Ένας 95χρονος ακρίτας, ράφτης παραδοσιακών ενδυμασιών

Δώρισε τοπικές ενδυμασίες στο Οικοτροφείο Φιλιατών για τα παιδιά, ενώ δημιούργησε Λαογραφικό Μουσείο στο Πλαίσιο
Πολλές από τις ενδυμασίες είναι πιστά αντίγραφα εκείνων που φόραγαν οπλαρχηγοί του 1821, αλλά και παραδοσιακές νυφιάτικες φορεσιές διαφόρων περιοχών της Ηπείρου και ειδικά της Θεσπρωτίας.Μία βιτρίνα, με αναρτήσεις επίκαιρων πολιτικών και θρησκευτικών σχολίων, σε γλώσσα καθαρεύουσα, μέσα στην παλιά αγορά της ακριτικής κωμόπολης Φιλιάτες Θεσπρωτίας, έγινε η αφορμή για τη γνωριμία με τον ράφτη παραδοσιακών ενδυμασιών Γεώργιο Σκάγια

Πρόκειται για άνθρωπο ανήσυχο και ευαισθητοποιημένο, που τα 95 του χρόνια δεν έχουν επηρεάσει την καλή του διάθεση για τη ζωή, την εργασία, την ιστορική έρευνα, τη συγγραφή βιβλίων και σχολίων γύρω από την καθημερινότητα και την πολιτική. Είναι ο ράφτης, ο συγγραφέας, ο μάστορας, ο τεχνίτης, ο καλλιτέχνης. 
Ο χώρος του δεν είναι μεγαλύτερος από 35τ.μ., έχει τον πάγκο που δουλεύει, δύο προθήκες με παραδοσιακές φορεσιές, τρεις καρέκλες και εκατοντάδες κόλλες χαρτί με σημειώσεις.
Την τέχνη του ράφτη την έμαθε από μικρός, δίπλα τον αδελφό του, ο οποίος από το 1929 είχε ραφείο στο χωριό τους, το Πλαίσιο, άλλοτε Πλεσίβιτσα, στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Το 1948, το ραφείο μεταφέρθηκε στους Φιλιάτες και εξειδικεύτηκε στις τοπικές παραδοσιακές φορεσιές. Από τότε, μέχρι σήμερα, ο κ. Γιώργος βρίσκεται καθημερινά στον ίδιο χώρο και δημιουργεί ακούραστα γιατί, όπως λένε όλοι, «έχει ακόμη νεανική ψυχή».
 Μάλιστα, του έχουν προσδώσει το όνομα Γιώρης. «Είναι τέχνη, επιστήμη και κάτι περισσότερο, μεράκι. Το μεράκι το εσωτερικό, που κάνει τα έργα αθάνατα» λέει για τις χειροποίητες και χρυσοκεντημένες παραδοσιακές φορεσιές που ακόμη δημιουργεί. 
Πολλές ενδυμασίες είναι πιστά αντίγραφα εκείνων που φόραγαν οπλαρχηγοί του 1821, αλλά και παραδοσιακές νυφιάτικες φορεσιές διαφόρων περιοχών της Ηπείρου και ειδικά της Θεσπρωτίας. Όλες έχουν πλεκτά χρυσά κουμπιά, ενώ κάθε μία από αυτές φέρει κεντημένο το λογότυπο, «Γεώργιος Μ. Σκάγιας. Φιλιάτες, Θεσπρωτίας-Ηπείρου».

Λιγοστοί πελάτες
Σήμερα, εξηγεί, δεν υπάρχει η όρεξη που υπήρχε παλαιότερα, γιατί οι παραδοσιακές στολές έχουν βιομηχανοποιηθεί και οι χειροποίητες είναι ακριβές, αφού χρειάζεται περισσότερο από ένας μήνας δουλειάς στο χέρι, για την κάθε μία.«Δεν είναι ψευτοδουλειά. Κουράζει. Χρειάζεται αφοσίωση, ώστε να μην κάνεις λάθος».Οι πελάτες του είναι λιγοστοί, καθώς σήμερα οι παραδοσιακοί σύλλογοι, όπως λέει, απευθύνονται σε βιομηχανοποιημένες αγορές. Οι παραγγελίες του είναι από ορισμένους που θέλουν να αποκτήσουν παραδοσιακή φορεσιά, ως «κόσμημα» για το σπίτι τους, αλλά και από συντοπίτες του που μετανάστευσαν στην Αυστραλία και στην Αμερική. Τα μυστικά της τέχνης, ο κ. Σκάγιας, θέλησε μαζί με τον αδελφό του να τα μεταφέρει σε γυναίκες των Φιλιατών, ώστε η παράδοση να διατηρηθεί και να διαδοθεί. Οι γυναίκες που εκπαίδευσαν ήταν πολλές, όμως το μεροκάματο δεν ανταποκρίνεται τον κόπο τους καιδεν συνέχισαν.θυμάται ότι τις περασμένες δεκαετίες, υπήρχαν πολλοί ραφτάδες στην περιοχή.«Φτιάχναμε όλες τις στολές του Ιππικού και όλες τις νυφικές στολές της περιφέρειας. Σύγκριση με την σημερινή κατάσταση δεν υπάρχει» σημειώνει.
Το ενδιαφέρον του 95χρονου για την ιστορία και τη λαϊκή παράδοση του τόπου του είναι ιδιαίτερο, γι αυτό μαζί με τον αδελφό του, ο οποίος δεν ζει πια, πήραν την απόφαση να προσφέρουν στον Πολιτισμό της Θεσπρωτίας. Δώρισαν τοπικές ενδυμασίες στο Οικοτροφείο Φιλιατών για τα παιδιά, ενώ δημιούργησαν Λαογραφικό Μουσείο στο χωριό τους, το Πλαίσιο, με την ελπίδα ότι η προσπάθεια τους αυτή, θα βρει υποστήριξη από την Πολιτεία.Ρωτήσαμε τον κ. Σκάγια εάν έχει οικογένεια και απάντησε: «Είμαι πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης. Δεν έχω δική μου οικογένεια. Η αποστολή μου είναι αυτή. Να δημιουργώ, να συγγράφω, να προβληματίζομαι και να προβληματίζω». Οι αναρτήσεις στην βιτρίνα του ραφείου, είναι η προσπάθειά του να επικοινωνήσει με τους συμπολίτες του και ειδικότερα με τους νέους. «Στη σημερινή κατάσταση που βρισκόμαστε, πρέπει να είμαστε και ενήμεροι, αλλά και να προσφέρουμε. Χωρίς προσφορά δεν γίνεται. Ας μην υπολογίσουμε ότι φτάσαμε σε ηλικία μεγάλη. Γιατί η πατρίδα μας έχει ανάγκη. Να κρατήσουμε τις παραδόσεις μας, τη θρησκεία μας» αναφέρει χαμογελαστά, για να προσθέσει ότι θα ήταν καλύτερα, εάν το ραφείο του ήταν στην Αθήνα, η σε κάποια μεγαλούπολη —και όχι στην μικρή ακριτική περιοχή- γιατί πιστεύει πως εκεί το αποτέλεσμα της επικοινωνίας του, θα είχε μεγαλύτερο αντίκρισμα. 
Ο κ. Γιώργος, με προτροπή του αδελφού του, ξεκίνησε την ‘Ανοιξη του 1978, στις 5 Μαΐου, όπως θυμάται, να γράφει την «Αφηγηματική Ιστορία —Πλεσίβιτσας Ηπείρου», ένα βιβλίο 300 σελίδων «για να περισωθούνε οι παραδόσεις του χωριού». 
‘Αρχισε τότε να συλλέγει πληροφορίες, να εξακριβώνει γεγονότα και αναμνήσεις, από έναν κόσμο που κατάφερε να επιζήσει στην «απόμερη γωνία», που αναδείχτηκε σε μεγάλο εμπορικό κέντρο τον 19ο αιώνα, ενώ σήμερα μετρά μόνο λιγοστούς ακρίτες και παλιά πέτρινα αρχοντόσπιτα- φαντάσματα του παρελθόντος. Μεταξύ των όσων αναφέρει στο βιβλίο, που εκδόθηκε το 1979, για τις παλιές οικογένειες και τα επαγγέλματα στο κεφαλοχώρι του, περιγράφει το ιστορικό της οικογένειας Κονταξή, από την οποία ο Αλή Πασάς άρπαξε την 12χρονη Βασιλική, το 1805. Πρόκειται για ένα πεζογράφημα αφιερωμένο στην Κυρά —Βασιλική, που για τον συγγραφέα «είναι η Ζαν Ντ ‘Αρκ της σκλαβωμένης Ελλάδας».

epirusgate

Δεν υπάρχουν σχόλια: