Ο πρώην υφυπουργός κ. Αντώνης Μπέζας, και ο καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ κ. Μιχάλης Τρίτος, ήταν οι κεντρικοί ομιλητές στην επίσημη συνεστίαση του Ροταριανού Ομίλου Αθηνών που έγινε στην Αίγλη του Ζαππείου με θέμα «Βλάχοι: Μαρτυρία Ορθοδοξίας, Ελληνισμού και Πολιτισμού».
Ο κ. Μπέζας στην ομιλία του μεταξύ άλλων ανέφερε:
«Έχει πολλές φορές μέχρι σήμερα τονιστεί ο ιστορικός ρόλος των Βλάχων, ως ενός διακριτού και εκλεκτού τμήματος του ελληνισμού. Άφησαν στο πέρασμα τους έντονα τα σημάδια της παρουσίας τους, σ’ όλους τους τομείς της εθνικής και της οικονομικής ζωής του τόπου μας, αλλά και παντού όπου βρέθηκαν στην ξενιτιά, κάτω από ευνοϊκές ή κάτω από αντίξοες συνθήκες. Για τη ζωή και τις δραστηριότητες των Βλάχων, τα ήθη και τα έθιμα τους, τα τραγούδια, τους θρύλους και τις αγωνίες τους, για τον πολιτισμό τους, για την προσήλωσή τους στην Ορθοδοξία, για την προσφορά τους στα κοινωνικά και εθνικά δρώμενα της πατρίδας μας, για τη συμμετοχή τους στους εθνικούς μας αγώνες, έχουν γραφτεί πολλές χιλιάδες σελίδες, σε βαθμό που να μπορεί να ισχυρισθεί κανείς ότι έχουν γραφεί και έχουν ειπωθεί σχεδόν τα πάντα γι’ αυτούς. Όποιος λοιπόν επιχειρεί να καταπιαστεί για ακόμη μια φορά μαζί τους, πρέπει πράγματι να έχει κάτι το καινούργιο και κάτι το διαφορετικό να πει. Ή, θα πρέπει να μπορεί να βλέπει τα γεγονότα μέσα από μια άλλη, μια διαφορετική οπτική γωνία. Αλλιώς θα ξεπέσει σε κοινοτυπίες και χιλιοειπωμένα πράγματα».
«Πολλά από αυτά που λέγονται ή έχουν γραφτεί για τους Βλάχους, συχνά διακρίνονται από μια ελιτίστικη αυταρέσκεια να παρουσιάζουν το συγκεκριμένο πληθυσμό, σαν να ζει αποκομμένος από τις ευρύτερες περιοχές στις οποίες έχει δραστηριοποιηθεί. Δεν τον εντάσσουν χωρικά και χρονικά στο γενικό, με αποτέλεσμα να μη μπορεί κάποιος να ερμηνεύσει τα γεγονότα και τις πράξεις των ανθρώπων ενταγμένα μέσα σ’ ένα γενικότερο θα λέγαμε κάδρο, αλλά αφήνουν την εντύπωση ότι οι άνθρωποι αυτοί, ο βλαχόφωνος ελληνισμός στην προκειμένη περίπτωση, είναι εντελώς ξεχωριστοί, ειδικών προδιαγραφών, και έρχονται από έναν κόσμο του παραμυθιού και του μύθου, χωρίς να ακουμπούν καθόλου στη γη. Ποια είναι λοιπόν η πραγματικότητα; Η πραγματικότητα είναι ότι οι Βλάχοι συνέβαλλαν σημαντικά στην εξέλιξη της ελληνικής αστικής τάξης μέσα από την πυκνή βλάχικη διασπορά, από το μητροπολιτικό τους χώρο που ήταν η ραχοκοκαλιά της Πίνδου, μέχρι τον ορίζοντα των νοτίων Βαλκανίων και ακόμη πιο πέρα. Οι Βλάχοι δεν πρέπει να θεωρούνται ως μια εξελληνισμένη ομάδα ή μια ομάδα διχασμένη ανάμεσα στις εθνικές προπαγάνδες των αρχών του 20ου αιώνα, αλλά ως μία γνήσια έκφραση της ρωμιοσύνης. Και αυτό, γιατί είναι βέβαιο, πως στον κεντρικό και βόρειο ελληνικό χώρο, αλλά και στις γειτονικές μας Βαλκανικές χώρες, για ότι σοβαρό μπορεί να υπερηφανευθεί ο Ελληνισμός, για την εκπαιδευτική, οικονομική ή επαναστατική του δραστηριότητα, τουλάχιστον από τα τέλη του 18ου αιώνα μέχρι και το διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η συμβολή των Βλάχων ήταν καθοριστική. Ότι οικοδομήθηκε από τον Ελληνισμό εκείνη την περίοδο, οικοδομήθηκε σε έναν ιδιαίτερα καθοριστικό βαθμό με την ουσιαστική αρωγή των Βλάχων. Αυτό, όπως και προηγουμένως ανέφερα, δεν το ισχυρίζομαι με σκοπό να κολακεύσω τους Βλάχους, μιας και εγώ έχω βλάχικη καταγωγή. Είναι μια αναμφίβολη ιστορική πραγματικότητα, μια πραγματικότητα που έχει την ερμηνεία και τις αιτίες της».
«Από τους μέσους αιώνες της τουρκοκρατίας, η συγκέντρωση πλούτου και εξουσίας στο κέντρο και το βορρά της σημερινής Ελλάδας, εντοπίστηκε για διάφορους ιστορικούς λόγους ιδιαίτερα στον ορεινό χώρο της Πίνδου και των προεκτάσεών της. Εκεί όπου κυρίως διασώζονταν τα κατάλοιπα της ρωμαϊκής και της βυζαντινής λατινοφωνίας. Έτσι οι Βλάχοι, εμφανίστηκαν στο νεώτερο ελληνικό ιστορικό προσκήνιο ως μια τάξη εύπορων κτηνοτρόφων και πραματευτάδων, αλλά και ως κλέφτες και αρματολοί. Από τις τάξεις αυτές, από τους ανθρώπους αυτούς, τους εύπορους κτηνοτρόφους, πραματευτάδες και κλεφταρματολούς, προήλθε ένα μεγάλο μέρος των δασκάλων, των λογίων αλλά και των πολεμιστών του γένους μας στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία, ιδιαίτερα τη Δυτική. Αλλά και ένα μεγάλο πλήθος από φωτισμένους κληρικούς και από εμποροβιοτέχνες που στελέχωσαν τις ελληνορθόδοξες κοινότητες των αστικών κέντρων σε ολόκληρη σχεδόν την Βαλκανική.
Οι Βλάχοι επομένως, είναι προφανές και ιστορικά τεκμηριωμένο, δεν αποτελούν ένα γραφικό κατάλοιπο του χαμένου κτηνοτροφικού βίου των ορεινών όγκων της πατρίδας μας, ένα μουσειακό είδος, όπως τους έχουν κάποιοι, που δε γνωρίζουν την ιστορία, στο μυαλό τους. Δεν μπορούν όμως να θεωρούνται ούτε ως μία μειονότητα, εύκολα χειραγωγούμενη από επιτήδειους προστάτες. Οι Βλάχοι δεν είναι μειονότητα και δεν είναι μόνο οι βλαχόφωνοι ή οι φουστανελοφόροι. Είναι οι κατεξοχήν αστοί σε ολόκληρη σχεδόν την ηπειρωτική Ελλάδα και τη Βαλκανική ενδοχώρα, με τεράστια συνεισφορά στην οικοδόμηση της ελληνικής πατρίδας μας. Οι μαρτυρίες υπάρχουν παντού, είτε είναι γύρω μας, είτε είναι αποτυπωμένες στην ιστορία:
Από τα επιβλητικά νεοκλασικά κτίρια των Αθηνών, όπως το Ζάππειο που βρισκόμαστε σήμερα, έως τα εκπαιδευτήρια των μακεδονικών και ηπειρωτικών κωμοπόλεων. Από τον πρώτο πρωθυπουργό της Ελλάδας, τον Ιωάννη Κωλέττη και τους επιφανείς εθνικούς ευεργέτες, έως τους άγνωστους και αφανείς ήρωες των βλαχοχωριών, που δολοφονήθηκαν στα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα και της Κατοχής. Από τον απλοϊκό Καλαρρυτινό ζωγράφο που προσεύχεται, γράφοντας το 1808 πάνω στην εικόνα που ζωγραφίζει, το χαρακτηριστικό δίστιχο: «Βοήθα, Βλάχα, Παναγιά, από τη Σαμαρίνα/ να αναστηθεί πάλ’ η Γραικιά όπως τα χρόνια εκείνα», έως τους απόδημους Βλάχους προύχοντες που πρωτοστάτησαν στην ελληνική εκπαίδευση και την ελληνική παιδεία ιδρύοντας σχολεία και βιβλιοθήκες».
«Για να αντιληφθείτε το μεγαλείο της ελληνικής συνείδησης των Βλάχων, επιτρέψτε μου να σας διαβάσω ένα απόσπασμα της επιστολικής αυτοβιογραφίας του Βορειοηπειρώτη Βλάχου Ευαγγέλη Ζάππα. Πρόκειται για τον έναν από τους δύο αδελφούς Ζάππα, των οποίων ο συγκεκριμένος χώρος στον οποίο βρισκόμαστε αποτελεί κληροδότημα. Προσέξτε λοιπόν τι λέει:
«Από το 1821 μέχρι το 1830 εδούλευα πιστότατα την πατρίδα μου στρατιωτικώς. Πάντα υπό την οδηγία του μακαρίτου Μάρκου Μπότσαρη σε όλους τους πολέμους του Σουλίου μέχρι τελευταίως της Σπλάντζας, με τον Λάμπρο Βέικον και τον Βασίλειο Ζέρβα. Μετέπειτα απέρασα εις τα Σάλωνα υπό την οδηγίαν του Πανουριά και του Γκούρα. Εις όλους τους πολέμους της Ανατολικής Ελλάδας… υπό την οδηγίαν του αθανάτου καπετάνιου Κίτσου Τζαβέλλα, επικεφαλής όλων των Βλαχοχωρίων του Σαλώνου, με βαθμό ταξιάρχου της ενεργείας και τελευταίως επί κεφαλής των στρατιωτών μου και των στρατιωτών του Πανουριά…. Και διαλύσαν αυτού του πολέμου, απέρασα εις Πελοπόννησον, μέχρι ελεύσεως του Ιωάννη Καποδίστρια… Και μάρτυρας δε τούτου επικαλούμαι αυτούς τους πολλά ολίγους τους εκ επαναστατικού πολέμου σωθέντας ήρωας και εν γένει τους υπό την οδηγίαν τους αξιωματικούς και στρατιώτας, βάφοντας πέτρες και την γη με το αίμα μας υπέρ της ελευθερίας της φιλτάτης ημών πατρίδος, και μετά το τέλος όλων αυτών ήλθα εδώ εις Βουκουρέστιον μετερχόμενος το εμπόριον και αενάως βοηθών και συνδράμων τους εδώ πτωχούς και αδυνάτους Έλληνας…».
Πρώτα, δηλαδή, με το καριοφίλι και ύστερα με το πουγκί ο Ευαγγέλης Ζάππας, αναδείχθηκε άξιος της ελληνικής πατρίδας, την οποία άφησε κληρονόμο της αμύθητης περιουσίας του, και ένας από τους πλέον επιφανείς Έλληνες που εργάστηκαν για την υλοποίηση της εθνικής αναγέννησης, για την οποία οι βλαχόφωνοι πάσχισαν ασταμάτητα από το γλυκοχάραμά της.
Καίρια για την ελληνικότητα των Βλάχων, είναι και η επισήμανση του φιλόλογου και ιστορικού Σαράντου Καργάκου. Ακούστε τι λέει: «Μέσα στους Ελεύθερους Πολιορκημένους του Μεσολογγίου ήταν και μια ομάδα νεαρών Βλάχων από τη Σαμαρίνα. Έπεσαν στην Έξοδο. Ο λαός τους τιμά με το υπέροχο τραγούδι/ελεγείο «Παιδιά της Σαμαρίνας». Το ποιοί είναι οι Βλάχοι, βγαίνει μέσα από το τραγούδι αυτό γεμάτο ελληνικό καημό. Όποιος θέλει να τιμήσει τους Βλάχους, ας ανάψει ένα κερί και στη μνήμη τους. Βλάχοι είναι εκείνοι που πολέμησαν και μόχθησαν για να μπορούμε εμείς να μιλάμε ελληνικά». Με πολύ επίσης χαρακτηριστικό τρόπο, πριν από μισό και παραπάνω αιώνα, ο ακαδημαϊκός Κεραμόπουλος αποκαλύπτει: «Ούτω, οι λατινόγλωσσοι της Ελλάδος, όχι μόνον εθνικόν συναίσθημα διετήρησαν, αλλά και την γοητείαν του ελληνικού γλωσσικού οργάνου ησθάνοντο και ήθελον και εφρόντιζον να ανακτήσουν αυτό ως αισθητόν και έντονον εθνικόν γνώρισμα, ιδρύοντες ελληνικά σχολεία…».
«Τελειώνοντας, θέλω να προσθέσω και το εξής, που ίσως δεν είναι σε πολλούς γνωστό. Γιατί δε χρειάζονται ωραιοποιημένες υπερβολές για το ιστορικό μας παρελθόν. Χρειάζονται αλήθειες. Η αλήθεια λοιπόν είναι, ότι σημαντικό κομμάτι στην ιστορία των Βλάχων, αποτελεί και το λεγόμενο «κουτσοβλαχικό ζήτημα», που δημιουργήθηκε από την αλυτρωτική πολιτική της Ρουμανίας, η οποία έδρασε με συστηματικό τρόπο και για πολλές δεκαετίες, στους τόπους όπου κατοικούσαν Βλάχοι. Όμως, μιλώντας για το βλαχόφωνο ελληνισμό, η αλήθεια επίσης είναι ότι η συντριπτική πλειοψηφία των Βλάχων απομόνωσε τις όποιες ανθελληνικές φωνές και έθεσε αυτό το ζήτημα στο «χρονοντούλαπο της ιστορίας», για να χρησιμοποιήσω τη γνωστή έκφραση. Η ρουμάνικη προπαγάνδα έπεσε πάνω στο ακαταμάχητο τείχος του πατριωτισμού των Ελλήνων Βλάχων και το ζήτημα αυτό έχει λήξει οριστικά και αμετάκλητα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου