Αντρέ Κερτέζ: Ο φωτογράφος του αντικατοπτρισμού
Διένυσε τον 20ό αιώνα αναδεικνύοντας με το φακό του την αξία του ασήμαντου, τη μοναδικότητα της στιγμής, έγινε «μάγος των αντικατοπτρισμών».
Ο κορυφαίος ούγγρος φωτογράφος Αντρέ Κερτέζ (1894-1985) έζησε δύο παγκόσμιους πολέμους, συμπορεύτηκε με καλλιτέχνες της αβανγκάρντ, πειραματίστηκε με τη μικρή μηχανή. Αυτοδίδακτος, πρωτοποριακός, ανθρωπιστής, παρέμεινε αυθεντικός μέχρι το τέλος.
Ακόμα και στα 90 του χρόνια, όταν δεν μπορούσε να βγει από το διαμέρισμά του στη Νέα Υόρκη, φωτογράφιζε από το παράθυρό του, με μια Πολαρόιντ, την πλατεία Ουάσιγκτον. «Νιώθω ακόμα πεινασμένος», έλεγε τότε.
Μια χορταστική έκθεση με τον απλό τίτλο «Αντρέ Κερτέζ-Φωτογραφίες» που καλύπτει μέσα από 300 έργα όλες τις δημιουργικές περιόδους του και τις καλλιτεχνικές αναζητήσεις στη Βουδαπέστη, το Παρίσι και τη Νέα Υόρκη, οργανώνει το μουσείο Μάρτιν Γκρόπιους Μπάου στο Βερολίνο, μέχρι το Σεπτέμβριο.
«Οταν η μηχανή του Κερτέζ κάνει κλικ, νιώθω τον χτύπο της καρδιάς του. Οταν ανοιγοκλείνει τα βλέφαρά του είναι μια διαυγής έκλαμψη και όλα αυτά σε μια αξιοθαύμαστη επίδειξη περιέργειας», έλεγε ένας άλλος μεγάλος, ο Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν για το «δάσκαλό» του. «Ποια φωτογραφία του προτιμώ; Μα φυσικά την επόμενη που θα βγει από τη μηχανή του».
Ο Κερτέζ λειτουργούσε πάντα με το ένστικτο και το συναίσθημα. «Εάν θέλεις να γράψεις θα πρέπει να μάθεις το αλφάβητο. Γράφεις, γράφεις και στο τέλος κάνεις ωραία γράμματα. Αλλά αυτό δεν είναι σημαντικό. Σημασία έχει αυτό που εκφράζεις. Το ίδιο συμβαίνει και με τη φωτογραφία. Υπάρχουν φωτογραφίες τεχνικά άρτιες, ακόμα και ωραίες, αλλά δεν εκφράζουν κάτι», εξηγούσε.
Το γυμνό γυναικείο σώμα μπροστά στον καθρέφτη, μεταμορφωμένο σε σουρεαλιστικό γλυπτό, σκηνές δρόμου με παιδιά που παίζουν, ζητιάνοι που διατηρούν στο βλέμμα τους την αξιοπρέπεια, ζευγάρια που φιλιούνται, τοπία μελαγχολικά αλλά και απλά αντικείμενα όπως ένα πιρούνι κι ένα πιάτο πάνω στο τραπέζι, δημιουργούν το παράξενο σύμπαν του Κερτέζ, ο οποίος αντλούσε από το παιχνίδι του φωτός με τη σκιά.
Γεννημένος στη Βουδαπέστη το 1894, γόνος μιας μεσοαστικής εβραϊκής οικογένεας, έκανε το όνειρό του πραγματικότητα όταν αγόρασε την πρώτη του κάμερα στα 18 του. Μια από τις πρώτες του φωτογραφίες, που εκτίθεται, είναι η εικόνα ενός αγοριού που κοιμάται. Λίγο αργότερα, στη θητεία του στο στρατό, έκανε ντοκουμέντα με εικόνες της καθημερινής ζωής των στρατιωτών: Ατέλειωτες πορείες, αναμονή στις σκηνές, στιγμές περίσκεψης.
Στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, στην πλευρά του αυστροουγγρικού στρατού, ο νεαρός Κερτέζ τραυματίστηκε και από εκείνη την περίοδο χρονολογείται η διάσημη φωτογραφία του «Κολυμβητής κάτω από το νερό», με ένα σώμα που παραμορφώνεται από τις ακτίνες του ήλιου. Εκτοτε, οι αντικατοπτρισμοί θα χαρακτηρίσουν το φωτογραφικό του λεξιλόγιο.
Μετά τον πόλεμο δουλεύει στο χρηματιστήριο και στον ελεύθερο χρόνο του φωτογραφίζει, ωστόσο η Βουδαπέστη δεν χωράει τις καλλιτεχνικές του φιλοδοξίες. Ετσι το 1925 αποφασίζει να πάει στο Παρίσι και γίνεται μέλος της ομάδας των ούγγρων καλλιτεχών Λάζλο Μοχόλι-Νάγκι, Ρόμπερτ Κάπα, Μπρασάι. Εκεί θα γνωρίσει και θα φωτογραφίσει προσωπικότητες όπως ο Μαρκ Σαγκάλ, η Κολέτ, ο Σεργκέι Αϊζενστάιν, ο Τριστάν Τζαρά, ενώ έχει επαφή με την αβανγκάρντ του Μονπαρνάς, τον Π. Μοντριάν (από τα γνωστά του έργα είναι «Στο σπίτι του Μοντριάν») τον Φερνάντ Λεζέ, τον Αλεξάντερ Καλντέρ.
Το φωτορεπορτάζ τον ελκύει και συνεργάζεται με πολλά περιοδικά: «VU», «Art et Medecine», «Paris Magazine». Τριγυρίζει αδιάκοπα στο Παρίσι, απαθανατίζει στιγμιότυπα στους δρόμους, στα πάρκα, στις όχθες του Σηκουάνα, στρέφει το φακό του στις οροφές των κτιρίων. Η φωτογραφία του γίνεται ένα οπτικό ημερολόγιο, ένα εργαλείο για να περιγράψει τη ζωή: «Εκφράζω το συναίσθημά μου, μια δεδομένη στιγμή. Οχι αυτό που βλέπω αλλά αυτό που νιώθω», έλεγε. «Κάνω ό,τι αισθάνομαι, αυτό είναι όλο, είμαι ένας απλός φωτογράφος που εργάζεται για την προσωπική του απόλαυση».
Η καλλιτεχνική αξία της δουλειάς του αρχίζει να αναγνωρίζεται και να μπαίνει στις αίθουσες τέχνης. Στην γκαλερί Galerie Au Sacre du Printemps κάνει την πρώτη του μεγάλη έκθεση το 1927 και το 1929 παίρνει μέρος στη διεθνή έκθεση «Film und Foto» στη Στουτγάρδη και στο Βερολίνο.
Το 1936 κλείνει ένα επικερδές συμβόλαιο με την Keystone Agency και μετακομίζει στη Νέα Υόρκη, αλλά σύντομα το ακυρώνει και δουλεύει ως ελεύθερος επαγγελματίας. Παρότι νιώθει ότι η ευρωπαϊκή του ευαισθησία δεν συμβαδίζει με τον αμερικανικό τρόπο ζωής, ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος τον εμποδίζει να γυρίσει το Παρίσι. Το 1964 το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης αφιέρωσε μια μεγάλη έκθεση στον Κερτέζ. «Η τεχνική δεν είναι σημαντική. Η τεχνική βρίσκεται στο αίμα μας. Τα γεγονότα και η διάθεση είναι πιο σημαντικά από τον καλό φωτισμό», έλεγε ο διάσημος φωτογράφος, ο οποίος πριν πεθάνει χάρισε το αρχείο του στη γαλλική κυβέρνηση.
Ο κορυφαίος ούγγρος φωτογράφος Αντρέ Κερτέζ (1894-1985) έζησε δύο παγκόσμιους πολέμους, συμπορεύτηκε με καλλιτέχνες της αβανγκάρντ, πειραματίστηκε με τη μικρή μηχανή. Αυτοδίδακτος, πρωτοποριακός, ανθρωπιστής, παρέμεινε αυθεντικός μέχρι το τέλος.
Ακόμα και στα 90 του χρόνια, όταν δεν μπορούσε να βγει από το διαμέρισμά του στη Νέα Υόρκη, φωτογράφιζε από το παράθυρό του, με μια Πολαρόιντ, την πλατεία Ουάσιγκτον. «Νιώθω ακόμα πεινασμένος», έλεγε τότε.
Μια χορταστική έκθεση με τον απλό τίτλο «Αντρέ Κερτέζ-Φωτογραφίες» που καλύπτει μέσα από 300 έργα όλες τις δημιουργικές περιόδους του και τις καλλιτεχνικές αναζητήσεις στη Βουδαπέστη, το Παρίσι και τη Νέα Υόρκη, οργανώνει το μουσείο Μάρτιν Γκρόπιους Μπάου στο Βερολίνο, μέχρι το Σεπτέμβριο.
«Οταν η μηχανή του Κερτέζ κάνει κλικ, νιώθω τον χτύπο της καρδιάς του. Οταν ανοιγοκλείνει τα βλέφαρά του είναι μια διαυγής έκλαμψη και όλα αυτά σε μια αξιοθαύμαστη επίδειξη περιέργειας», έλεγε ένας άλλος μεγάλος, ο Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν για το «δάσκαλό» του. «Ποια φωτογραφία του προτιμώ; Μα φυσικά την επόμενη που θα βγει από τη μηχανή του».
Ο Κερτέζ λειτουργούσε πάντα με το ένστικτο και το συναίσθημα. «Εάν θέλεις να γράψεις θα πρέπει να μάθεις το αλφάβητο. Γράφεις, γράφεις και στο τέλος κάνεις ωραία γράμματα. Αλλά αυτό δεν είναι σημαντικό. Σημασία έχει αυτό που εκφράζεις. Το ίδιο συμβαίνει και με τη φωτογραφία. Υπάρχουν φωτογραφίες τεχνικά άρτιες, ακόμα και ωραίες, αλλά δεν εκφράζουν κάτι», εξηγούσε.
Το γυμνό γυναικείο σώμα μπροστά στον καθρέφτη, μεταμορφωμένο σε σουρεαλιστικό γλυπτό, σκηνές δρόμου με παιδιά που παίζουν, ζητιάνοι που διατηρούν στο βλέμμα τους την αξιοπρέπεια, ζευγάρια που φιλιούνται, τοπία μελαγχολικά αλλά και απλά αντικείμενα όπως ένα πιρούνι κι ένα πιάτο πάνω στο τραπέζι, δημιουργούν το παράξενο σύμπαν του Κερτέζ, ο οποίος αντλούσε από το παιχνίδι του φωτός με τη σκιά.
Γεννημένος στη Βουδαπέστη το 1894, γόνος μιας μεσοαστικής εβραϊκής οικογένεας, έκανε το όνειρό του πραγματικότητα όταν αγόρασε την πρώτη του κάμερα στα 18 του. Μια από τις πρώτες του φωτογραφίες, που εκτίθεται, είναι η εικόνα ενός αγοριού που κοιμάται. Λίγο αργότερα, στη θητεία του στο στρατό, έκανε ντοκουμέντα με εικόνες της καθημερινής ζωής των στρατιωτών: Ατέλειωτες πορείες, αναμονή στις σκηνές, στιγμές περίσκεψης.
Στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, στην πλευρά του αυστροουγγρικού στρατού, ο νεαρός Κερτέζ τραυματίστηκε και από εκείνη την περίοδο χρονολογείται η διάσημη φωτογραφία του «Κολυμβητής κάτω από το νερό», με ένα σώμα που παραμορφώνεται από τις ακτίνες του ήλιου. Εκτοτε, οι αντικατοπτρισμοί θα χαρακτηρίσουν το φωτογραφικό του λεξιλόγιο.
Μετά τον πόλεμο δουλεύει στο χρηματιστήριο και στον ελεύθερο χρόνο του φωτογραφίζει, ωστόσο η Βουδαπέστη δεν χωράει τις καλλιτεχνικές του φιλοδοξίες. Ετσι το 1925 αποφασίζει να πάει στο Παρίσι και γίνεται μέλος της ομάδας των ούγγρων καλλιτεχών Λάζλο Μοχόλι-Νάγκι, Ρόμπερτ Κάπα, Μπρασάι. Εκεί θα γνωρίσει και θα φωτογραφίσει προσωπικότητες όπως ο Μαρκ Σαγκάλ, η Κολέτ, ο Σεργκέι Αϊζενστάιν, ο Τριστάν Τζαρά, ενώ έχει επαφή με την αβανγκάρντ του Μονπαρνάς, τον Π. Μοντριάν (από τα γνωστά του έργα είναι «Στο σπίτι του Μοντριάν») τον Φερνάντ Λεζέ, τον Αλεξάντερ Καλντέρ.
Το φωτορεπορτάζ τον ελκύει και συνεργάζεται με πολλά περιοδικά: «VU», «Art et Medecine», «Paris Magazine». Τριγυρίζει αδιάκοπα στο Παρίσι, απαθανατίζει στιγμιότυπα στους δρόμους, στα πάρκα, στις όχθες του Σηκουάνα, στρέφει το φακό του στις οροφές των κτιρίων. Η φωτογραφία του γίνεται ένα οπτικό ημερολόγιο, ένα εργαλείο για να περιγράψει τη ζωή: «Εκφράζω το συναίσθημά μου, μια δεδομένη στιγμή. Οχι αυτό που βλέπω αλλά αυτό που νιώθω», έλεγε. «Κάνω ό,τι αισθάνομαι, αυτό είναι όλο, είμαι ένας απλός φωτογράφος που εργάζεται για την προσωπική του απόλαυση».
Η καλλιτεχνική αξία της δουλειάς του αρχίζει να αναγνωρίζεται και να μπαίνει στις αίθουσες τέχνης. Στην γκαλερί Galerie Au Sacre du Printemps κάνει την πρώτη του μεγάλη έκθεση το 1927 και το 1929 παίρνει μέρος στη διεθνή έκθεση «Film und Foto» στη Στουτγάρδη και στο Βερολίνο.
Το 1936 κλείνει ένα επικερδές συμβόλαιο με την Keystone Agency και μετακομίζει στη Νέα Υόρκη, αλλά σύντομα το ακυρώνει και δουλεύει ως ελεύθερος επαγγελματίας. Παρότι νιώθει ότι η ευρωπαϊκή του ευαισθησία δεν συμβαδίζει με τον αμερικανικό τρόπο ζωής, ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος τον εμποδίζει να γυρίσει το Παρίσι. Το 1964 το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης αφιέρωσε μια μεγάλη έκθεση στον Κερτέζ. «Η τεχνική δεν είναι σημαντική. Η τεχνική βρίσκεται στο αίμα μας. Τα γεγονότα και η διάθεση είναι πιο σημαντικά από τον καλό φωτισμό», έλεγε ο διάσημος φωτογράφος, ο οποίος πριν πεθάνει χάρισε το αρχείο του στη γαλλική κυβέρνηση.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου