Σε απόσταση μισής ώρας με το τρένο από το κέντρο της Μόσχας βρίσκεται το Περεντέλκινο, η «Μέκκα των ρώσων ποιητών και πεζογράφων», ένα προάστιο στο οποίο ζούσαν κάποτε οι σημαντικότεροι συγγραφείς της σοβιετικής εποχής. Ήταν «δημιούργημα» του Στάλιν, που κατά σύσταση του Μαξίμ Γκόρκι έδωσε την περιοχή στην Ένωση Σοβιετικών Συγγραφέων.
Σήμερα το Περεντέλκινο έχει καταληφθεί από τους αποκαλούμενους «ολιγάρχες» της χώρας. Δίπλα του έχει χτιστεί και το Νέο Περεντέλκινο, όπου συναντά κανείς κτίρια με πανάκριβα διαμερίσματα. Με το χρήμα ή με τον ψυχολογικό εκβιασμό οι νεόπλουτοι κατάφεραν να βάλουν στο χέρι τα σπίτια των συγγραφέων. Λόγου χάρη, αν κάποιος αρνιόταν να πουλήσει το σπίτι του, απειλούσαν ότι θα του έβαζαν βόμβα.
Στις διαφημιστικές ιστοσελίδες της ρωσικής υπηρεσίας τουρισμού τονίζονται η φυσική ομορφιά, η γαλήνη του τοπίου και η ευκαιρία να δουν οι επισκέπτες τρία σημειακά κτίσματα: τις κατοικίες του δημοφιλούς συγγραφέα και μεταφραστή Τσουκόφσκι, του Μπορίς Παστερνάκ και του πατριάρχη Πασών των Ρωσιών Αλεξίου Β΄, που πέθανε το 2008.
Ομως εδώ έμειναν για ένα διάστημα και ο Σολζενίτσιν, ο Γεφτουσένκο, ο Βοζνεσένσκι, ο Ναζίμ Χικμέτ και πολλοί άλλοι. Εδώ επίσης, τη νύχτα της 15ης Μαΐου 1939, συνελήφθη ένας από τους σημαντικότερους πεζογράφους του 20ού αιώνα, ο Ισαάκ Μπάμπελ, μεταφέρθηκε στις φυλακές της Λουμπιάνκα, βασανίστηκε για να «ομολογήσει» πως ήταν «εχθρός του λαού» και εκτελέστηκε με συνοπτικές διαδικασίες.
Περπατώντας ανάμεσα στις σημύδες και στις υπέροχες ντάτσες, ανακαλείς, αναπόφευκτα, τις περιπέτειες της ρωσικής κουλτούρας από την Οκτωβριανή Επανάσταση ως την πτώση του καθεστώτος. Οχι μόνο το τι σήμαιναν για τη Ρωσία, αλλά και για την παγκόσμια κοινωνία, τους διανοούμενους, την Ιστορία και το πώς επέδρασε στην εξέλιξή της το μαύρο παραμύθι που αποκαλούμε «σταλινισμό».
Ως πριν από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης αυτό το μαύρο παραμύθι στοίχειωσε πολλές αφηγήσεις που στηρίζ ονταν σε φήμες. Προτού ανοίξουν τα σχετικά αρχεία των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών, της Ενωσης Σοβιετικών Συγγραφέων, του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ενωσης και του προσωπικού αρχείου του Στάλιν, τα όρια ανάμεσα στην αλήθεια και στο ψέμα παρέμεναν δυσδιάκριτα.
Οι φήμες εμπόδισαν την πλειονότητα των δυτικών διανοουμένων και τις δυτικές κυβερνήσεις να κατανοήσουν σε βάθος την οργανωτική δομή, τη λειτουργία και τα προβλήματα του σοβιετικού πολιτικού και πολιτιστικού συστήματος. Γι’ αυτό και όταν εμιγκρέδες σοβιετικοί συγγραφείς προειδοποιούσαν στη δεκαετία του 1980 ότι το σύστημα καταρρέει, οι πάντες σχεδόν τούς θεωρούσαν αιθεροβάμονες.
Τα ντοκουμέντα που είδαν το φως της δημοσιότητας τα τελευταία χρόνια οδηγούν στο συμπέρασμα πως η πολιτική σημασία της κουλτούρας αποτελούσε μείζον ζήτημα για τους μπολσεβίκους για έναν πολύ απλό λόγο: συνιστούσε το σημαντικότερο μέσο νομιμοποίησης του καθεστώτος. Η επέκταση του κομματικού κράτους στο πεδίο της έκφρασης και των ιδεών χαρακτηρίζει τη σοβιετική εποχή, όμως η επέκταση αυτή δεν συνέβη όσο εύκολα πιστεύουν ορισμένοι, ενώ καθοριστικό ρόλο επί του προκειμένου έπαιξε η εσωκομματική διαμάχη. Στην κουλτούρα είχαμε ό,τι και στην πολιτική αρένα: ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών με πολλά θύματα. Οσο για τους συγγραφείς, δεν ήταν πάντοτε τα θύματα. Συχνά έπαιξαν και τον ρόλο του θύτη.
Ο Στάλιν, βεβαίως, ήταν ο απόλυτος κυρίαρχος και προκαλούσε θαυμασμό και δέος ταυτοχρόνως. Ο μύθος του αγροίκου και αμόρφωτου Στάλιν δεν έχει καμιά σχέση με την πραγματικότητα. Ο «πατερούλης» χρησιμοποιούσε την κομματική γλώσσα όταν απευθυνόταν σε συγγραφείς που ανήκαν στην κομματική γραφειοκρατία, αλλά ήθελε να αξιοποιήσει άλλοτε με την πειθώ και άλλοτε με τον ωμό εξαναγκασμό το ταλέντο των συγγραφέων πρώτης κατηγορίας προκειμένου να ισχυροποιήσει το σοβιετικό καθεστώς. Για τούτο και ως τις αρχές της δεκαετίας του 1930 δεν φερόταν σαν σατράπης. «Σ’ αυτά τα θέματα είμαι ντιλετάντης» έγραφε σε επιστολή του της 9ης Νοεμβρίου 1931 στον ιδρυτή του Θεάτρου Τέχνης της Μόσχας Κονσταντίν Στανισλάφσκι.
Αναφερόμενος στον Αντρέι Πλατόνοφ, συγγραφέα που θαύμαζε, ο Στάλιν τον αποκαλούσε «ιδιοφυή» και «προφήτη». Οταν όμως ο τελευταίος, μολονότι πιστός κομμουνιστής, έκρινε αρνητικά τις πολιτικές του μεθόδους και ιδίως το πρόγραμμα κολεκτιβοποίησης, ο «ιδιοφυής» και «προφήτης» έγινε «ηλίθιος», «τρελός» και «κάθαρμα». «Δώστε του ένα γερό μπερντάχι» είπε στον πρόεδρο της Ενωσης Σοβιετικών Συγγραφέων, Αλεξάντρ Φαντέγεφ.
Ανατόλι Λουνατσάρσκι
Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση κομισάριος της κουλτούρας ανέλαβε ο Ανατόλι Λουνατσάρσκι. Γνώριζε έξι ζωντανές και δύο νεκρές γλώσσες, έγραψε ενδιαφέροντα κι ευαίσθητα δοκίμια για τον Μπέρναρ Σο, τον Προυστ και τον Πούσκιν, και στο πρόσωπό του οι συγγραφείς και οι καλλιτέχνες βρήκαν έναν αληθινό φίλο και προστάτη. Με τη βοήθεια της Κρούπσκαγια, χήρας του Λένιν, ανέπτυξε το σύστημα των βιβλιοθηκών στη Ρωσία και απέτρεψε την κατεδάφιση ιστορικών κτισμάτων που κάποιοι μπολσεβίκοι ήθελαν να εξαφανίσουν ως δείγματα αστικής παρακμής.
Ο Λουνατσάρσκι αποδυναμώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και του αφαιρέθηκαν τα αξιώματά του. Το 1933 διορίστηκε πρέσβης στην Ισπανία. Πέθανε στο Μοντόν της Γαλλίας καθ’ οδόν προς τη Μαδρίτη. Αλλά και η Κρούπσκαγια είχε αποδυναμωθεί. Γι’ αυτό και αργότερα κυκλοφόρησε ένα ανέκδοτο, που το άκουσα πριν από 13 χρόνια στη Μόσχα:
Στάλιν προς Κρούπσκαγια: «Συμμορφώσου, γιατί θα διορίσω άλλη χήρα για τον Λένιν».
Γεβγκένι Ζαμιάτιν
Τον Ιούνιο του 1931 ο Γεβγκένι Ζαμιάτιν, συγγραφέας του θαυμάσιου μυθιστορήματος «Εμείς», απηύθυνε στον Στάλιν μια επιστολή, την οποία αν έστελνε πέντε χρόνια αργότερα, το λιγότερο που θα του συνέβαινε θα ήταν να τον στείλουν στη Σιβηρία. Γράφει εκεί, μεταξύ άλλων: «Ξέρω πως έχω την ενοχλητική συνήθεια να λέω αυτό που νομίζω ότι είναι η αλήθεια και όχι αυτό που θα με βόλευε τη δεδομένη στιγμή». Και συμπληρώνει: «Αν είμαι εγκληματίας, απελάστε με. Αν δεν είμαι, δώστε μου την άδεια να λείψω έναν χρόνο μαζί με τη σύζυγό μου στο εξωτερικό και να επιστρέψω, χωρίς να χρειάζεται να γλείψω τα ανθρωπάκια, όταν θα μπορώ να υπηρετήσω τις μεγάλες ιδέες της λογοτεχνίας – και μόλις αλλάξει κάπως η άποψη για τον καλλιτέχνη των λέξεων».
Ποια «ανθρωπάκια» υπονοοεί ο Ζαμιάτιν; Ενα από αυτά ήταν ο Αλεξάντρ Φαντέγεφ, μέλος τότε της Ρωσικής Ενωσης Προλεταρίων Συγγραφέων – που κάθε άλλο παρά ανθρωπάκι ήταν. Παραδόξως, ο Στάλιν άφησε πολύ εύκολα τον Ζαμιάτιν να φύγει από τη Σοβιετική Ενωση.
Ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός
Ο Στάλιν, όταν έκρινε ότι οι συνθήκες ήταν ώριμες, έθεσε σε εφαρμογή ένα σχέδιο που θα επιδρούσε καταλυτικά στην αισθητική, στον τρόπο σκέψης και στην ερμηνεία των ιστορικών φαινομένων σε όλον τον κόσμο. Επρόκειτο για τον απόλυτο έλεγχο της κουλτούρας από το κομμουνιστικό κόμμα και τον ίδιο προσωπικά. Θεμελιώδες, από την άποψη αυτή, ήταν το πρώτο συνέδριο της Ενωσης Σοβιετικών Συγγραφέων, το 1934. Η έναρξή του σήμανε τη διάλυση όλων των ως τότε ενώσεων και καταδίκη όποιων τάσεων ήταν αντίθετες στο κυρίαρχο πολιτικό δόγμα που ονομάστηκε σοσιαλιστικός ρεαλισμός.
Δύο χρόνια απαιτήθηκαν για την προετοιμασία του συνεδρίου. Σύμμαχος του Στάλιν επί του προκειμένου ήταν ο Μαξίμ Γκόρκι – για τους δικούς του λόγους φυσικά. Αλλά οργανωτικός νους υπήρξε ο Ιβάν Μιχαήλοβιτς Γκρόνσκι, αρχισυντάκτης της εφημερίδας «Ιζβέστια», που σε μια σειρά επιστολών του το 1972 (δημοσιεύτηκαν μετά την περεστρόικα) θυμίζει εκείνες τις εποχές.
Σε μία από τις συναντήσεις του με τον Στάλιν και στο ερώτημα πώς θα έπρεπε να ονομαστεί το λογοτεχνικό ρεύμα που όφειλαν να ακολουθήσουν οι συγγραφείς, ο τελευταίος τού είπε: «Τι θα έλεγες αν ονομάζαμε τη δημιουργική μέθοδο της σοβιετικής λογοτεχνίας και τέχνης “σοσιαλιστικό ρεαλισμό”; Το πλεονέκτημα αυτού του όρου συνίσταται πρώτον στη συντομία του (μόνο δύο λέξεις), δεύτερον στο ότι είναι εύκολα κατανοητός και τρίτον στον τρόπο με τον οποίο ορίζει τη συνέχεια της λογοτεχνίας, τη λογοτεχνία στην περίοδο της αστικοδημοκρατικής εποχής, που άλλαξε και αναπτύχθηκε στην περίοδο του προλεταριακού σοσιαλιστικού κινήματος σε λογοτεχνία του σοσιαλιστικού ρεαλισμού». (Το ότι αργότερα ο Γκρόνσκι έπεσε σε δυσμένεια και εξορίστηκε στο Γκούλαγκ είναι μια άλλη ιστορία.)
Η απόφαση είχε ληφθεί. Στο διάστημα, όμως, των δύο ετών προετοιμασίας του συνεδρίου η μυστική αστυνομία Νι-Κα-Βε-Ντε έστελνε απανωτές αναφορές για το πώς αντιδρούσαν οι ίδιοι οι συγγραφείς στην ιδέα του συνεδρίου.
Αλεξάντρ Φαντέγεφ
Οι, ας πούμε, «αριστεροί» επικριτές του συνεδρίου, με επικεφαλής τον Φαντέγεφ, συμβιβάστηκαν με την ιδέα να διαλυθεί η δική τους Ενωση Προλεταρίων Συγγραφέων. Ο Φαντέγεφ πέντε χρόνια αργότερα θα γινόταν πρόεδρος της Ενωσης Σοβιετικών Συγγραφέων, θέση που θα διατηρούσε τα επόμενα 15 χρόνια. Θύτης και ταυτοχρόνως θύμα των περιστάσεων, των συμβιβασμών που αναγκάστηκε να κάνει αλλά ενδεχομένως και των τύψεών του, ο Φαντέγεφ είχε τραγικό τέλος. «Είναι ψυχρός και ανάλγητος» έλεγε για αυτόν ο Ερενμπουργκ. Ομως ελάχιστοι γνωρίζουν πλέον πως ο Φαντέγεφ προστάτεψε την Αχμάτοβα. Ο ίδιος, ενώ απαγόρευσε την έκδοση ποιημάτων του Παστερνάκ, χαρακτηρίζοντάς τα δημοσίως «χυδαία και ερωτικά, στο ύφος της Αχμάτοβα», τα απήγγελλε ιδιωτικώς στους φίλους του σχολιάζοντας: «Δεν είναι πολύ ωραία;».
Στις 10 Φεβρουαρίου 1940 ο Φαντέγεφ έστειλε στον Στάλιν ένα κατάπτυστο υπόμνημα με τίτλο «Η αντικομματική φράξια στη σοβιετική κριτική». Ποια ήταν η φράξια; Οι υπεύθυνοι και οι συνεργάτες του σημαντικότερου περιοδικού κριτικής της εποχής «Λογοτεχνικός κριτικός», όπου έγραφαν ο Λούκατς, ο Ερνστ Φίσερ, ο Ρόζενταλ και η Ελενα Ούσεβιτς, τους οποίους λούζει με επίθετα όπως «κλίκα», «οπορτουνιστές», «απολογητές της παρακμής», «υποστηρικτές αντιδραστικών απόψεων» και άλλα παρόμοια.
«Η Ούσεβιτς τονίζει τη λανθασμένη και επικίνδυνη ιδέα ότι η πολιτική ποίηση ως αυτόνομο είδος δεν υπήρξε και ούτε μπορεί να υπάρξει στη μεγάλη λογοτεχνία» γράφει ο Φαντέγεφ, καρφώνοντάς την με τα ίδια της τα λόγια. Οσο για τον Λούκατς, «ξέρουμε τι είδους μαρξιστής είναι» αποφαίνεται περιφρονητικά.
Η Ούσεβιτς ήταν κόρη του επιφανούς πολωνού κομμουνιστή Φελίξ Κον. Οι δυο τους συνταξίδεψαν με τον Λένιν το 1917 από τη Ζυρίχη, όταν ο τελευταίος επέστρεφε στη Ρωσία με το γνωστό θωρακισμένο τρένο.
Τι ζητάει στο υπόμνημά του ο Φαντέγεφ; Να δοθεί το περιοδικό στην Ενωση Σοβιετικών Συγγραφέων και η «Πράβδα» να καταδικάσει την «κλίκα» που το εκδίδει και το ελέγχει. Το Πολιτικό Γραφείο του κόμματος, ωστόσο, επέλεξε μια πιο «ριζοσπαστική» λύση: στις 26 Νοεμβρίου της ίδια χρονιάς έκλεισε το περιοδικό.
Ο Φαντέγεφ, μετά το 20ό συνέδριο και το λιώσιμο των πάγων, εξωθήθηκε στο περιθώριο, πέρασε τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του αλκοολικός και σε κατάθλιψη και αυτοκτόνησε στην ντάτσα του στο Περεντέλκινο (αυτοπυροβολήθηκε στην καρδιά) στις 13 Μαΐου 1956. Δίπλα του βρέθηκε ένα σημείωμα όπου έγραφε: «Εγινα το άλογο που έσερνε ένα χαλασμένο κάρο». Κι ακόμη: «Η αυταρέσκεια των νεόπλουτων όσον αφορά τα σπουδαία διδάγματα του Λένιν – παρ’ ότι ορκίζονται ότι είναι πιστοί στα διδάγματα αυτά (σ.σ.: εννοούσε τον Χρουστσόφ και τους αντισταλινικούς) – με οδήγησαν στην απόλυτη δυσπιστία έναντί τους. Από αυτούς πρέπει να περιμένουμε χειρότερα από όσα από τον σατράπη Στάλιν. Εκείνος, τουλάχιστον, ήταν καλλιεργημένος, ενώ αυτοί είναι αστοιχείωτοι».
Μαγιακόφσκι και Στάλιν
Εξετάζοντας κανείς αναδρομικά όλα όσα συνέβησαν από το 1917 ως τον θάνατο του Στάλιν το 1954 δυσκολεύεται να πιστέψει πώς ένας άνθρωπος οι αποφάσεις του οποίου όριζαν τις τύχες μιας τεράστιας αυτοκρατορίας, αλλά και του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος, είχε χρόνο να διαβάζει μυθιστορήματα, λογοτεχνικά περιοδικά, άρθρα, επιστολές που του έστελναν συγγραφείς για το ένα και το άλλο ζήτημα, αναφορές των μυστικών υπηρεσιών για αντίστοιχα θέματα, να αποφασίζει ποιος συγγραφέας θα βραβευτεί και ποιος θα τιμωρηθεί, να βλέπει τις περισσότερες κινηματογραφικές ταινίες και να συσκέπτεται τακτικά με τους επιτελείς του προκειμένου να αποφασίσει ποιος θα διοριστεί και ποιος θα παυθεί στα όργανα που ήταν επιφορτισμένα με την πολιτιστική πολιτική: από τους διευθυντές λογοτεχνικών περιοδικών ως τους αντίστοιχους στα θέατρα και στις ορχήστρες.
Είναι παραπλανητικό να βγάζει κανείς συμπεράσματα από το γεγονός ότι ποετάστροι τρίτης διαλογής και «αυλικοί» της κουλτούρας οι οποίοι υμνούσαν το καθεστώς είχαν προνομιακή μεταχείριση (που δεν συνέβαινε πάντα). Οταν, όμως, το πολιτικό ζήτημα απαιτούσε αποφάσεις μείζονος σημασίας, ο Στάλιν άφηνε κατά μέρος τις κατά βάση συντηρητικές αισθητικές του προτιμήσεις.
Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση Μαγιακόφσκι. Οταν η σύντροφος του ποιητή, Λιλί Μπρικ, στις 24 Νοεμβρίου 1935, του έστειλε επιστολή όπου του παραπονιόταν για την αφάνεια στην οποία είχε περιπέσει το ποιητικό έργο του Μαγιακόφσκι μετά την αυτοκτονία του, εκείνος τη διαβίβασε στον επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών, σημειώνοντας: «Σύντροφε Γεζόφ! Σου ζητώ να δεις την επιστολή της Μπρικ. Ο Μαγιακόφσκι υπήρξε και παραμένει ο καλύτερος και πιο ταλαντούχος ποιητής της σοβιετικής μας εποχής. Η αδιαφορία για το έργο και τη μνήμη του είναι έγκλημα».
Τα παραπάνω δημοσιεύτηκαν στη «Λιτερατούρναγια Γκαζέτα» στις 12 Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς. Πώς να εξηγήσει, όμως, κανείς ότι ενώ ο Στάλιν ανακήρυσσε τον Μαγιακόφσκι, κατ’ εξοχήν εκπρόσωπο της σοβιετικής πρωτοπορίας, σε μεγάλο ποιητή, έναν μήνα αργότερα εξαπέλυε την αντιφορμαλιστική (δηλαδή εναντίον της πρωτοπορίας) εκστρατεία με δύο συνεχόμενα άρθρα στην «Πράβδα», εναντίον του Ντμίτρι Σοστακόβιτς, που τον αποκαλούσαν τότε «Μαγιακόφσκι της μουσικής»; Πώς το καθεστώς που θεοποιούσε τον Μαγιακόφσκι θα έκλεινε το θέατρο του Μέγερχολντ, στενοί συνεργάτες του οποίου ήταν τόσο ο Σοστακόβιτς όσο και ο Μαγιακόφσκι, και τον σκηνοθέτη θα τον φυλάκιζε, θα τον βασάνιζε και θα τον εκτελούσε ως εχθρό του λαού;
Δεν είχαν περάσει πολλά χρόνια από το 1933, που σε επιστολή του στον Στάλιν ο Γκόρκι υμνούσε τον Μαλρό, επαινούσε τον Σοστακόβιτς και τον «λαμπρό Μέγερχολντ» και έγραφε ότι ο Ισαάκ Μπάμπελ και ο Μιχαήλ Κολτσόφ είναι «οι ευφυέστεροι συγγραφείς μας». Οι τρεις τελευταίοι εκτελέστηκαν. Στη σταλινική εποχή, όμως, οι άνθρωποι ήταν αναλώσιμοι – και οι καλλιτέχνες και οι διανοούμενοι δεν αποτελούσαν εξαίρεση.
Ερενμπουργκ
Ο Στάλιν δεν ήθελε τη φυσική εξόντωση των σημαντικών δημιουργών, όταν όμως το έκρινε αναγκαίο δεν δίσταζε. Και εκείνος που όχι μόνο το γνώριζε άριστα, αλλά και ήξερε πώς και πότε να κινηθεί ήταν ο Ιλια Γκριγκόριεβιτς Ερενμπουργκ. Την παρακάτω ιστορία μού τη μετέφερε ο ποιητής Τίτος Πατρίκιος, όπως του την είχε διηγηθεί ο Ερενμπουργκ:
Το 1942, αργά κάποιο βράδυ, χτύπησε το τηλέφωνο στο διαμέρισμα του Ερενμπουργκ στη Μόσχα. Οταν σήκωσε το ακουστικό, άκουσε μια φωνή που την ήξερε όλη η Σοβιετική Ενωση:
«Ιλια Γκριγκόριεβιτς, γιατί δεν κυκλοφορεί ο δεύτερος τόμος της Πτώσης του Παρισιού; Διάβασα τον πρώτο τόμο και τον βρήκα εξαιρετικό».
«Μου είπαν πως δεν υπάρχει χαρτί» ψέλλισε ο Ερενμπουργκ.
«Τους ξέρω αυτούς τους γραφειοκράτες. Προσπάθησε εσύ, θα προσπαθήσω κι εγώ και ίσως μαζί να πετύχουμε κάτι» είπε ο Στάλιν.
Το χαρτί βρισκόταν το πρωί της επομένης στο τυπογραφείο και το βιβλίο τυπώθηκε σε χρόνο μηδέν. Η «Πτώση του Παρισιού» τιμήθηκε με το βραβείο Στάλιν.
Εκείνο που λείπει από την αφήγηση του Ερενμπουργκ είναι βεβαίως το γεγονός ότι ο ίδιος είχε στείλει πιο μπροστά στον Στάλιν το χειρόγραφο του δεύτερου τόμου.
Η πολιτιστική πολιτική μετά τον θάνατο του Στάλιν παρέμεινε αμετάβλητη. Ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός δεν καταδικάστηκε, αλλά θεωρήθηκε αποτέλεσμα της εξελικτικής πορείας της σοβιετικής κουλτούρας. Η οργάνωσή της κατά τα κομματικά πρότυπα δεν άλλαξε – παρά τη λεγόμενη «αποκατάσταση» συγγραφέων και καλλιτεχνών που εκτελέστηκαν κατά τη σταλινική περίοδο. Πολλά έργα που είχαν απαγορευθεί εξακολουθούσαν να είναι απαγορευμένα και μόνο με την περεστρόικα άρχισαν να βλέπουν το φως της δημοσιότητας.
Ο Στάλιν ήθελε έναν σοβιετικό Τολστόι και νόμισε ότι τον βρήκε στο πρόσωπο του Σόλοχοφ, έναν σοβιετικό Πούσκιν στο πρόσωπο του Μαγιακόφσκι, έναν αντίστοιχο Μπετόβεν (και όχι, ας πούμε, Αλμπαν Μπεργκ ή Σένμπεργκ) στον Σοστακόβιτς – γι’ αυτό κι ο τελευταίος έπρεπε να «συμμορφωθεί». Το πρότυπο ήταν ολοκληρωτικό και το ότι εφαρμόστηκε επί τόσο μεγάλο διάστημα και με τέτοια κατασταλτική αποτελεσματικότητα στην τέχνη και στα γράμματα είναι ένα τεράστιο ζήτημα που θα αναλύεται επί πολλά ακόμη χρόνια.
Η πραγματική πολιτιστική «επανάσταση» (αν δεχτούμε ευφημιστικά τον όρο) δεν εφαρμόστηκε στην Κίνα, αλλά στη Ρωσία. Η άλλη της πλευρά ήταν αυτό που ο Γιόζεφ Μπρόντσκι αποκάλεσε «Καταστροφές στον αέρα». Είναι ο τίτλος ενός περίφημου δοκιμίου του για τον Πλατόνοφ, το έργο του οποίου άρχισε να μεταφράζεται στη Δύση τη δεκαετία του 1990 για να διαπιστώσουμε πως αυτός ο σπουδαίος συγγραφέας υπήρξε πρόδρομος του υπαρξισμού και της λογοτεχνίας του παραλόγου. Είναι θλιβερό το γεγονός ότι ένα από τα μείζονα μυθιστορήματά του, το «Τσεβενκούρ», που εκδόθηκε πριν από μερικά χρόνια στα ελληνικά, πέρασε απαρατήρητο και σήμερα δεν κυκλοφορεί.
Αναστάσης Βιστωνίτης
Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 12 Μαΐου 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου