ΠΡΟΣ
το Γενικό Συμβούλιο της Δημοκρατικής Ευθύνης
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΙΣΗΓΗΣΗ
Ι. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΥΓΚΥΡΙΑ
Η μεταπολίτευση υπήρξε η μακρότερη ειρηνική και πολιτειακώς ομαλή περίοδος στη ζωή της χώρας. Από το 1974 μέχρι το 2010 οι Έλληνες έζησαν το μύθο μίας χώρας που αναπτύσσεται ραγδαία, πορεύεται προς την ευημερία και την πρώτη ταχύτητα της ΕΟΚ αρχικώς και έπειτα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η πλήρης απελευθέρωση της πολιτικής έκφρασης της εποχής αυτής επέτρεψε να επιβληθεί μία «φιλολαϊκή» (λαϊκίστικη στην πραγματικότητα) ρητορική, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό ώστε να θεωρείται αντιλαϊκό ή «δεξιό» ό,τι δεν ακουγόταν ευχάριστο στα αυτιά των πολιτών, όπως η ανάγκη για περιορισμό του σπάταλου κράτους, για την πλήρη αναδιοργάνωσή του, για καλλιέργεια επενδυτικού κλίματος, για ιδιωτικοποιήσεις ή μετοχοποιήσεις κλπ.
Η ιδεολογική αυτή επικράτηση του λαϊκισμού, που επισφραγίστηκε από την απόλυτη σχεδόν επικράτηση των συντεχνιών και των συνδικαλιστικών οργανώσεων, δεν επέτρεψε επί σειρά ετών μία νηφάλια συζήτηση για τις αναγκαίες μεγάλες τομές, η οποία δειλά-δειλά ξεκίνησε από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 όμως τέθηκε στο επίκεντρο μετά το 1993. Πάλι όμως οι δυνάμεις του λαϊκισμού αποδείχθηκαν κραταιές και μία σημαντική προσπάθεια εκσυγχρονισμού της χώρας έμεινε στη μέση. Μετά τη φωτεινή αυτή αναλαμπή, η επικράτηση του λαϊκισμού υπήρξε ξανά απόλυτη, είτε αυτή εκφράστηκε με την πρακτική του κιτρινισμού και της σκανδαλολογίας είτε με τη λογική της υποταγής σε κάθε αίτημα όλων των κοινωνικών ομάδων. Η περίοδος της μεγάλης αμεριμνησίας και της ύπνωσης έβαινε προς το τέλος της με την επισημοποίηση της πτώχευσης του ελληνικού κράτους το 2010, η οποία όμως είχε ήδη συμβεί από το 2008.
Η συζήτηση αυτή έφερε στην επιφάνεια μία άλλη πραγματικότητα: Τα τελευταία τουλάχιστον 20 χρόνια η πολιτική γεωγραφία διαφοροποιήθηκε. Το πολιτικό σύστημα ουσιαστικά δεν είναι κατατετμημένο μόνο καθέτως, ανάμεσα σε Αριστερά, Kέντρο και Δεξιά, αλλά και οριζοντίως, ανάμεσα σε εκσυγχρονιστές-μεταρρυθμιστές και σε λαϊκιστές. Ο λαϊκισμός διαχρονικά επικρατεί σε όλα τα κόμματα του παρόντος πολιτικού συστήματος και δεν επιτρέπει σε υγιείς δυνάμεις να αναδυθούν, με αποτέλεσμα να μην προσφέρει καλές υπηρεσίες στην κατεύθυνση της αυτοσυνειδησίας του ελληνικού λαού, της πλέον απαραίτητης προϋπόθεσης για να εκκινήσει η πραγματική αλλαγή στη χώρα.
Η κυβέρνηση όχι μόνο είναι φορέας των πιο λαϊκίστικων αντιλήψεων της Αριστεράς αλλά έκανε και εισαγωγή άλλων παρόμοιων από τον χώρο του πάλαι ποτέ κραταιού ΠΑΣΟΚ. Οι δε εναπομένοντες πόλοι, δηλαδή το εναπομένον ΠΑΣΟΚ, το Ποτάμι και άλλες κινήσεις, στις περισσότερες περιπτώσεις δεν αποτελούν παρά οχήματα προσωπικής επιβίωσης των κεντρικών μηχανισμών τους. Από την άλλη, η ΝΔ πίσω από το μεταρρυθμιστικό προσωπείο του Κυρ. Μητσοτάκη κρύβει ολόκληρο το πραγματικό πρόσωπο της λαϊκίστικης Δεξιάς και του μηχανισμού της, που φέρει επίσης ακέραια την ευθύνη για τη σημερινή κατάσταση.
Ο λαϊκισμός δεν είναι μόνο εκφορά λόγου που δημιουργεί πλάνες αλλά συνολική φιλοσοφία, αντίληψη, τρόπος ζωής σε σχέση με τον τρόπο λήψης των αποφάσεων στα υψηλά και τα χαμηλότερα κλιμάκια, ιδίως όσον αφορά τους γνώμονες με τους οποίους λαμβάνονται αυτές και τα συμφέροντα που εξυπηρετούν. Συχνά δε τα συμφέροντα αυτά έρχονται σε αντίθεση με το κοινό συμφέρον.
Η επίκληση εκ μέρους των σημερινών κομμάτων κάποιων σποραδικών και επιμέρους προσπαθειών υλοποίησης κάποιων μεταρρυθμίσεων σε καμία περίπτωση δεν επαρκεί για να αποδοθεί ο τίτλος του «μεταρρυθμιστή» σε όσους διεκδικούν την πατρότητά τους. Το πολιτικό σύστημα υπήρξε – ακόμη και την εποχή των μνημονίων – βαθιά λαϊκίστικο και κατά βάση προσπαθούσε να ματαιώσει ή τουλάχιστον να καθυστερήσει όλες τις «μεταρρυθμίσεις» ή και τις υποχρεώσεις της χώρας εκ των μνημονίων. Ακόμη όμως και αυτές δεν αγγίζουν την βαθύτερη ουσία των προβλημάτων και των δυσλειτουργιών αλλά αποτελούν σποραδικές μικροδιευθετήσεις.
ΙΙ. ΜΕΣΑΙΑ ΤΑΞΗ ΚΑΙ ΑΝΑΚΑΤΑΤΑΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Η συμβολή της Μεταπολίτευσης στη δημιουργία κλίματος κοινωνικής ομαλότητας υπήρξε καταλυτική και η μεγαλύτερη προσφορά της στην ελληνική κοινωνία ήταν η άνοδος και η μεγάλη διεύρυνση της μεσαίας τάξης. Μίας μεσαίας τάξης όχι με την έννοια της μεσοαστικής τάξης αλλά της μεσαίας εισοδηματικά τάξης. Και τούτο διότι η μεσαία τάξη στη χώρα μας δεν έχει συνείδηση κοινωνικής τάξης ούτε του κοινωνικού της ρόλου ούτε, έστω, αντίληψη του κοινού της συμφέροντος.
Η μεσαία τάξη ήταν όμως και η τάξη που επλήγη περισσότερο σε πρώτη φάση από τη σταδιακή πτώση της αγοράς κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες και σε δεύτερη φάση από τις περικοπές και τα μέτρα των Μνημονίων. Έτσι, οι αυτοαποκαλούμενοι “μη προνομιούχοι” της μεσαίας τάξης κατέστησαν και πραγματικά μη προνομιούχοι, νεόπτωχοι και με προβλήματα ακόμη και επιβίωσης. Η διάλυση της μεσαίας τάξης συντελείται ραγδαία και θα ολοκληρωθεί σύντομα.
Η τόσο πολυπληθής μεσαία αυτή τάξη, έστω και χωρίς ταξική συνείδηση, είναι πάντοτε ο καταλύτης της σταθερότητας στο πολίτευμα και ο εγγυητής της κοινωνικής ομαλότητας. Γι' αυτό παγκοσμίως αποτελεί τον πρώτο στόχο όλων των πολιτικών δυνάμεων των άκρων αλλά και όλων των καθεστώτων. Σύμφωνα μάλιστα με το φορολογικό νομοσχέδιο της κυβέρνησης, το εισοδηματικό όριο, βάσει του οποίου θεωρείται κανείς σήμερα πλούσιος, είναι 20.000,00€. Με τέτοιο εισόδημα τα αμέσως προηγούμενα χρόνια μόλις που μπορούσε κανείς να θεωρηθεί ότι ανήκει στη μεσαία τάξη. Η κοινωνία μόνο ενιαία και με κοινή προσπάθεια μπορεί να αντιμετωπίσει την κρίση και να γυρίσει σελίδα.
ΙΙΙ. ΟΙ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ
Από το BRexit μέχρι την άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη, σε τέτοιο σημείο ώστε οι υποψήφιοί της να πλησιάζουν την εκλογή, με αποκορύφωμα την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ την προπερασμένη Τρίτη, εντάθηκε η συζήτηση για τα απανωτά περίεργα εκλογικά αποτελέσματα στο δυτικό κόσμο. Από τους πρώτους που χαιρέτισαν την εκλογή Τραμπ ήταν ο Ούγγρος Πρωθυπουργός Ορμπάν, η Μαρίν Λεπέν, το γερμανικό AfD, η Χρυσή Αυγή και άλλα ακροδεξιά κόμματα. Αρκετά κοντά στη ρητορική αυτή μάλιστα φαίνεται να διολισθαίνει και ο Νικολά Σαρκοζί, προκειμένου να εξασφαλίσει το χρίσμα έναντι του πολύ πιο μετρημένου - αλλά κατά τους αντιπάλους του «συστημικού» - Αλέν Ζυπέ. Με τις εκλογές στη Γερμανία και τη Γαλλία να πλησιάζουν, η ανησυχία για τις επιτυχίες των άκρων προκαλεί αυξανόμενη αβεβαιότητα σε ολόκληρο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα αλλά και τον κόσμο.
Τα εκλογικά αυτά αποτελέσματα, μαζί με το «όχι» στο ελληνικό δημοψήφισμα του 2015, μπορεί να φάνηκαν παράξενα, δεν είναι όμως ανεξήγητα. Οι δημοσκοπήσεις έπεσαν έξω και στις τρεις αυτές εκλογές, διότι απλώς ερμήνευσαν τα ευρήματά τους με βάση τα μέχρι τότε δεδομένα, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τα νέα δεδομένα και ιδίως το γεγονός ότι το σύστημα έχει φτάσει στα όριά του, ότι η ανεργία αυξάνεται δραματικά και τα αδιέξοδα θα παραμένουν όσο δεν ξαναρχίζει η παραγωγική διαδικασία. Όλο και περισσότεροι πολίτες παγκοσμίως, κυρίως μεσαίου και χαμηλού οικονομικού και μορφωτικού επιπέδου, πρεσβεύουν τη λογική της «αντισυστημικής» ψήφου, αδιαφορώντας για το τι μπορεί αυτή να επιφέρει ως συνέπεια και χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους αν υπάρχει πειστική αντιπρόταση. Το μόνο που θέλουν είναι να «πολεμήσουν το σύστημα». Και αυτό που ακούγεται καλύτερα σήμερα στα αυτιά τους είναι η τάση του εθνικολαϊκισμού να «αντισταθεί στην παγκοσμιοποιημένη αγορά» κλείνοντας όσο γίνεται τα σύνορα των κρατών.
Σε αυτή τη δύσκολη κατάσταση, ως μοναδικός δρόμος απομένει η δημιουργία σοβαρών πολιτικών δυνάμεων με γερά θεμέλια, που θα ξεκινούν από τη βάση, από απλούς καθημερινούς πολίτες, ανθρώπους της εποχής και θα εκφέρουν λόγο ειλικρινή, πειστικό και με προοπτική. Είναι ανάγκη οι πολίτες να αντιληφθούν πού βρίσκεται η χώρα τους και τι μπορούν οι ίδιοι να κάνουν γι’ αυτό (αυτοσυνειδησία) αλλά και να λάβουν καθαρές, ρεαλιστικές και εφαρμόσιμες απαντήσεις στο θεμελιώδες ερώτημα πώς θα καταφέρουν να επιβιώσουν. Μόνο έτσι μπορούν να γίνουν κοινωνοί και συμμέτοχοι σε μία σοβαρή προσπάθεια και να εγκαταλείψουν τον εθνικολαϊκίστικο (δεξιό ή αριστερό) «αντισυστημικό» λόγο.
IV. ΤΟ ΔΙΑΚΥΒΕΥΜΑ
Μέσα σε αυτό το διεθνές περιβάλλον της κινούμενης άμμου η Ελλάδα δεν έχει καμία άλλη επιλογή από το να στηρίξει το ρόλο της ΕΕ στο διεθνές πολιτικό περιβάλλον, ο οποίος φαίνεται να υποχωρεί όλο και περισσότερο. Αυτονόητος εθνικός στόχος πρέπει να παραμένει η κατάκτηση μιας θέσης ισοτιμίας μέσα στην Ευρώπη, απαλλασσόμενη από το στίγμα του Κράτους-Μέλους "2ης κατηγορίας" (δανειολήπτης, κοινώς επαίτης), και βεβαίως η ανάγκη αληθινού και ηθελημένου εξευρωπαϊσμού των δομών της κοινωνίας και του κράτους.
Οι βαθιές τομές (έννοια που πρέπει να αντιπαραβληθεί με τη σαφώς πιο ήπια και συντηρητική έννοια «μεταρρυθμίσεις») που πρέπει να συντελεστούν στη χώρα, από το παραγωγικό της μοντέλο, την παραγωγική της δομή, την αγορά, τις κοινωνικές δομές, το κράτος και το πολιτικό σύστημα, πρέπει να διέπονται από ενιαία φιλοσοφία, τόλμη και ρεαλισμό. Πρέπει να αφορούν στον πυρήνα της κρατικής λειτουργίας και της λειτουργίας της αγοράς και της εργασίας. Και αυτές φυσικά δεν μπορούν να γίνουν από τους υπάρχοντες κομματικούς μηχανισμούς ή στελέχη του παρόντος πολιτικού συστήματος που άσκησαν εξουσία.
Η Δημοκρατική Ευθύνη τόλμησε να είναι η πρώτη πολιτική δύναμη που με την πρώτη της εμφάνιση τον περασμένο Ιούλιο παρουσίασε πρόγραμμα σε πέντε βασικούς τομείς με παρεμβάσεις και μεγάλες αλλαγές στον πυρήνα των δομών. Ένα πρόγραμμα πολύ ουσιαστικό και καινοτόμο, που, όπως προσφυώς ανέφερεται, «μπορεί να μην αρέσει στο λαό», είναι όμως ό,τι χρειάζεται στην πραγματικότητα η χώρα για να σταθεί όρθια και η ατμομηχανή της οικονομίας της να αρχίσει να δουλεύει..
Η αναβάθμιση του χώρου που υπηρετούμε μπορεί να γίνει μόνο με όρους πολιτικής αξιοπιστίας και ποιότητας από ανθρώπους της εποχής και όχι από συνενώσεις παλιών μηχανισμών, οι οποίοι κατά βάση εξυπηρετούν την προσωπική επιβίωση των στελεχών τους. Ριζική αλλαγή μπορεί να έρθει μόνο με την ανατροπή της παλιάς πολιτικής δομής και την αντικατάστασή της από σοβαρά κόμματα, που αποπνέουν πολιτική υγεία και δεν υπάρχουν χάριν των στρατών τους και για τους στρατούς τους. Κόμματα τα οποία θα εννοούν όσα λένε και θα λένε όσα βλέπουν και όσα σκοπεύουν να πράξουν, όσο δυσάρεστα κι αν είναι, που δεν θα έχουν αυταπάτες, ούτε θα ανάγουν σε κανόνα το προεκλογικό ψεύδος και σε επιστήμη την ευνοιοκρατία.
Υπάρχουν πολλές υγιείς δυνάμεις και στελέχη στην κοινωνία και στον ευρύτερο προοδευτικό χώρο, με τα οποία θα μπορούσε να επιτευχθεί η ποιοτική ενοποίηση των δυνάμεων της προοδευτικής παράταξης μακριά από λογικές μηχανιστικής σύμπλευσης με μηχανισμούς και στελέχη άλλων εποχών. Αυτή τη λογική πρεσβεύει και η ανοιχτή δομή της Δημοκρατικής Ευθύνης, η οποία δεν έχει έναν ιδρυτή ή αρχηγό, αλλά ιδρυτές της είναι οι 1.800 πολίτες που υπογράφουν την ιδρυτική διακήρυξη και το καταστατικό της.
Στα πλαίσια αυτά, η Δημοκρατική Ευθύνη δεν αποτελεί ένα ακόμη προσωπικό κόμμα-όχημα με σκοπό τη σωτηρία της πολιτικής καριέρας κανενός αλλά μία γνήσια και καθαρή προσπάθεια ανθρώπων καινούργιων στην πολιτική και καθαρών, ανθρώπων της εποχής, οι οποίοι επέλεξαν να χτίσουν σε υγιείς βάσεις ένα πολιτικό κόμμα από τη βάση προς την κορυφή. Στην πορεία αυτή είχαμε την τιμή να έχουμε τη στήριξη πενήντα προσωπικοτήτων εγνωσμένου κύρους από το χώρο της επιστήμης, της αγοράς και της πολιτικής. Και μετά τους πρώτους τρεις-τέσσερις μήνες της λειτουργίας μας αποδείξαμε ότι είναι μία κίνηση, ένα κόμμα αρχών, υπεράνω των οποίων δεν βρίσκεται κανείς. Είναι ακριβώς ο λόγος για τον οποίο τα πρώτα 1.800 μέλη μας πλησιάζουν τώρα τις 3.000 και αυξάνονται καθημερινώς.
Η πορεία προς το ιδρυτικό μας συνέδριο δεν θα είναι εύκολη και απαιτεί κόπο και χρόνο. Πρωτίστως όμως απαιτεί διάθεση για τη μεγάλη αλλαγή των νοοτροπιών και τη συνειδητοποίηση ότι η αυτοσυνειδησία είναι αυτονόητη και αδήριτη ανάγκη για την επιβίωση της χώρας μας. Στόχος είναι μέχρι τα μέσα Μαρτίου, οπότε και θα διεξαχθεί το ιδρυτικό συνέδριο, να έχουμε ολοκληρώσει τουλάχιστον δώδεκα προσυνεδριακές διαδικασίες στη χώρα. Γι’ αυτόν το λόγο έχουμε ήδη ανοίξει τους τομείς του προγράμματος, στους οποίους η συμμετοχή είναι περισσότερο από ικανοποιητική, και ο ανοιχτός χαρακτήρας της Δημοκρατικής Ευθύνης σηματοδοτείται από το άνοιγμα των οργάνων και ιδίως του προσωρινού Γενικού Συμβουλίου, για την οποία θα συζητήσουμε στον δεύτερο κύκλο της συνεδρίασης, με βάση την οργανωτική εισήγηση που θα ακολουθήσει.
Γι’ αυτό ήρθαμε σήμερα εδώ για να αποφασίσουμε όλοι μαζί την πορεία μας προς το ιδρυτικό συνέδριο. Με κανονική πολιτική διαδικασία, η οποία θα περιλαμβάνει εισήγηση, τοποθετήσεις επ’ αυτής, προτάσεις και αντιπροτάσεις, καταγραφή τους και στο τέλος ψηφοφορία επί των εισηγήσεων και των προτάσεων. Γι’ αυτό με την εισήγηση αυτή, την οποία και σας καλούμε να εγκρίνετε, με τις όποιες πιθανές προσθήκες ή τροποποιήσεις που θα προταθούν και θα εγκριθούν, προτείνουμε τις βασικές πολιτικές προτεραιότητες και σημεία της πολιτικής φυσιογνωμίας της Δημοκρατικής Ευθύνης. Θα ακολουθήσουν σε επόμενη συνεδρίαση ψηφοφορίες επί των κειμένων του συνεδρίου, παράλληλα με την προσυνεδριακή διαδικασία, που αρχίζει επισήμως από την Κοζάνη την επόμενη Κυριακή 27 Νοεμβρίου.
Η Δημοκρατική Ευθύνη, ειδικά από τα μέσα Σεπτεμβρίου, όταν επανήλθαν όλοι από τη θερινή περίοδο, έχει αρχίσει να λαμβάνει διαστάσεις. Η δυναμική της αυξάνεται κάθε μέρα.
Διότι η Δημοκρατική Ευθύνη είναι κάτι δικό μας, είμαστε εμείς, ο καθένας από εμάς και όλοι μαζί. Είναι το κόμμα του καθημερινού ανθρώπου. Είναι η δική μας συνεισφορά στα κοινά πράγματα. Γιατί η θέση του πολίτη σε μία δημοκρατία είναι συνυφασμένη από την κλασική εποχή πρώτα με καθήκοντα και ευθύνες και έπειτα με δικαιώματα. Είναι μία προσπάθεια για την οποία χαιρόμαστε να μιλάμε στους συμπολίτες μας. Μία προσπάθεια για την οποία δουλεύουμε ήδη πολλοί και γινόμαστε όλο και περισσότεροι. Μία προσπάθεια που μέρα με τη μέρα παράγει καρπούς, ενίοτε απρόσμενα πολλούς καρπούς. Και μία προσπάθεια για την οποία σύντομα θα καμαρώνουμε! Γιατί γινόμαστε πολλοί. Και μέρα με τη μέρα γινόμαστε όλο και περισσότεροι!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου