ΓΙΑΝΝΗΣ ΨΥΧΟΠΑΙΔΗΣ «Το “είμαστε όλοι συνυπεύθυνοι” είναι φάρσα»
Ο ζωγράφος και καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών μιλάει για το ταλέντο, την τέχνη και τη ζωή, την πολιτική και τους πολιτικούς, την απαξίωση των αρχών και τον ευτελισμό των αξιών
«Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία» είναι ο τίτλος της έκθεσης που ετοιμάζει ο Γιάννης Ψυχοπαίδης για την άνοιξη του 2011 στο χωριό Ψάρι της Αρκαδίας. «Ηταν ένα σύνθημα-διεκδίκηση της φοιτητικής μας νιότης,ένα είδος επιστροφής στο μέλλον,κάτι που σήμερα δεν είναι καθόλου τυχαίο. Εργα γεννημένα τον τελευταίο καιρό αναφέρονται και εμπνέονται από πρόσωπα και καταστάσεις ιστορικής υπέρβασης, σαν προσκλητήριο απόντων και παρόντων» εξηγεί ο ίδιος. Από τότε που ξεκίνησε την πορεία του στον κόσμο της τέχνης και των χρωμάτων ο ζωγράφος και καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών διατηρεί σταθερό το κοινωνικό του στίγμα. Είτε με τις πρόσφατες «Ρolaroides», είτε παλιότερα με την «Πατριδογνωσία», ο Ψυχοπαίδης δίνει το «παρών» μέσα από τον καμβά ή με τον δημόσιο λόγο του- σε βιβλία, άρθρα και συνεντεύξεις.
- Αλήθεια, κύριε Ψυχοπαίδη, το ταλέντο φαίνεται εξ αρχής;
«Οχι. Είναι τόσο πλούσια η ανθρώπινη γκάμα. Σε ορισμένους το ταλέντο φαίνεται από την αρχή, σε άλλους καθυστερεί και βγαίνει με τη μορφή μιας αιφνιδιαστικής έκρηξης. Σε κάποιους άλλους καταλαβαίνεις ότι το ταλέντο δεν είναι μόνον ό,τι κάνουν εκεί, στα έξι χρόνια της σχολής, αλλά επίσης ταλέντο είναι τελειώνοντας κάποιος και βγαίνοντας στην ελεύθερη αγορά- γιατί εκεί αρχίζουν τα δύσκολα- πόσο μπορεί να αντισταθεί, πόσα “όχι” μπορεί να πει, ποιες αντιστάσεις έχει. Πώς δεν θα γυρίσει στα εύκολα και τα διακοσμητικά, πώς θα διαφυλάξει την τέχνη του από τη σύμβαση».
- Από κάθε φουρνιά αποφοίτων της Καλών Τεχνών πόσοι μπορούν να ζήσουν από την τέχνη τους;
«Παλαιότερα, σε εποχές λίγο πιο ρομαντικές, τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα. Σήμερα είναι πιο πραγματιστές οι καλλιτέχνες. Πολλοί από αυτούς θα διοχετευθούν στην εκπαίδευση και θα διδάξουν τεχνικά στα σχολεία».
- Ναι, αλλά δεν σπούδασαν γι΄ αυτό στη σχολή.
«Οχι, αλλά το λαμβάνουν πια σοβαρά υπόψη τους ως επαγγελματική αποκατάσταση. Κατά πόσο τώρα μπορούν να συνεχίσουν την τέχνη τους μόνοι τους είναι άλλη συζήτηση. Πρέπει να ισορροπήσουν ανάμεσα στο αυθεντικό καλλιτεχνικό τους κομμάτι και σε όλα τα άλλα, που είναι η ζωή, η καθημερινότητα, η επιβίωση, η οικογένεια, η δουλειά... Θέλει πολλές αντιστάσεις και ζόρια. Πρέπει να είσαι συνειδητός, αφιερωμένος για ώρες. Να μην οδηγηθείς σε δρόμους διακοσμητικούς και εμπορικούς. Αυτός είναι ο μεγάλος κίνδυνος στην ουσία. Σε κάθε γενιά επιβιώνει ένας μικρός αριθμός, σχεδόν ο ίδιος κάθε φορά, ανθρώπων που ζουν από την τέχνη τους».
- Τυχεροί, ταλαντούχοι, επίμονοι;
«Και κάτι ακόμη: Για να επιβιώσεις πρέπει να δεις και την κοινωνία που θα σε ανεχθεί και θα σε υποστηρίξει. Επιβιώνουν δηλαδή και εκείνοι που εναρμονίζονται με την εποχή και την κοινωνία- δεν είναι απαραίτητα θετικό το να επιβιώνει κανείς καλλιτεχνικά. Επιβιώνουν και κάποιοι που αποδέχονται ένα σύστημα αισθητικής, ενδίδουν στη διακοσμητικότητα και στις εύκολες λύσεις. Δυστυχώς, γιατί αυτό πουλιέται, είναι εμπορεύσιμο. Μπορεί να δικαιωθεί κάποιος από την κοινωνία, αλλά καλλιτεχνικά να παραμείνει ένα μεγάλο ερωτηματικό. Η τέχνη που δεν είναι συμβιβασμένη, η υψηλή τέχνη, είναι πάντα μη εμπορεύσιμη. Δεν είναι απαραίτητο να συνυπάρχει με την αισθητική μιας κοινωνίας. Αντιθέτως, ήταν κόντρα σε αυτά τα ρεύματα και πάντα επιβιώνει λάθρα, με τις δικές της αξίες».
- Σε μια κοινωνία όπως η σημερινή υπάρχουν αξίες;
«Είναι λάθος να μιλάμε για κοινωνία χωρίς αξίες. Το τραγικό είναι ότι έχουμε μια κοινωνία με αξίες, αλλά τι αξίες είναι αυτές; Είναι αξίες που αναπαράγουν την ευτέλεια, τη σύμβαση, έναν καθωσπρεπισμό και έναν φοβικό μικροαστισμό της καλλιέπειας. Αναπαράγουν τα λαμπερά και επιφανειακά. Αυτές οι αξίες έχουν πάρει στον λαιμό τους μια κοινωνία, αισθητικά και όχι μόνο, και την πνίγουν. Η υψηλή τέχνη εμπεριέχει το στοιχείο της αμφισβήτησης και της ανατροπής».
- Είναι παρούσα η ελληνική τέχνη σήμερα;
«Οχι, οι έλληνες καλλιτέχνες είναι. Μεμονωμένοι άνθρωποι, και εδώ και στο εξωτερικό, που μετριούνται ως συγκεκριμένοι με συγκεκριμένη δράση. Το υπόλοιπο είναι ένα γοητευτικό και χαώδες συνονθύλευμα χωρίς κανόνες και κριτική σκέψη, χωρίς κριτήρια. Θεσμικά, δεν υπάρχει τίποτε, ούτε ατομικά ούτε σε ένα πλαίσιο ευρύτερης κριτικής διάστασης, ώστε να μπαίνουν τα πράγματα σε διαβαθμίσεις και ιεραρχήσεις».
- Σαν να περιγράφετε την ίδια την Ελλάδα...
«Πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς; Το ζητούμενο είναι να αναζητήσουμε αυτές τις αξίες που λειτουργούν σε πείσμα αυτής της πραγματικότητας. Δεν θα μπορούσε η τέχνη να είναι κάτι αισθητική, μια συνέπεια, μια διάθεση καινούργιας αλληλεγγύης και συναδελφικότητας, οργανώνουν πράγματα γύρω τους που δεν είναι ατομικές υποθέσεις. Αυτές είναι οι αξίες που χαίρεσαι να υποστηρίζεις».
- Τι σας θυμώνει πιο πολύ στην Ελλάδα σήμερα;
«Είναι τόσο πολλά που είναι δύσκολο να τα περιγράψεις. Εχω περάσει το στάδιο του μεγάλου θυμού, ακολούθησε εκείνο της ουδέτερης παρατήρησης και της κριτικής ματιάς. Ο κίνδυνος είναι ένα τρίτο στάδιο, μια απομάκρυνση από την πραγματικότητα συνδυασμένη με μια απώθηση. Αυτό θα το χαίρονταν πάρα πολλοί, γιατί ακριβώς αυτό θέλουν από εμάς, να απομακρυνθούμε αηδιασμένοι και να μην έχουμε να κάνουμε τίποτε με αυτή την κοινωνία και τελικά να εξοριστούμε, είτε πραγματικά είτε μεταφορικά. Δηλώνω ότι δεν θα τους κάνω το χατίρι, και δεν το λέω ηρωικά. Είναι θέμα επιβίωσης. Δεν θα αποτελέσουμε τη νέα γενιά των εξορίστων. Ηδη πάρα πολλοί φεύγουν έξω».
- Δεν μας κρατά δηλαδή η Ελλάδα;
«Οχι. Σε διώχνει. Και εκεί είναι το μεγάλο ζητούμενο, το μεγάλο στοίχημα: θα καταφέρουν να μας διώξουν όλους; Πιστεύω ότι υπάρχει μεγάλος κίνδυνος να συμβεί κάτι τέτοιο».
- Μιλάτε σαν να υπάρχει οργανωμένο σχέδιο.
«Δεν είμαι υπέρ της θεωρίας των συνωμοσιών. Καθόλου. Οταν βλέπεις συστηματικά μέσα στα χρόνια τρόπους, συμπεριφορές, νοοτροπίες, αντιλήψεις, πολιτικές που οδηγούνται νομοτελειακά προς μια ευρύτερη απαξίωση αξιών, ανθρώπων, θεσμών, πρέπει να αναρωτηθείς για τη διάρκεια. Το έγκλημα δεν είναι στιγμιαίο, είναι διαρκές. Μπορεί να θεωρήθηκαν οι πραξικοπηματίες της χούντας ένοχοι στιγμιαίου εγκλήματος, στην ουσία όμως ήταν ένα διαρκέστατο έγκλημα που είχε ξεκινήσει πολλά χρόνια πίσω. Ξαναδιάβαζα τελευταία τα γράμματα του Μπάιρον από την Ελλάδα του 1824 και είναι σαν να μιλάει για το σήμερα».
- Είμαστε, όπως λέγεται, όλοι συνυπεύθυνοι για την τωρινή κατάσταση;
«Εδώ ακριβώς παίζεται η μεγαλύτερη φάρσα. Μιλώντας για συνενοχή, η κυβέρνηση θέλει να πετύχει να μοιράσει τις ευθύνες με τον ίδιο τρόπο ανάμεσα σε θύτες και θύματα. Είναι μια τακτική πονηρή και έξυπνη και μέσα από τον λαϊκισμό της δείχνει να πιάνει. Στηρίζεται ακριβώς στην ενοχή του κοινού μοιράσματος, ώστε να φύγουν οι ευθύνες από τους πραγματικά υπεύθυνους. Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να συγκριθούν η ποιότητα και το μέγεθος της ευθύνης των ανθρώπων που κυβέρνησαν αυτόν τον τόπο τα τελευταία 40 χρόνια με αυτούς που τους ψήφισαν και τους ανέχτηκαν».
- Δεν τα φάγαμε δηλαδή όλοι μαζί;
«Αυτό, είτε χοντροκομμένα είτε εντέχνως, καλλιεργείται για να φύγουν οι ευθύνες από αυτούς που συμμετείχαν διαχρονικά και τις έχουν ως άκρως υπεύθυνοι. Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε σε απόλυτη απαξίωση πραγμάτων που έχουν να κάνουν με τον δημόσιο χώρο, την κοινωνία, και κυρίως με την έννοια του πολίτη. Αυτό που απαξιώθηκε περισσότερο είναι ο πολίτης. Σήμερα υπάρχει ως ιδιώτης. Ο ιδιώτης με την κλασική έννοια είναι καταδικαστέος από την κοινωνία. Αυτό πέτυχαν σήμερα στην Ελλάδα. Δεν υπάρχει πια κοινωνικός ιστός, έννοιες αλληλεγγύης, κοινού αγώνα, οραμάτων, καινούργιων ιδεών, παιδείας. Το 2007 κατάφεραν, μετά από συστηματικές προσπάθειες, να κάψουν την Ολυμπία. Ηταν κάτι που ξεπερνούσε τον μέσο όρο του δράματος. Μια τέτοια ύβρις...».
- Σαν να κάηκε η Ακρόπολη;
«Ακόμη περισσότερο. Η Ακρόπολη είναι ένα μνημείο που αφορά την ελληνική δημοκρατία. Η Ολυμπία είναι ένας τόπος που αφορά την ανθρωπότητα ως συνύπαρξη και συναγώνα. Αυτό κάηκε στην Ολυμπία και αφορούσε την ελληνική κοινωνία ιδιαιτέρως. Δοκιμάστηκε η έννοια της κατάργησης κάθε έννοιας άμιλλας». «Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΔΕΝ ΜΑΣ ΑΓΑΠΑΕΙ»
- Την αγαπάμε σήμερα την Ελλάδα;
«Τι σημαίνει “αγαπάμε”; Σημαίνει δίνουμε και παίρνουμε, όπως σε μια σχέση. Ε, λοιπόν, η πατρίδα δεν μας αγαπάει. Εμείς την αγαπάμε. Και αυτό είναι μια σχέση νοσηρή. Αυτή τη στιγμή εμείς έχουμε όλη αυτή την αναφορά σε μια παλιότερη Ελλάδα και προσπαθούμε να διαφυλάξουμε κάποια αυθεντικότητα. Αμφιβάλλω πολύ αν ένας εικοσάρης σήμερα αγαπάει με τον ίδιο τρόπο την πατρίδα του. Την αγαπάει σαν μια κατάσταση μεγαλώματος της παιδικής του ηλικίας. Με μεγάλη όμως ευκολία αναζητεί τρόπους ζωής και ποιότητες ζωής σε έναν άλλον τόπο. Γιατί αυτή τη στιγμή περιβάλλεται από ένα αδιέξοδο και μια έλλειψη προοπτικής. Εχουν ακυρωθεί τα αυθεντικά».
- Και οι νέοι πώς αντιδρούν;
«Έχουν την κουλτούρα του αυτισμού, με τις εξαιρέσεις τους φυσικά. Πρέπει να τους δώσουμε κάτι να τους εμπνεύσει για να ανθίσουν. Είναι ζόρικα τα πράγματα. Τρέχουν κι αυτοί μέσα στη σύγχυση. Οι εκρήξεις σήμερα είναι ατομικές. Σαν άναρθρες κραυγές μιας κοινωνίας που πάει να τρελαθεί. Είναι μια σκόρπια δύναμη».
- Μπορούν να μετουσιωθούν όλα αυτά σε τέχνη;
«Μα, αυτά είναι η τέχνη. Αυτό το ανακάτεμα είναι η τέχνη. Τα συμπεριλαμβάνει με έναν μαγικό τρόπο- στις καλές της εκδοχές. Ισως τελικά τα αισθήματα μπορούν να κινητοποιήσουν τους ανθρώπους, να τους ξαναθυμίζουν τις καλές τους στιγμές. Αν το αποδεχθούμε, έχουμε κάνει ένα βήμα μπροστά».
http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=34&artId=373530&dt=17/12/2010#ixzz18M6bxykd
«Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία» είναι ο τίτλος της έκθεσης που ετοιμάζει ο Γιάννης Ψυχοπαίδης για την άνοιξη του 2011 στο χωριό Ψάρι της Αρκαδίας. «Ηταν ένα σύνθημα-διεκδίκηση της φοιτητικής μας νιότης,ένα είδος επιστροφής στο μέλλον,κάτι που σήμερα δεν είναι καθόλου τυχαίο. Εργα γεννημένα τον τελευταίο καιρό αναφέρονται και εμπνέονται από πρόσωπα και καταστάσεις ιστορικής υπέρβασης, σαν προσκλητήριο απόντων και παρόντων» εξηγεί ο ίδιος. Από τότε που ξεκίνησε την πορεία του στον κόσμο της τέχνης και των χρωμάτων ο ζωγράφος και καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών διατηρεί σταθερό το κοινωνικό του στίγμα. Είτε με τις πρόσφατες «Ρolaroides», είτε παλιότερα με την «Πατριδογνωσία», ο Ψυχοπαίδης δίνει το «παρών» μέσα από τον καμβά ή με τον δημόσιο λόγο του- σε βιβλία, άρθρα και συνεντεύξεις.
- Αλήθεια, κύριε Ψυχοπαίδη, το ταλέντο φαίνεται εξ αρχής;
«Οχι. Είναι τόσο πλούσια η ανθρώπινη γκάμα. Σε ορισμένους το ταλέντο φαίνεται από την αρχή, σε άλλους καθυστερεί και βγαίνει με τη μορφή μιας αιφνιδιαστικής έκρηξης. Σε κάποιους άλλους καταλαβαίνεις ότι το ταλέντο δεν είναι μόνον ό,τι κάνουν εκεί, στα έξι χρόνια της σχολής, αλλά επίσης ταλέντο είναι τελειώνοντας κάποιος και βγαίνοντας στην ελεύθερη αγορά- γιατί εκεί αρχίζουν τα δύσκολα- πόσο μπορεί να αντισταθεί, πόσα “όχι” μπορεί να πει, ποιες αντιστάσεις έχει. Πώς δεν θα γυρίσει στα εύκολα και τα διακοσμητικά, πώς θα διαφυλάξει την τέχνη του από τη σύμβαση».
- Από κάθε φουρνιά αποφοίτων της Καλών Τεχνών πόσοι μπορούν να ζήσουν από την τέχνη τους;
«Παλαιότερα, σε εποχές λίγο πιο ρομαντικές, τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα. Σήμερα είναι πιο πραγματιστές οι καλλιτέχνες. Πολλοί από αυτούς θα διοχετευθούν στην εκπαίδευση και θα διδάξουν τεχνικά στα σχολεία».
- Ναι, αλλά δεν σπούδασαν γι΄ αυτό στη σχολή.
«Οχι, αλλά το λαμβάνουν πια σοβαρά υπόψη τους ως επαγγελματική αποκατάσταση. Κατά πόσο τώρα μπορούν να συνεχίσουν την τέχνη τους μόνοι τους είναι άλλη συζήτηση. Πρέπει να ισορροπήσουν ανάμεσα στο αυθεντικό καλλιτεχνικό τους κομμάτι και σε όλα τα άλλα, που είναι η ζωή, η καθημερινότητα, η επιβίωση, η οικογένεια, η δουλειά... Θέλει πολλές αντιστάσεις και ζόρια. Πρέπει να είσαι συνειδητός, αφιερωμένος για ώρες. Να μην οδηγηθείς σε δρόμους διακοσμητικούς και εμπορικούς. Αυτός είναι ο μεγάλος κίνδυνος στην ουσία. Σε κάθε γενιά επιβιώνει ένας μικρός αριθμός, σχεδόν ο ίδιος κάθε φορά, ανθρώπων που ζουν από την τέχνη τους».
- Τυχεροί, ταλαντούχοι, επίμονοι;
«Και κάτι ακόμη: Για να επιβιώσεις πρέπει να δεις και την κοινωνία που θα σε ανεχθεί και θα σε υποστηρίξει. Επιβιώνουν δηλαδή και εκείνοι που εναρμονίζονται με την εποχή και την κοινωνία- δεν είναι απαραίτητα θετικό το να επιβιώνει κανείς καλλιτεχνικά. Επιβιώνουν και κάποιοι που αποδέχονται ένα σύστημα αισθητικής, ενδίδουν στη διακοσμητικότητα και στις εύκολες λύσεις. Δυστυχώς, γιατί αυτό πουλιέται, είναι εμπορεύσιμο. Μπορεί να δικαιωθεί κάποιος από την κοινωνία, αλλά καλλιτεχνικά να παραμείνει ένα μεγάλο ερωτηματικό. Η τέχνη που δεν είναι συμβιβασμένη, η υψηλή τέχνη, είναι πάντα μη εμπορεύσιμη. Δεν είναι απαραίτητο να συνυπάρχει με την αισθητική μιας κοινωνίας. Αντιθέτως, ήταν κόντρα σε αυτά τα ρεύματα και πάντα επιβιώνει λάθρα, με τις δικές της αξίες».
- Σε μια κοινωνία όπως η σημερινή υπάρχουν αξίες;
«Είναι λάθος να μιλάμε για κοινωνία χωρίς αξίες. Το τραγικό είναι ότι έχουμε μια κοινωνία με αξίες, αλλά τι αξίες είναι αυτές; Είναι αξίες που αναπαράγουν την ευτέλεια, τη σύμβαση, έναν καθωσπρεπισμό και έναν φοβικό μικροαστισμό της καλλιέπειας. Αναπαράγουν τα λαμπερά και επιφανειακά. Αυτές οι αξίες έχουν πάρει στον λαιμό τους μια κοινωνία, αισθητικά και όχι μόνο, και την πνίγουν. Η υψηλή τέχνη εμπεριέχει το στοιχείο της αμφισβήτησης και της ανατροπής».
- Είναι παρούσα η ελληνική τέχνη σήμερα;
«Οχι, οι έλληνες καλλιτέχνες είναι. Μεμονωμένοι άνθρωποι, και εδώ και στο εξωτερικό, που μετριούνται ως συγκεκριμένοι με συγκεκριμένη δράση. Το υπόλοιπο είναι ένα γοητευτικό και χαώδες συνονθύλευμα χωρίς κανόνες και κριτική σκέψη, χωρίς κριτήρια. Θεσμικά, δεν υπάρχει τίποτε, ούτε ατομικά ούτε σε ένα πλαίσιο ευρύτερης κριτικής διάστασης, ώστε να μπαίνουν τα πράγματα σε διαβαθμίσεις και ιεραρχήσεις».
- Σαν να περιγράφετε την ίδια την Ελλάδα...
«Πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς; Το ζητούμενο είναι να αναζητήσουμε αυτές τις αξίες που λειτουργούν σε πείσμα αυτής της πραγματικότητας. Δεν θα μπορούσε η τέχνη να είναι κάτι αισθητική, μια συνέπεια, μια διάθεση καινούργιας αλληλεγγύης και συναδελφικότητας, οργανώνουν πράγματα γύρω τους που δεν είναι ατομικές υποθέσεις. Αυτές είναι οι αξίες που χαίρεσαι να υποστηρίζεις».
- Τι σας θυμώνει πιο πολύ στην Ελλάδα σήμερα;
«Είναι τόσο πολλά που είναι δύσκολο να τα περιγράψεις. Εχω περάσει το στάδιο του μεγάλου θυμού, ακολούθησε εκείνο της ουδέτερης παρατήρησης και της κριτικής ματιάς. Ο κίνδυνος είναι ένα τρίτο στάδιο, μια απομάκρυνση από την πραγματικότητα συνδυασμένη με μια απώθηση. Αυτό θα το χαίρονταν πάρα πολλοί, γιατί ακριβώς αυτό θέλουν από εμάς, να απομακρυνθούμε αηδιασμένοι και να μην έχουμε να κάνουμε τίποτε με αυτή την κοινωνία και τελικά να εξοριστούμε, είτε πραγματικά είτε μεταφορικά. Δηλώνω ότι δεν θα τους κάνω το χατίρι, και δεν το λέω ηρωικά. Είναι θέμα επιβίωσης. Δεν θα αποτελέσουμε τη νέα γενιά των εξορίστων. Ηδη πάρα πολλοί φεύγουν έξω».
- Δεν μας κρατά δηλαδή η Ελλάδα;
«Οχι. Σε διώχνει. Και εκεί είναι το μεγάλο ζητούμενο, το μεγάλο στοίχημα: θα καταφέρουν να μας διώξουν όλους; Πιστεύω ότι υπάρχει μεγάλος κίνδυνος να συμβεί κάτι τέτοιο».
- Μιλάτε σαν να υπάρχει οργανωμένο σχέδιο.
«Δεν είμαι υπέρ της θεωρίας των συνωμοσιών. Καθόλου. Οταν βλέπεις συστηματικά μέσα στα χρόνια τρόπους, συμπεριφορές, νοοτροπίες, αντιλήψεις, πολιτικές που οδηγούνται νομοτελειακά προς μια ευρύτερη απαξίωση αξιών, ανθρώπων, θεσμών, πρέπει να αναρωτηθείς για τη διάρκεια. Το έγκλημα δεν είναι στιγμιαίο, είναι διαρκές. Μπορεί να θεωρήθηκαν οι πραξικοπηματίες της χούντας ένοχοι στιγμιαίου εγκλήματος, στην ουσία όμως ήταν ένα διαρκέστατο έγκλημα που είχε ξεκινήσει πολλά χρόνια πίσω. Ξαναδιάβαζα τελευταία τα γράμματα του Μπάιρον από την Ελλάδα του 1824 και είναι σαν να μιλάει για το σήμερα».
- Είμαστε, όπως λέγεται, όλοι συνυπεύθυνοι για την τωρινή κατάσταση;
«Εδώ ακριβώς παίζεται η μεγαλύτερη φάρσα. Μιλώντας για συνενοχή, η κυβέρνηση θέλει να πετύχει να μοιράσει τις ευθύνες με τον ίδιο τρόπο ανάμεσα σε θύτες και θύματα. Είναι μια τακτική πονηρή και έξυπνη και μέσα από τον λαϊκισμό της δείχνει να πιάνει. Στηρίζεται ακριβώς στην ενοχή του κοινού μοιράσματος, ώστε να φύγουν οι ευθύνες από τους πραγματικά υπεύθυνους. Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να συγκριθούν η ποιότητα και το μέγεθος της ευθύνης των ανθρώπων που κυβέρνησαν αυτόν τον τόπο τα τελευταία 40 χρόνια με αυτούς που τους ψήφισαν και τους ανέχτηκαν».
- Δεν τα φάγαμε δηλαδή όλοι μαζί;
«Αυτό, είτε χοντροκομμένα είτε εντέχνως, καλλιεργείται για να φύγουν οι ευθύνες από αυτούς που συμμετείχαν διαχρονικά και τις έχουν ως άκρως υπεύθυνοι. Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε σε απόλυτη απαξίωση πραγμάτων που έχουν να κάνουν με τον δημόσιο χώρο, την κοινωνία, και κυρίως με την έννοια του πολίτη. Αυτό που απαξιώθηκε περισσότερο είναι ο πολίτης. Σήμερα υπάρχει ως ιδιώτης. Ο ιδιώτης με την κλασική έννοια είναι καταδικαστέος από την κοινωνία. Αυτό πέτυχαν σήμερα στην Ελλάδα. Δεν υπάρχει πια κοινωνικός ιστός, έννοιες αλληλεγγύης, κοινού αγώνα, οραμάτων, καινούργιων ιδεών, παιδείας. Το 2007 κατάφεραν, μετά από συστηματικές προσπάθειες, να κάψουν την Ολυμπία. Ηταν κάτι που ξεπερνούσε τον μέσο όρο του δράματος. Μια τέτοια ύβρις...».
- Σαν να κάηκε η Ακρόπολη;
«Ακόμη περισσότερο. Η Ακρόπολη είναι ένα μνημείο που αφορά την ελληνική δημοκρατία. Η Ολυμπία είναι ένας τόπος που αφορά την ανθρωπότητα ως συνύπαρξη και συναγώνα. Αυτό κάηκε στην Ολυμπία και αφορούσε την ελληνική κοινωνία ιδιαιτέρως. Δοκιμάστηκε η έννοια της κατάργησης κάθε έννοιας άμιλλας». «Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΔΕΝ ΜΑΣ ΑΓΑΠΑΕΙ»
- Την αγαπάμε σήμερα την Ελλάδα;
«Τι σημαίνει “αγαπάμε”; Σημαίνει δίνουμε και παίρνουμε, όπως σε μια σχέση. Ε, λοιπόν, η πατρίδα δεν μας αγαπάει. Εμείς την αγαπάμε. Και αυτό είναι μια σχέση νοσηρή. Αυτή τη στιγμή εμείς έχουμε όλη αυτή την αναφορά σε μια παλιότερη Ελλάδα και προσπαθούμε να διαφυλάξουμε κάποια αυθεντικότητα. Αμφιβάλλω πολύ αν ένας εικοσάρης σήμερα αγαπάει με τον ίδιο τρόπο την πατρίδα του. Την αγαπάει σαν μια κατάσταση μεγαλώματος της παιδικής του ηλικίας. Με μεγάλη όμως ευκολία αναζητεί τρόπους ζωής και ποιότητες ζωής σε έναν άλλον τόπο. Γιατί αυτή τη στιγμή περιβάλλεται από ένα αδιέξοδο και μια έλλειψη προοπτικής. Εχουν ακυρωθεί τα αυθεντικά».
- Και οι νέοι πώς αντιδρούν;
«Έχουν την κουλτούρα του αυτισμού, με τις εξαιρέσεις τους φυσικά. Πρέπει να τους δώσουμε κάτι να τους εμπνεύσει για να ανθίσουν. Είναι ζόρικα τα πράγματα. Τρέχουν κι αυτοί μέσα στη σύγχυση. Οι εκρήξεις σήμερα είναι ατομικές. Σαν άναρθρες κραυγές μιας κοινωνίας που πάει να τρελαθεί. Είναι μια σκόρπια δύναμη».
- Μπορούν να μετουσιωθούν όλα αυτά σε τέχνη;
«Μα, αυτά είναι η τέχνη. Αυτό το ανακάτεμα είναι η τέχνη. Τα συμπεριλαμβάνει με έναν μαγικό τρόπο- στις καλές της εκδοχές. Ισως τελικά τα αισθήματα μπορούν να κινητοποιήσουν τους ανθρώπους, να τους ξαναθυμίζουν τις καλές τους στιγμές. Αν το αποδεχθούμε, έχουμε κάνει ένα βήμα μπροστά».
http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=34&artId=373530&dt=17/12/2010#ixzz18M6bxykd
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου