Η Ελλάδα αποτελεί, παρ' όλες τις σημαντικές ιδιαιτερότητές της, ένα κλασσικό παράδειγμα αποτυχημένου, ετερόνομου εκσυγχρονισμού που συνδέεται στενά με τον αντιαναπτυξιακό χαρακτήρα της κρατικής μηχανής. Ηδη από τα τέλη του 19ου αιώνα σημαντικοί πόροι από το εξωτερικό εμπόριο, αντί να χρησιμοποιηθούν για τον εκσυγχρονισμό της γεωργίας και την ανάπτυξη της βιομηχανίας, διοχετεύθηκαν μέσω του πελατειακού κομματικού συστήματος στον χώρο της δημόσιας διοίκησης. Ετσι, η γραφειοκρατία πήρε τεράστιες διαστάσεις οδηγώντας σε έναν κρατικό γιγαντισμό και παρασιτισμό, που υποσκάπτει συστηματικά την ορθολογική χρήση του αξιόλογου δυναμικού της χώρας.
Την ευθύνη για την αρνητική αυτή κατάσταση έχουν πρωταρχικά τα κόμματα. Λόγω του πελατειακού (ή/και λαϊκιστικού) χαρακτήρα τους συνεχώς επιδεινώνουν την κατάσταση της κρατικής διοίκησης. Τη διαβρώνουν και τη χρησιμοποιούν για την προώθηση μικροκομματικών συμφερόντων. Το πρόβλημα είναι πιο ευρύ. Υπάρχουν κυκλώματα κρατικών υπαλλήλων, πολιτικών και ιδιωτών που συστηματικά υποσκάπτουν το γενικό συμφέρον και που λειτουργούν από την κορυφή ως τη βάση της κοινωνικής πυραμίδας. Αν δεχτούμε τα παραπάνω, γίνεται σαφές πως το κομματικοκρατικό σύστημα αποτελεί το κύριο εμπόδιο για την έξοδο από τη σημερινή κρίση. Βέβαια πολλοί άλλοι τομείς χωλαίνουν και χρειάζονται ριζικές αλλαγές. Αλλά, αν δεν αλλάξει η κρατική μηχανή, τίποτε άλλο δεν πρόκειται να πάει μπροστά στον τόπο, αφού σε κάθε τομέα η πανταχού παρούσα κρατική επέμβαση υποσκάπτει κάθε πρωτοβουλία. Η ορθολογικοποίηση λοιπόν της δημόσιας διοίκησης αποτελεί το κλειδί, τη βασική προϋπόθεση κάθε άλλης μεταρρύθμισης. Πώς μπορεί να επιτευχθεί η διοικητική μεταρρύθμιση;
Το βασικό πολιτικό εμπόδιο στη διοικητική αναδιοργάνωση είναι πως και στον χώρο της κρατικής μηχανής και στον χώρο των κομμάτων υπάρχουν ισχυρά συμφέροντα που αντιτίθενται σε κάθε ριζική αλλαγή. Η απόλυτη κυριαρχία της κομματικοκρατικής λογικής προωθεί συμφέροντα όχι μόνο μιας ελίτ, αλλά και μιας σημαντικής μερίδας του πληθυσμού που ως πολιτικοί πελάτες, μικροκομματάρχες, οικονομικοί «παράγοντες» συμμετέχοντες σε πολιτικο-γραφειοκρατικά κυκλώματα κ.τ.λ., επωφελούνται σημαντικά από το status quo.
Το ξεκίνημα για αλλαγή δεν πρόκειται να έρθει ούτε από την κρατική μηχανή, ούτε από τα σημερινά κόμματα. Θα πρέπει να προέλθει από την κοινωνία των πολιτών. Επωφελούμενες από τη σημερινή κατακραυγή εναντίον των κομμάτων, εξωκομματικές δυνάμεις (κινήσεις πολιτών, οικολογικές ομάδες κ.τ.λ.) θα πρέπει να συσπειρωθούν και σε συμμαχία με τα γνήσια εκσυγχρονιστικά στοιχεία που υπάρχουν στα περισσότερα κόμματα, να ανοίξουν τον δρόμο για αλλαγή.
Η βασική επιδίωξη είναι να πεισθούν τα κόμματα (και κυρίως η τρικομματική κυβέρνηση) να προωθήσουν μια διοικητική μεταρρύθμιση, η οποία (εν μέρει τουλάχιστον) θα είναι έξω από τον έλεγχό τους. Γιατί μόνο φορείς των οποίων η λειτουργία δεν θα εξαρτάται από στενά κομματικά συμφέροντα θα έχουν σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας. Για παράδειγμα, η προσπάθεια της κυβέρνησης Μητσοτάκη να αλλάξει τη δημόσια διοίκηση ήταν εξαρχής καταδικασμένη σε αποτυχία. Αν όχι για άλλο λόγο, γιατί ένας υπουργός όσο και καλή θέληση αν έχει, δεν έχει τον χρόνο να ξεκινήσει, να εδραιώσει και να επιβλέψει σε μακροχρόνια βάση μια τέτοια προσπάθεια. Η διοικητική μεταρρύθμιση χρειάζεται ένα χρονικό διάστημα που ξεπερνά κατά πολύ τη μέση θητεία ενός υπουργού ή ακόμη και μιας κυβέρνησης.
Χρειαζόμαστε, με άλλα λόγια, έναν φορέα σαν την παλιά ΑΣΔΥ (Ανώτατο Συμβούλιο Δημοσίων Υπηρεσιών), με μια βασική διαφορά. Η ΑΣΔΥ που λειτούργησε από το 1951 έως το 1973, ήταν μια κρατική υπηρεσία υπό τον άμεσο έλεγχο της κυβέρνησης, ενώ αυτό που χρειάζεται ο τόπος είναι μια άλλη ΑΣΔΥ (ας την ονομάσουμε ΑΣΔΥ ΙΙ) που θα είναι αυτόνομη από την κυβέρνηση και τα κόμματα (όπως η Civil Service Commission στη Μεγάλη Βρετανία). Χρειαζόμαστε, δηλαδή, μια ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ανεξάρτητη αρχή με ικανούς πόρους - μια ανεξάρτητη αρχή που θα στελεχωθεί όχι από γραφειοκράτες ή κομματικούς παράγοντες, αλλά από Ελληνες και ξένους ειδικούς, και που θα διοικείται από μη κομματικές προσωπικότητες ικανές να αντιστέκονται ενεργά σε πιέσεις προερχόμενες από τη δημόσια διοίκηση, τα κόμματα και την κυβέρνηση.
Ο Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στο LSE (London School of Economics)
http://www.ethnos.gr/entheta.asp?catid=25862&subid=2&pubid=63787078
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου