Το φεστιβάλ «Γ’ Φθινοπωρινή αυλαία» συνεχίζεται με το ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων, το οποίο συμμετέχοντας στον εορτασμό των 100 χρόνων από τη γέννηση του Δημήτρη Χατζή, ενός από τους μεγαλύτερους Έλληνες συγγραφείς, παρουσιάζει την πρώτη μιας σειράς εκδηλώσεων αφιερωμένες στον συγγραφέα.
Τρία από τα διηγήματα της συλλογής «Ο Σιούλας ο ταμπάκος», «Σαμπεθάι Καμπιλής» και «Η θειά μας η Αγγελική» θα παρουσιαστούν από ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων με τη μορφή Θεατρικού Αναλογίου σε σκηνοθετική επιμέλεια Γιάννη Αναστασάκη.
Την έρευνα και τη συλλογή του οπτικού υλικού επιμελήθηκε ο Χριστόδουλος Κωτσίνας. Συμμετέχουν ο σκηνοθέτης - ηθοποιός Γιάννης Αναστασάκης, καθώς και οι ηθοποιοί Μιχάλης Μπίζιος, Μαρία Κατσουλίδη, Αθηνά Τσικνιά, Ξανθή Γεωργίου, Παναγιώτης Παπαϊωάννου, Κυριάκος Μαρκάτος.
Το Θεατρικό αναλόγιο θα πραγματοποιηθεί σήμερα Πέμπτη με ώρα έναρξης στις 9 το βράδυ και η είσοδος για το κοινό είναι ελεύθερη. Διάρκεια: 90 λεπτά.
Η εκδήλωση θα επαναληφθεί την Πέμπτη 21 Νοεμβρίου, ημέρα που συμπληρώνονται τα 100 χρόνια από τη γέννηση του συγγραφέα, αφού ενδιαμέσως την Παρασκευή 8 Νοεμβρίου θα πραγματοποιηθεί Τιμητική Εκδήλωση στη μνήμη του και Τελετή Ονοματοδοσίας του Πολιτιστικού Πολυχώρου.
Το έργο
Το έργο του Δημήτρη Χατζή «Το τέλος της μικρής μας πόλης» είναι μια συλλογή επτά διηγημάτων. Αρχινισμένα νωρίτερα στη Ρουμανία και την Ουγγαρία γράφονται τα διηγήματα της συλλογής. Τυπώνεται για πρώτη φορά το Σεπτέμβρη του 1953, σε 4.500 αντίτυπα από το εκδοτικό «Νέα Ελλάδα».
Η Τιτίκα Δαμασκηνού, φίλη του γλύπτη Μέμου Μακρή, που ζούσε στη Γενεύη, γράφει στον Χατζή το 1954: «Ήρθε από το Παρίσι μια κοπέλα, άκου τι μου είπε για σένα: του Χατζή το βιβλίο «Το τέλος της μικρής μας πόλης» έχει γίνει ευαγγέλιο στο Παρίσι. Έχουνε ένα και μοναδικό βιβλίο, τόχουνε χωρίσει στα δυο, το μισό τόχει ο Μαθιός και τάλλο μισό ο Μανόλης. Τόχεις διαβάσει; μου λέει ο Μανόλης- άστα αυτά, ακόμα!- κι αν τόχεις διαβάσει πρέπει να το ξαναδιαβάσεις, κάτσε κει και διάβασε και αύριο πας στο Μαθιό και διαβάζεις τάλλο μισό!».
Στην Ελλάδα κυκλοφόρησε το 1963, ως έκδοση του περιοδικού «Επιθεώρηση Τέχνης». Ο συγγραφέας γράφει στο Στέφανο Ροζάνη το 1972: Στο «Τέλος της μικρής μας πόλης» προσπάθησα να εικονίσω την κατάρρευση ενός ετοιμόρροπου κόσμου.
Ο Δημήτρης Χατζής
Γεννήθηκε στα Γιάννενα στις 21 Νοεμβρίου του 1913. Πατέρας του ήταν ο δημοσιογράφος και ποιητής Γεώργιος Χατζής, με φιλολογικό ψευδώνυμο Πελλερέν. Οι φίλοι του τον φώναζαν Τάκη ή Δημητράκη. Το 1952 καταδικάζεται ερήμην από το Διαρκές Στρατοδικείο Ιωαννίνων σε θάνατο για λιποταξία και εγκατάλειψη θέσεως. Επαναπατρίστηκε με τη μεταπολίτευση το 1974.
Γράφει στις 18-12-41: Βρέχει πολύ. Δεν έχω όρεξη να κάνω τίποτα, δεν έχω όρεξη να σκεφτώ τίποτα. Ήθελα νάχω ένα σπίτι, μία σόμπα, ένα τσάι κι ένα βιβλίο χαρούμενο. Ντροπή μου.
Γράφει στ’ αδέλφια του στις 29-12-46: Από παράδες μονάχα πάσχω μονίμως και αδιορθώτως.
Η συνεργάτιδά του στο ραδιοφωνικό σταθμό της «Ελεύθερης Ελλάδας» (Βουκουρέστι 1949) Μαριάννα Βεάκη γράφει: Δεν του άρεσαν οι τίτλοι και τα πόστα. Κάτι παραπάνω: τα περιφρονούσε.
Ο συνεργάτης του Μιλτιάδης Κρητικός γράφει: Σεμνός κι απέριττος, ποτέ του δεν κόμπαζε για τις γνώσεις και το ταλέντο του. Και διηγείται το εξής περιστατικό: «Συνέβαινε καμιά φορά το προγραμματισμένο υλικό να μην καλύπτει το χρόνο της εκπομπής και να αφήνει κενά. Σωτήρια προσφυγή ήταν τότε ο Δημητράκης.Κάποια μέρα παρουσιάστηκε πάλι ένα τέτοιο κενό.
- Δημητράκη, του λέει ο υπεύθυνος, ένα κομμάτι 2 λεπτών και στα γρήγορα! Ό,τι θες γράψε!
Βάζει ο Δημητράκης τα πρόχειρα χαρτιά του στο γραφείο, παίρνει την πέννα του, ακουμπά στην πλάτη της καρέκλας και σχεδόν σε οριζόντια θέση αρχίζει και γράφει. Τι θέμα είχε διαλέξει, πότε το είχε συλλάβει και δουλέψει στο μυαλό του, δεν προλάβαμε να το καταλάβουμε. Εμείς τον βλέπαμε να γράφει, να γράφει...Και σε λίγα λεπτά ακούστηκε από το στόμα του το στερεότυπο «τέρμα!» και το κομμάτι ήταν έτοιμο.
Ο τίτλος του ήταν περίεργος! «Οι αλήτες»! Τι γύρευαν «οι αλήτες» σε μια σοβαρή εκπομπή όπως η δική μας; Μα σαν διαβάσαμε το κείμενο, δακτυλογραφημένο πια, μείναμε εμβρόντητοι. Οι αλήτες δεν ήταν άλλοι από τα σπουργίτια, αυτά τα πετούμενα, που ο Χατζής τα έβλεπε, τα παρακολουθούσε, σαν μικρό παιδί, κάθε μέρα στους δρόμους της Βουδαπέστης και τα συμπαθούσε ιδιαίτερα, ίσως επειδή προσωποποιούσαν στα μάτια του την ελεύθερη ζωή, τη σβελτάδα, τη καπατσοσύνη του ανυπότακτου ερημοσπίτη.
Σ’ αυτό το χρονογράφημα μας φανερώθηκαν τα λεπτά αισθήματα του Χατζή, που τόσο πάσχιζε να τα κρύβει κάνοντας τον αδιάφορο ή τον σκληρό.
Περιττό να αναφερθεί ότι αυτό το χρονογράφημα βραβεύτηκε τότε ως το καλύτερο κομμάτι, ανάμεσα σε όλες τις ξένες εκπομπές του ραδιοσταθμού».
Το 1957 σε επιστολή από τη Βουδαπέστη στην οικογένειά του γράφει: «Δεν πίνω, δεν ξενυχτώ, ζω πολύ συγκρατημένα. Το μόνο μου πάθος είναι ο καφές.» Κι έχοντας να τους δει πολλά χρόνια σημειώνει στο τέλος του γράμματος: «Γράψτε μου όλοι. Και προ παντός: Όλοι οικογενειακώς στείλτε μου φωτογραφίες, όσες μπορείτε περισσότερες φωτογραφίες σας: Να τις βάλω στον τοίχο, όπως οι χωριάτες και να σας χαιρετάω κάθε πρωί. Αν έχετε θειούς, θειάδες, ξαδέλφια, που σας αγαπούν και τους αγαπάτε, μωρά, γάτες, σκυλιά, ό,τι τέλος πάντων είναι γύρω σας και κοντά σας, στείλτε κι αυτουνών τις φωτογραφίες. Εμένα όλα μου λείψανε. Σας φιλώ όλους - Ο Τάκης».
Σε άλλο γράμμα εκμυστηρεύεται στην αδελφή του: ...ξαναβρίσκω πάντα αυτό που λένε «χαρά της ζωής»- δεν αφήνω την ψυχή μου να μαραθεί, δε μπορώ να «μαραγκιάσω». Και πάλι: Ο καφές είναι το μοναδικό μου πάθος.
Και λίγα χρόνια αργότερα: «Δεν πίνω καθόλου...άλλα πάθη δεν έχω (εκτός από το τσιγάρο και αυτόν τον καφέ, τον οποίο πίνω για να ξυπνήσω, για να κοιμηθώ, για όρεξη, για τη χώνεψη, όταν είμαι κουρασμένος κι όταν είμαι ξεκούραστος- οκτώ-δέκα καφέδες την ημέρα και δεν αισθάνομαι τίποτα).».
Γράφει στον Μάριο Βίτι το 1968: «Η Ελλάδα ωστόσο είναι λίγο περίεργη χώρα: εκεί που φαίνεται πως δεν υπάρχει τίποτα πια, ξεπετιέται μια καινούργια δύναμη».
Στο Ρένο Αποστολίδη γράφει: Είμαι ηπειρώτης, γιαννιώτης και δη «καραβατιανός».
Από γράμμα του 1964 στη Νίνα Ποτζέμσκαγια: «Παντού γύρω μας υπάρχουν άνθρωποι, παντού υπάρχει η ανθρώπινη καρδιά και μπορούμε πάντα να στηριχτούμε σ’ αυτήν».
Σε ένα γράμμα του το 1973 γράφει κλείνοντας: «Αν είμαι ζωντανός, είναι γιατί είμαι μαζί σας. Αν είμαι μαζί σας, είμαι ζωντανός».
Η φίλη του η Κλειώ λέει πως συνήθιζε να κλείνει την κουβέντα του λέγοντας: «Να, αυτό ήταν. Να, αυτό ήταν όλο όλο».
http://www.epirusonline.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου