν υποχρεωμένος να εγκαταλείψει το ελληνικό στοιχείο στη βουλιμία των Ευρωπαίων.
Το Επαναστατικό κίνημα των Ηπειρωτών στέφτηκε από πλήρη επιτυχία. Οι Αλβανοί απωθήθηκαν από τις βορειοηπειρωτικές περιοχές. Με τη μεσολάβηση της Διεθνούς Επιτροπής Ελέγχου, υπογράφτηκε το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας (17 Μαΐου 1914), με το οποίο η Βόρειος Ήπειρος αποκτούσε διοικητική αυτονομία. Όμως, πριν αρχίσει να εφαρμόζεται το πρωτόκολλο της Κέρκυρας, κηρύχτηκε ο Α’ παγκόσμιος πόλεμος. Η έκρηξη του πολέμου βρίσκει την Αλβανία σε χαώδη κατάσταση.
Στην Κεντρική Αλβανία τον Μάιο του 1914 εξεγέρθηκαν οι μουσουλμάνοι εναντίον της κυβέρνησης του Δυρραχίου. Ο πρίγκιπας Βηδ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα και η κατάσταση επιδεινώθηκε. Η βόρειος Αλβανία βρισκόταν στο έλεος τοπικών φυλάρχων. Ο Βενιζέλος ανησύχησε μήπως οι άτακτοι Αλβανοί της Κεντρικής Αλβανίας, στραφούν εναντίον των χριστιανικών πληθυσμών της Αυτονόμου Hπείρου. Θεώρησε αναγκαία την ανακατάληψή της, για να αποτρέψει τη σφαγή. Η ανακατάληψη της Βορείου Ηπείρου από τον ελληνικό στρατό θορύβησε την Ιταλία, η οποία, όπως είναι γνωστό, διατηρούσε βλέψεις για την Αλβανία. Η Ιταλία επεδίωκε να αποκτήσει την κυριότητα του λιμανιού της Αυλώνας.
Στο τέλος του Οκτωβρίου του 1914, με τη σύμφωνη γνώμη της Βρεττανίας, ο ελληνικός στρατός ανακατέλαβε την Βόρειο Ήπειρο και την ίδια περίοδο η Ιταλία κατέλαβε το λιμάνι της Αυλώνας και το νησί Σάσωνα. Η ελληνική κυβέρνηση είχε ενισχύσει τη θέση της στη Βόρειο Ήπειρο με την εδραίωση της τάξης. Στο νέο Ελληνικό Κοινοβούλιο που αναδείχτηκε τον Δεκέμβριο του 1915, οι Βορειοηπειρώτες έστειλαν αντιπροσώπους, οι οποίοι έλαβαν τις θέσεις τους όταν η βουλή συνεδρίασε στις 11 Ιανουαρίου 1916. Με το Βασιλικό Διάταγμα του Μαρτίου του 1916 η Βόρειος Ήπειρος ενώθηκε επίσημα με το Ελληνικό Βασίλειο.
Εξαιτίας της εσωτερικής διαμάχης στην Ελλάδα, η Ιταλία βρήκε την ευκαιρία και προώθησε τα κατακτητικά της σχέδια στην Αλβανία. Επωφελούμενη από την αποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων από την Βόρειο Ήπειρο, την κατέλαβε τον Αύγουστο του 1916. Ακόμη επέκτεινε την κατοχή και σε περιοχές που αποτελούσαν τμήμα του Ελληνικού Βασιλείου, συμπεριλαμβανομένων και των Ιωαννίνων. Η Κορυτσά από τον Δεκέμβριο του 1916 είχε καταληφθεί από τον γαλλικό στρατό. Η κατάσταση είχε γίνει πολύ σοβαρή. Οι Ιταλοί δεν περιορίστηκαν μόνο στη στρατιωτική κατοχή των περιοχών που είχαν καταλάβει.
Προχώρησαν στην κατάργηση των Ελληνικών Αρχών και έκλεισαν τα ελληνικά σχολεία. Το ίδιο έπραξαν και οι γάλλοι στην Κορυτσά. Στις 3 Ιουνίου 1917 ο Ιταλός διοικητής στην Αλβανία διεκήρυξε την ανεξαρτησία της υπό την προστασία του Βασιλιά της Ιταλίας. Τα ιταλικά στρατεύματα παρέμειναν στην Αλβανία μέχρι το 1919. Στη συνδιάσκεψη της Ειρήνης (Φεβρουάριος 1919) ο Βενιζέλος ζήτησε την προσάρτηση της Βορείου Ηπείρου στην Ελλάδα. Βασικό στοιχείο καθορισμού της εθνικότητας, δεν είναι ο γλωσσικός παράγοντας, αλλά η εθνική συνείδηση. Υπέδειξε μάλιστα τη διενέργεια δημοψηφίσματος. Με το ελληνικό αίτημα συμφώνησε η Γαλλία και η Αγγλία. Η Ιταλία ήταν η μόνη χώρα που αντιδρούσε.
Ο Βενιζέλος πρότεινε τότε κατευθείαν διαπραγματεύσεις με την ιταλική κυβέρνηση (Βενιζέλος – Τιτόνι, Ιούνιος 1919). Οι συζητήσεις κατέληξαν σε συμφωνία που υπογράφτηκε στο Παρίσι (Ιούλιος 1919). Με τη συμφωνία αυτή η Ιταλία ανελάμβανε να υποστηρίξει τις ελληνικές διεκδικήσεις και η Ελλάδα την προσάρτηση της Αυλώνας στην Ιταλία. Η συμφωνία αυτή δεν εφαρμόστηκε. Η Ιταλία βρήκε κάποια πρόφαση και την κατήγγειλε. Έτσι η συμφωνία Βενιζέλου – Τιτόνι έμεινε γράμμα κενό.
Στις 9 Νοεμβρίου 1921 η Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη όρισε τα ελληνοαλβανικά σύνορα στη γραμμή που προέβλεπε το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας. Έτσι η Βόρειος Ήπειρος παραχωρήθηκε τελικά στην Αλβανία χωρίς όρους.
Νωρίτερα (2 Οκτωβρίου 1921) ο αντιπρόσωπος της Αλβανίας Φαν – Νόλι ανελάμβανε την υποχρέωση να σεβαστεί τα δικαιώματα των βορειοηπειρωτών. Με τη δήλωση αυτή ο Φαν – Νόλι αναγνώριζε ως Ελληνική Μειονότητα τους ελληνόφωνους του Νομού Αργυροκάστρου και Αγίων Σαράντα και τρία χωριά της Χειμάρας ((Δρυμάδες – Χειμάρα – Βούνος), ενώ εξαιρούσε την περιφέρεια της Κορυτσάς.
ΦΩΤΟ: Ο γάλλος ιστορικός και δημοσιογράφος. RENE' PUAUX (Ρενέ Πυώ) στη Χειμάρα
proinoslogos
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου