Ο εθελοντικός λόχος Φιλιατών στο προαύλιο του ναού της Αγίας Τριάδος μετά την απελευθέρωση των Φιλιατών
Χρωματισμός εικόνας: Χρήστος Καπλάνης- Past in color- Χρώμα στο παρελθόν
Στις 26 Φεβρουαρίου 1913 απελευθερώθηκαν οι Φιλιάτες. Την περιγραφή εκείνων των ημερών μας δίνει με ιστορικό σημείωμα, γραμμένο το 1915, ο Ξεχωρίτης Μηνά Μπάλλος.
Το σημείωμα αυτό το φύλαξε σαν κόρη οφθαλμού ο γιος του Χρήστος και το δημοσίευσε στην εφημερίδα "τα ΝΕΑ των Φιλιατών" στη μνήμη των ηρώων του καιρού εκείνου.
«Το 1912- 13 ήμουν 21 χρονών που άκουγα τους μεγαλύτερους άντρες του χωριού που αναφέρονταν στα 16 χωριά και στα βάσανα που υπέστησαν όλα τα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Τα 16 χωριά ήταν από τον Τσαμαντά μέχρι και του Κούτση και Κεραμίτσα, Μαλούνι, Κοκκινολιθάρι. Δε τα υπόλοιπα 9 χωριά Παλαμπάς, Φατήρι, Άγιοι Πάντες, Πόβλα,Ξέχωρο Ζεϊνέλι, Ξέχωρο Μέμι, Ξέχωρο Ντέμι, Αράχοβα, Λίμποβο. Αυτά τα 9 χωριά ήταν παραρτήματα στα 16 χωριά. Όλα αυτά ήταν τσιφλίκια των αγάδων. Η βαρβαρότητα των Τούρκων όλα τα χρόνια της σκλαβιάς ήταν αβάστακτη. Οι αρπαγές των προϊόντων, οι δολοφονίες, οι βιασμοί, οι φυλακίσεις κι εκτοπίσεις είχαν σκοπό την αλλαξοπιστία.
Κατ’ αρχή επί των ημερών μου εισέπρατταν από τους ραγιάδες το ένα τρίτο της παραγωγής των σιτηρών. Δύο Τούρκοι που λέγονταν Σπαήδες, ο Ντραγάτης κι ο Μουχτάρης του χωριού -όλοι συνυπεύθυνοι στην είσπραξη των φόρων. Αλίμονο αν κάποιος ηθελημένα έκρυβε κάτι.
Αυτός ο φόρος και ο φόρος από τα ζώα στα βοσκοτόπια- που λεγόταν Τσελέπικο-πήγαιναν υπέρ του αγά. Δε ο φόρος κατά κεφαλήν της οικογένειας που λεγόταν χαράτσι θα πήγαινε υπέρ του Πασά ή του Σουλτάνου.
Το χωριό μας το Ξέχωρο, το κατείχε ο αγάς Μέτε Τσάνες. Όποτε του γούσταρε έβγαινε στο χωριό και ζητούσε επιβλητικά: «Πο, εσύ θα μου φέρεις έναν τράγο, για το Ρεμεζάνι. Πο, εσύ θα μου φέρεις ένα κριάρι, για την Κουρμπάνη. Πο, θα φέρεις τόσο μέλι για το νταβέτι. Και εσύ θα φέρεις αυτή τη βόϊδι για τη ζευγάρι κι εσύ θα έρχεσαι να δουλέψεις με τη ζευγάρι».
Όποιος δεν υπάκουε έβαζε ο αγάς τα παλικάρια του και τον σκότωναν εν ψυχρώ, όπως τον Γρηγόρη Τσιρώνη στη μέση στο χωριό κι όπως και την επίθεση που έκανε στο Γιώρη Μπάλλο να τον σκοτώσει κι έγινε το αντίθετο.
Ο Γιώρη Μπάλλος έζησε 17 χρόνια φυγόδικος επικηρυγμένος από τον πατέρα του θύματος Ρετζέπη τριακόσια Ναπολεώνια χρυσά όποιος πάει το κεφάλι του Μπάλλου στο Φιλιάτι
Το 1912 που ο Ελληνικός στρατός κατέλαβε την Άρτα και την Πρέβεζα ανασυντάχθηκε για να καταλάβει και τα Γιάννενα. Ο Εσάτ Πασάς που κατείχε τότε τοπασαλίκι στα Γιάννενα, φοβούμενος μήπως πάνε οι εναπομείναντες Σουλιώτες και οι 16χωρίτες ενίσχυση στον Ελληνικό στρατό, διέταξε τον διοικητή των Τούρκων στο Φιλιάτι Μουαρέμ αγάς (ο οποίος τον τακτικό στρατό τον έστειλε ενίσχυση στα Γιάννενα), να στρατεύσει και να συντάξει όλο το ρέμπελο (αγύμναστο στρατό) να κάνουν ουκίμι (επίθεση) στα 16 χωριά, να σκοτώσουν, να κάψουν, να λεηλατήσουν, ούτως ώστε να ασχοληθούν οι άντρες με τις οικογένειές τους.
Στο Φιλιάτι τότε ήταν ένας καταξιωμένος άνθρωπος από το Φοινίκι ο Τάσος Σωτηρίου, ο οποίος είχε εύνοια από τους Τούρκους και ο οποίος για λόγους πολιτικής εξυπηρετούσε τους Τούρκους στην διεκπεραίωση της αλληλογραφίας. Απώτερός του σκοπός ήταν να προσέχουν τα κατωχώρια από κακοήθειες και όπου αλλού του περνούσε από το χέρι.
Ένας αγάς φίλος του και με τον όρκο της μπέσας πρόδωσε το μυστικό της διαταγής του πασά και την προετοιμασία της επίθεσης στα16 συν 9- 25 χωριά. Ο Τάσος διακινδυνεύοντας τον εαυτό του από αντιπροδοσία, έστειλε με τον Κώστα Καπλάνη πούσουλα (σημείωμα) στο Ξέχωρο το οποίο παρέλαβε ο Γιώρη Μπέκος και ο Φίλια Γκαρώνης, οι οποίοι αμέσως το κοινοποίησαν σε όλα τα χωριά, μέρος από τους άντρες να καταλάβουν τα μετερίζια στο Μαυρονέρι και στα βράχια του Ντάγκα στο Μπογάζι Ξεχώρου να αμυνθούν έστω και προσωρινά να προλάβουν οι υπόλοιποι άντρες να βγάλουν τους κατοίκους από τα χωριά και ό,τι υπάρχοντα απαραίτητα μπορέσουν.
Οι Τούρκοι απέτυχαν στα μετερίζια, στο δε μετερίζι Ξεχώρου είχαν 10 νεκρούς από τους οποίους κατάφεραν οι ραγιάδες με τον τρόπο τους και τους πήραν 7 όπλα και μετά πήραν οι Τούρκοι τους νεκρούς. Όμως οι Τούρκοι δεν πτοήθηκαν, ανέβηκαν από το βουνό Ξεχώρου και της Κάργιανης. Στη Σκάλα Κεραμίτσας έγινε σκληρή μάχη, στη Βίγλα Κεραμίτσας, Μαλούνι άφησαν οι ραγιάδες και πλησίασαν οι Τούρκοι στο μετερίζι.
Ένας οπλαρχηγός ραγιάς ο Σωτήρης Λιώλιος φώναξε: «Ω Μωαρέμ αγά έβγα ωρέ στο μεϊντάνι ν’ αλλάξουμε από ένα και ρίξε πρώτος» Ο Μωαρέμης για να μη πέσει χαμηλά κι επειδή του είπε ρίξε πρώτος και αφού άλλαξαν τον όρκο της μπέσας το αποφάσισε. Έριξε πρώτος και αστόχησε. Έριξε ο ραγιάς και τον έριξε κάτω, μέχρι να τον πάνε στο Φιλιάτι πέθανε. Κι έτσι μεταπολεμικώς βγάλανε το τραγούδι «Μεσ’ τη Βίγλα στο Ντερβένι σκότωσαν τον Μουαρέμι, πού 'χε άλογο με γκέμι».
Άρχισε ο κλεφτοπόλεμος, μεγάλη μάχη στην Πρέσπα, εκεί σκοτώθηκε ο Φέζο αγάς. Όλα τα χωριά αμύνθηκαν στη Σκάλα της Κίτσενας, Βελούνα, Μεγάλη Ράχη και Πλόκιστα. Οι Τούρκοι μαθαίνοντας ότι ο Ελληνικός στρατός πολεμάει στο Μπιζάνι κατάλαβαν τι τους περιμένει και υποχώρησαν παίρνοντας μαζί τους δεκαπέντε χιλιάδες ζώα και ό,τι άλλο βρήκαν στα σπίτια.
Οι κάτοικοι των χωριών που είχαν φτάσει στα δάση, στα μοναστήρια της Καμίτσιανης και τα χωριά της Μουργκάνας, επανήλθαν στα κακά της μοίρας τους. Κουβαλώντας οι Τούρκοι τους νεκρούς τους λέγανε «τεβράν κοκ δάσιδες» μας βάρεσαν δάσιδες κατακέφαλα, και τότε μας βγήκε το παρατσούκλι από τα δάση, δάσιδες- Ντάτσιδες. (τι έχουν να πουν τα αρβανιτοχώρια γι αυτό; Που μας ειρωνεύονται οι δάσιδες κι ντάτσιδες που ήταν μέχρι το 1944… χουσμεκιάρηδες των τούρκων;)
Τα χωριά μας παρά την φτώχια και την πείνα που τα έδερνε άρχισαν να στέλνουν συνδέσμους με γρήγορα περπατάρικα άλογα στη Ζίτσα να φέρουν κανα καλό χαμπέρι από τα Γιάννενα. Το πέρασμα του Καλαμά ήταν το θεογέφυρο στο Λίθινο που περνάει ο Καλαμάς κάτω από συμπαγή βράχο.
Το επίκεντρο των αγγελιοφόρων ήταν η Κεραμίτσα και η Γλούστα.
Στις 22 του Φλεβάρη εμένα και τον Ηλία Τσίτο μας έστειλαν οι μεγάλοι του χωριού στην Κεραμίτσα να μάθουμε κάτι. Κοντά στο ηλιοβασίλεμα ξεκάμπισαν καλπάζοντας δυο καβαλάρηδες από τη Ραβενή και μας φέρανε χαρμόσυνη είδηση ότι χθες βραδινή ώρα, έπεσαν τα Γιάννενα από τον ελληνικό στρατό, και ακόμη ότι σε 3- 4 ημέρες θα κατέβει ελληνικός στρατός να καταλάβει το Φιλιάτι.
Τροχαδάτοι φτάσαμε στο Ξέχωρο που μας περίμεναν οι χωριανοί με ανοιχτές αγκάλες. Χαρές και κλάματα. Ποτίστηκε η Κούλα- το μεσοχώρι του χωριού- με δάκρυα. Και πρώτος έπιασε το χορό ο Γιώρη Μπάλλος.
« Όλα τα χρόνια της σκλαβιάς- νιάτα καημένα νιάτα μου
κι είκοσι χρόνια κλέφτης- νιάτα μου και λεβεντιά μου».
Έπειτα από 2- 3 μέρες μαζεύτηκαν στου Τζούμα 50 άντρες ένοπλοι και ανέβηκαν στο βουνό της Σίδερης να προϋπαντήσουν τον Ελληνικό στρατό. Την επόμενη μέρα ξεκάμπισε κάτω από το Παλιωχώρι που πέρασε από ένα ξυλογέφυρο στον Καλαμά, το τάγμα με διοικητή το Γεώργιο Μαυρογιώργο. Εμείς εκεί πάνω αρχίσαμε τους πυροβολισμούς, το τάγμα προβληματίσθηκε και καθηλώθηκε καθ’ ότι αν εμείς εκεί πάνω θα ήμασταν Τούρκοι το τάγμα θα διακινδύνευε να μπει στη Σκάλα να βγει στη Σίδερη και για να μη διανύσει τα βουνά της Σίδερης να κατέβει στο Φιλιάτι προώθησε ένα λόχο να ανέβει πάνω για αναγνώριση.
Οι μεγάλοι άντρες της ομάδας μας συνέλαβαν την κίνηση του τάγματος και στείλανε δυο αγγελιοφόρους προς συνάντηση με το λόχο να φύγει το δρόμο της Σκάλας να μην ταλαιπωρηθεί.
Παρά τις υποσχέσεις των αγγελιοφόρων οι τσαούσηδες του λόχου δυσπιστούσαν και διέταξαν θέση μάχης. Μόλις τους αντικρίσαμε είδαμε δυο μέτρα άντρες ταλαιπωρημένους, με το μουστάκι μέχρι το αυτί όλοι τους, λερή φουστανέλα και γκέτες χακί. Εναγκαλισμοί και κλάματα. Ο λόχος διετάχθη καθήμενος ανά δυο πλάτη με πλάτη. Αμέσως ήχησε η σάλπιγγα «προχωρείτε προχωρείτε».
Αφού έγινε η εδαφική αναγνώριση γύρω από το Φιλιάτι αλλά και το ποτάμι γεμάτο και ερμηνεύοντας το χάρτη εντοπίσθηκε στο Καλπάκι η πέτρινη γέφυρα (η υπάρχων και σήμερα). Επίσης και η άλλη γέφυρα στο Φιλιατιώτικο κάμπο (που ανατινάχθηκε το 1944).
Ο λοχαγός κάλεσε τρεις ομαδάρχες, τον πρώτο τον διέταξε να καταλάβει το βράχο στο Καλπάκι, το δεύτερο να μείνει επιτόπου και τον τρίτο να καταλάβει τον Προφήτη Ηλία Πλαισίου και μόλις γίνει η κατάληψη του υψώματος να μεταδώσει το ανάλογο σύνθημα. με τους ανάλογους πυροβολισμούς και το σύνθημα αυτό να αναμεταδοθεί μετερίζι σε μετερίζι, να φθάσει μέχρι το βράχο, στο Καλπάκι, προκειμένου να ενημερωθεί το τάγμα που θα ξεκαμπίσει για το Φιλιάτι. Επίσης διετάχθη κάθε κίνηση με τάξη μάχης και ακόμη να παρακολουθούνται και να μεταδίδονται έπ’ ακριβώς τα συνθήματα. Προηγήθηκαν δέκα μεσήλικες από την ομάδα μας για το ξυλογέφυρο στο ποτάμι Τζούμα, ακολουθώντας η διμοιρία για το Πλαίσιο και παραπίσω ο λόχος, που ο λοχαγός θα ρύθμιζε τα μετερίζια γύρω από το Φιλιάτι. Ένας Λοχίας με δέκα άντρες κατηφόρισε για την διακλάδωση της Σίδερης. Εμείς ακολουθήσαμε καθ’ οδόν στην κατηφόρα. Η ομάδα μας μου δώσανε εντολή να καλωσορίσω τον Ελληνικό στρατό. Η επιλογή έγινε επειδή ήξερα λίγα γράμματα.
Φτάσαμε στη διακλάδωση. Πολλοί χριστιανοί και πολλοί τούρκοι γονατιστοί, με τα φέσια στη μασχάλη, τεμπενούσαν (προσκυνούσαν). Ξεκάμπισε το τάγμα. Σε λίγο υψωμένο το έδαφος ύψωσα τα χέρια και τη φωνή λέγοντας:
«Μάννα Ελλάδα. Καλωσορίζουμε τα παλικάρια σου που από 400 χρόνια σκλαβιά ήρθαν να μας απελευθερώσουν σε έναν τόπο ποτισμένο με αίμα και δάκρια και τα αναστενάγματα ακούγονται στα φαράγγια».
Αφού ενημερώθηκε ο λοχίας του τάγματος παρουσιάστηκαν δυο τούρκοι με έναν ντεσκερέ σε υψωμένο το χέρι που έγραφε προς τους αξιωματικούς του Ελληνικού στρατού: «Σας περιμέναμε στο Φιλιάτι με ανοιχτές τις αγκάλες. Στην πρώτη στροφή προς το Καλπάκι ακούστηκαν 3 όπλα από το βράχο συνθηματικά ότι ο εχθρός δεν προέβαλε αντίσταση. Ήχησε η σάλπιγγα προχωρείτε προχωρείτε.
Ερμηνεύοντας το χάρτη εντοπίσθηκε η ανωτέρω γέφυρα διετάχθη και προηγήθηκε μια διμοιρία με τάξη μάχης να καταλάβει ένα ύψωμα στη Σπάταρι. Στη βρύση στο Καλπάκι πολλοί Τούρκοι τεμπενούσαν (προσκυνούσαν).
Ο λόχος γύρισε δεξιά παραποτάμια να καταλάβει τα υψώματα της Γρανίτσας. Ένας άλλος λόχος ανέβηκε κατά μέτωπο στα υψώματα του Τάκα με τάξη μάχης και με αποστολή κυκλωτικής κίνησης από αριστερά ανέβηκε η διοίκηση του τάγματος στου Τάκα. Ήχησε η σάλπιγγα προχωρείτε προχωρείτε.
Η καμπάνα της Αγίας Τριάδας χτυπούσε χαρμόσυνα ενώ μια άλλη σάλπιγγα ηχούσε στο δεσπόζων ύψωματης Γκόντριζας, συνθηματικά ότι ο στόχος κατελήφθη. Πέντε στρατιώτες ήρθαν στο διοικητή και ανέφεραν ότι ένας λόχος παρελαύνει μέσα στο Φιλιάτι.
Ο δρόμος γεμάτος χριστιανούς κι τούρκοι γονατιστοί. Και ένας προηγείται με ένα ντεσκερέ στο χέρι. Αυτός ήταν ο Τάσος Σωτηρίου από το Φοινίκι που προσφώνησε τους αξιωματικούς.
Τρεις μεσήλικες αξιωματικοί ιππείς σε γρίβα άλογα πέζεψαν και εναγκαλίστηκαν. Μπήκε η διοίκηση στην πάνω πλατεία που οι αγάδες στη σειρά με το κεφάλι σκυμμένο και τα φέσια στη μασχάλη καλωσόρισαν τους παρόντες αξιωματικούς. Με τις λέξεις στα τούρκικα «καλωσήρθατε αφέντες, πολλά τα έτη σας». Μια ομάδα Τούρκων χόρευαν γύρω το τζαμί τραγουδώντας αρβανίτικα «Κωνσταντίνη στρατηλάτη, Κωνσταντίνε απ’ το Μπιζάνι, Κωνσταντίνε παλικάρι, στην Ευρώπη πάει το νάμι (έπαινος).
Ο Τάσος Σωτηρίου οδήγησε το επιτελείο του Τάγματος σ’ ένα κτίριο απέναντι αριστερά από το Πούσι το πλατύ, δίνοντας στον πιο ηλικιωμένο λοχία κοντάρι και στεφάνι δάφνης για την έπαρση της σημαίας. Τρεις Λοχίες ύψωσαν το σύμβολο της Ελλάδας, ύψωσαν και τη φωνή τρεις φορές: «Ζήτω η Ελλάδα».
Τότε βούιξε το Φιλιάτι από τα ζητοκραυγάσματα.
Ενώ οι σάλπιγγες του τάγματος ηχούσαν τον Εθνικό Ύμνο και το Φιλιάτι ποτίσθηκε με δάκρυα από την πολυκοσμία που είχε μαζευτεί να γιορτάσει τη λευτεριά. Οι χουσμεκιάρηδες (χριστιανοί δούλοι των τούρκων) βγάλανε γλυκίσματα και τρόφιμα για το στρατό- δόθηκε εντολή να μη φάει κανείς. Βγάλανε ζαερέδες για τα ζώα. Μέχρι εδώ όλη η συμπεριφορά των τούρκων ήταν μερίμνει του Τάσου Σωτηρίου. Τρεις τσαούσηδες κι ένας πολίτης φύγαν ιππείς προς την Βάνερα, εγώ ρώτηξα: Πού πάνε αυτοί; Απάντηση: Πήγαν για αναγνώριση εδάφους.
Φυλάκια στα μετερίζια για καταυλισμούς και βοσκές και νερό για τα ζώα. Σε λίγο ακούστηκαν στο ύψωμα της Γκόντριζας σαλπίσματα και πυροβολισμοί συνθηματικά- πάλι κάποιος ρώτησε: Τι συνθήματα είναι αυτά; Απάντηση: Ανακαλούν τα φυλάκια από τα απομακρυσμένα μετερίζια, προς σύμπτυξη.
Οι αγάδες κάθονταν σε απόσταση και παρακολουθούσαν σικλετισμένοι για το κακό που τους βρήκε και προβληματισμένη για την μελλοντική στάση του Ελληνικού στρατού. Ένας ραγιάς πήγε στους αγάδες και είπε: «πως το πάθαταν αγάδες και γινήκαταν ραγιάδες»
Ένας αγάς ήρθε στονΤάσο διαμαρτυρόμενος. Ο Τάσος τον έδιωξε προς το πλήθος, πηγαίνοντας στο διοικητή και ανέφερε τούτο. Ο διοικητής αμέσως εξέδωσε με το μεγάφωνο διαταγή προς χριστιανούς, τούρκους και στρατιώτες: «Απαγορεύεται αυστηρώς κάθε εχθροπραξία και κακοήθεια και όποιος παραβεί την διαταγή τούτη θα περάσει στρατοδικείο. Επίσης από αυτή τη στιγμή άρχετε η παράδοση των όπλων και επί αποδείξει» υπογραφή Γιώργος Μαυρογιώργος- διοικητής τάγματος.
Κι ακόμη κάλεσε την ομάδα την δική μας να παρουσιαστούμε ενώπιόν του και λέει: «Σας αξίζουν πολλά συγχαρητήρια που είστε ακόμη χριστιανοί και η πατρίδα σας καλεί να παραδώσετε τα όπλα»
Δεν μίλησε κανείς. Εγώ πέρασα μπροστά και είπα: Κύριε διοικητά δεν είναι κρίμα κι άδικο να μας πάρετε τα όπλα που στάζουν αίμα και δάκρυα για λευτεριά; Απάντηση: αφού με συνεχάρηκε, λέει προς όλους: «Εσείς έχετε αίμα να λάβετε και σας ήρθε η ώρα να το πάρετε, όμως είσαστε επικίνδυνοι να χύσετε κι άλλο και το αίμα το δικό σας το πήραμε εμείς, αφήστε τώρα τα όπλα και ελάτε το πρωί να τα πάρετε». Πρώτος πήγε ο Γιώρη Μπάλος κι άφησε το όπλο στη γωνιά. Ο Διοικητής τον ρώτησε «που βρήκες αυτό το όπλο γέροντα»; «Σκότωσα έναν τούρκο και το πήρα και με αυτό έζησα 17 χρόνια στα βουνά επικηρυγμένος για 300 χρυσά Ναπολεώνια».
Όλοι φύγανε για τα χωριά, εμείς μείναμε σε χριστιανικά σπίτια. Το πρωί πήγαμε να πάρουμε τα όπλα και μέσα είδαμε πέντε αγάδες από το Καλπάκι και ο διοικητής να λέει. «Απόψε την νύχτα πήγατε στο χωριό Καλπάκι και πήρατε χίλια πρόβατα και σκοτώσατε δε και δυο τσοπαναραίους, τα πρόβατα πήραν το μπογάζι Ξεχώρου πάρτε αυτόν τον Λοχία με τους άνδρες του να πάτε να μου τα φέρετε στον κάμπο στο Φιλιάτι».
Στου Τζούμα πληροφορηθήκαμε ότι τα πρόβατα πήραν προς την Σκάλα Κεραμίτσας. Τα βρήκαμε στον Αϊ Γιάννη Μαλουνίου, καθ’ οδόν γνωρίσαμε και ότι τα μισά ήταν δικά μας, στου Τζούμα παρά τις αντιδράσεις του Λοχία τα χωρίσαμε αυθαίρετα ενώ δυο από μας πήγαν στον διοικητή και εξιστόρησαν την αλήθεια. Εγώ που μου είχαν πάρει τα περισσότερα από όλους βρήκα 17.
Οι άλλοι με τα πιο λίγα βρήκαν τα μισά και τα περισσότερα και τότε είπε ο πατέρας μου:
«Τα δαχτυλίδια χάσαμε και τα δάχτυλα τα έχουμε»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου