Εντ Φαν Ντερ Έλσκεν: ο εναλλακτικός street photographer
"Να είστε δυνατοί. Να προσέχετε. Δείξτε στον κόσμο ποιοι είστε". Αυτά είναι τα αποχαιρετιστήρια λόγια του Εντ Φαν Ντερ Έλσκεν στην ταινία - ντοκιμαντέρ που γύρισε ο ίδιος, "Bye" (1990), ενώ ήταν ήδη χτυπημένος από τον καρκίνο. Η κίνησή του αυτή συνοψίζει όλη την φιλοσοφία του περί ζωής, αλλά και περί φωτογραφίας: Να απεικονίζει την ζωή (την δική του και των άλλων), χωρίς να τον ενδιαφέρει καθόλου, εάν παραβιάζει την ιδιωτική σφαίρα. Χάρη στην τολμηρή ματιά του, οι φωτογραφίες του αποτελούν μια αυθεντική μαρτυρία των δεκαετιών από το 1950 έως το 1990.
Γεννήθηκε στο Άμστερνταμ το 1925, έζησε και δούλεψε στο Παρίσι από το 1950 μέχρι το 1954, όπου ως street photographer καταφέρνει να αιχμαλωτίσει με μοναδικό τρόπο την παριζιάνικη ατμόσφαιρα των εστέτ, αλλά και να καταρρίψει ταυτόχρονα τον μύθο της διανοουμενίστικης νεολαίας.
Καρπός της δουλειάς του εκείνη την εποχή είναι το βιβλίο "Μια ερωτική ιστορία στο Σαν Ζερμέν ντε Πρε" (Love on the Left Bank). Ένα φωτογραφικό άλμπουμ που όπως λένε οι κριτικοί "διαβάζεται".
Μια φωτονουβέλα (τα συνοδευτικά κείμενα φέρουν την υπογραφή του φωτογράφου) που εντυπωσιάζει για την σκληρή αμεσότητα και την αντισυμβατικότητα των φωτογραφιών. Εδώ ο Φαν Ντερ Έλσκεν θέτει καινούργια όρια στην ντοκουμενταρίστικη φωτογραφία και αποκτά παγκόσμια αναγνώριση.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 το Σαν Ζερμέν ντε Πρε ήταν το κέντρο του υπαρξισμού, η απόλυτη μποέμ γειτονιά. Όμως οι νέοι στις φωτογραφίες του Φαν Ντερ Έλσκεν δεν έχουν κοινωνική ή πολιτική συνείδηση, δεν συμμετέχουν στην καλλιτεχνική δράση που συντελείται. Είναι λεπτοί έως και κοκαλιάρηδες, βρώμικοι, ατημέλητοι, άσχημα βαμμένες οι γυναίκες, με ένα τσιγάρο στο στόμα. Αποπνέουν μια μαυρίλα, μια ήττα. Δεν είναι οι παραδοσιακοί κλοσάρ. Μήτε αποτυχημένοι φοιτητές. Ούτε καν άνεργοι.
Είναι οι απόλυτοι χαμένοι της ζωής. Όπως σημειώνει η Βάλι Μάιερς, η κεντρική γυναικεία φιγούρα της φωτογραφικής αφήγησης: "Ζούσαμε στους δρόμους και στα καφενεία, σαν μια συμμορία αδέσποτων σκυλιών".
Ο Φαν Ντερ Έλσκεν ήθελε να αποδώσει το μεταπολεμικό κλίμα της απόγνωσης και της ηττοπάθειας που κυριαρχούσε. Η αισιοδοξία μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο έχει εξανεμιστεί, την θέση της έχει καταλάβει ο Ψυχρός Πόλεμος.
Όπως αναφέρει και ο ίδιος "ο μύθος των ψευτοδιανοούμενων νέων, που ακούνε μουσική τζαζ σε υπόγεια και ανταλλάσουν απόψεις περί Σαρτρ, είναι ξεπερασμένος, μπαγιάτικος... Τα αγόρια και τα κορίτσια που συμμετέχουν είναι άκρως αντιπαθητικά, πόρνες, μαλθακά πλάσματα χωρίς ραχοκοκαλιά".
Επιστρέφει στη γενέτειρά του, όπου παραμένει μέχρι το 1971, για να αποτραβηχτεί τα επόμενα χρόνια στην εξοχή κοντά στην πόλη Ένταμ. Έχει ήδη αρχίσει τα μακρινά ταξίδια (Αφρική και Ιαπωνία) από το τέλος της δεκαετίας του 1960, τα οποία και θα συνεχίσει για τα επόμενα 30 χρόνια μέχρι το θάνατό του (1990).
Το Άμστερνταμ γίνεται για τον Φαν Ντερ Έλσκεν η πόλη - μούσα τη δεκαετία του 1970, αφού του δίνει την ευκαιρία να παγιδεύσει με το φακό του την ατμόσφαιρα της εποχής: Nεολαία με παντελόνια - καμπάνα και πολύχρωμα πουκάμισα, αγόρια με φαβορίτες και μακριά μαλλιά, κορίτσια με καυτά μίνι και σορτς: Ιδανικό λίκνο για την εποχή, η ολλανδική μητρόπολη προβάλλει απόλυτα το μετα-χίπικο κλίμα της εποχής, ενώ γίνεται φανερή και η εμμονή του φωτογράφου με τα ποδήλατα .
Του αρέσει να τριγυρνά στους δρόμους και άλλων μεγαλουπόλεων (Παρίσι, Τόκιο) και να αναζητά το τυχαίο, τη στιγμή, το απρόσμενο, το συναρπαστικό στην καθημερινότητα. Ψάχνει έντονα πρόσωπα, ξεχωριστές προσωπικότητες, εντυπωσιακές σιλουέτες, που προφανώς αντικαθρεφτίζουν την υποκειμενική του διάθεση ή τα προσωπικά του γούστα. Όμως δεν περιορίζεται στο ατομικό πορτρέτο. Συχνά εστιάζει στο περιβάλλον, όπως γκράφιτι, διαφημίσεις σε κολώνες, ταμπέλες καφενείων κ.ά. και στο πώς αυτό αλληλεπιδρά με τον άνθρωπο.
Ο δρόμος ως σκηνή. Και οι άνθρωποι – ηθοποιοί, είτε κοιτώντας χωρίς καχυποψία τον φακό είτε διασχίζοντας βιαστικά τον δρόμο, αιχμαλωτίζονται από τον Φαν Ντερ Έλσκεν με σκληρή ειλικρίνεια, χωρίς φτιασιδώματα.
Γεννήθηκε στο Άμστερνταμ το 1925, έζησε και δούλεψε στο Παρίσι από το 1950 μέχρι το 1954, όπου ως street photographer καταφέρνει να αιχμαλωτίσει με μοναδικό τρόπο την παριζιάνικη ατμόσφαιρα των εστέτ, αλλά και να καταρρίψει ταυτόχρονα τον μύθο της διανοουμενίστικης νεολαίας.
Καρπός της δουλειάς του εκείνη την εποχή είναι το βιβλίο "Μια ερωτική ιστορία στο Σαν Ζερμέν ντε Πρε" (Love on the Left Bank). Ένα φωτογραφικό άλμπουμ που όπως λένε οι κριτικοί "διαβάζεται".
Μια φωτονουβέλα (τα συνοδευτικά κείμενα φέρουν την υπογραφή του φωτογράφου) που εντυπωσιάζει για την σκληρή αμεσότητα και την αντισυμβατικότητα των φωτογραφιών. Εδώ ο Φαν Ντερ Έλσκεν θέτει καινούργια όρια στην ντοκουμενταρίστικη φωτογραφία και αποκτά παγκόσμια αναγνώριση.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 το Σαν Ζερμέν ντε Πρε ήταν το κέντρο του υπαρξισμού, η απόλυτη μποέμ γειτονιά. Όμως οι νέοι στις φωτογραφίες του Φαν Ντερ Έλσκεν δεν έχουν κοινωνική ή πολιτική συνείδηση, δεν συμμετέχουν στην καλλιτεχνική δράση που συντελείται. Είναι λεπτοί έως και κοκαλιάρηδες, βρώμικοι, ατημέλητοι, άσχημα βαμμένες οι γυναίκες, με ένα τσιγάρο στο στόμα. Αποπνέουν μια μαυρίλα, μια ήττα. Δεν είναι οι παραδοσιακοί κλοσάρ. Μήτε αποτυχημένοι φοιτητές. Ούτε καν άνεργοι.
Είναι οι απόλυτοι χαμένοι της ζωής. Όπως σημειώνει η Βάλι Μάιερς, η κεντρική γυναικεία φιγούρα της φωτογραφικής αφήγησης: "Ζούσαμε στους δρόμους και στα καφενεία, σαν μια συμμορία αδέσποτων σκυλιών".
Ο Φαν Ντερ Έλσκεν ήθελε να αποδώσει το μεταπολεμικό κλίμα της απόγνωσης και της ηττοπάθειας που κυριαρχούσε. Η αισιοδοξία μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο έχει εξανεμιστεί, την θέση της έχει καταλάβει ο Ψυχρός Πόλεμος.
Όπως αναφέρει και ο ίδιος "ο μύθος των ψευτοδιανοούμενων νέων, που ακούνε μουσική τζαζ σε υπόγεια και ανταλλάσουν απόψεις περί Σαρτρ, είναι ξεπερασμένος, μπαγιάτικος... Τα αγόρια και τα κορίτσια που συμμετέχουν είναι άκρως αντιπαθητικά, πόρνες, μαλθακά πλάσματα χωρίς ραχοκοκαλιά".
Επιστρέφει στη γενέτειρά του, όπου παραμένει μέχρι το 1971, για να αποτραβηχτεί τα επόμενα χρόνια στην εξοχή κοντά στην πόλη Ένταμ. Έχει ήδη αρχίσει τα μακρινά ταξίδια (Αφρική και Ιαπωνία) από το τέλος της δεκαετίας του 1960, τα οποία και θα συνεχίσει για τα επόμενα 30 χρόνια μέχρι το θάνατό του (1990).
Το Άμστερνταμ γίνεται για τον Φαν Ντερ Έλσκεν η πόλη - μούσα τη δεκαετία του 1970, αφού του δίνει την ευκαιρία να παγιδεύσει με το φακό του την ατμόσφαιρα της εποχής: Nεολαία με παντελόνια - καμπάνα και πολύχρωμα πουκάμισα, αγόρια με φαβορίτες και μακριά μαλλιά, κορίτσια με καυτά μίνι και σορτς: Ιδανικό λίκνο για την εποχή, η ολλανδική μητρόπολη προβάλλει απόλυτα το μετα-χίπικο κλίμα της εποχής, ενώ γίνεται φανερή και η εμμονή του φωτογράφου με τα ποδήλατα .
Του αρέσει να τριγυρνά στους δρόμους και άλλων μεγαλουπόλεων (Παρίσι, Τόκιο) και να αναζητά το τυχαίο, τη στιγμή, το απρόσμενο, το συναρπαστικό στην καθημερινότητα. Ψάχνει έντονα πρόσωπα, ξεχωριστές προσωπικότητες, εντυπωσιακές σιλουέτες, που προφανώς αντικαθρεφτίζουν την υποκειμενική του διάθεση ή τα προσωπικά του γούστα. Όμως δεν περιορίζεται στο ατομικό πορτρέτο. Συχνά εστιάζει στο περιβάλλον, όπως γκράφιτι, διαφημίσεις σε κολώνες, ταμπέλες καφενείων κ.ά. και στο πώς αυτό αλληλεπιδρά με τον άνθρωπο.
Ο δρόμος ως σκηνή. Και οι άνθρωποι – ηθοποιοί, είτε κοιτώντας χωρίς καχυποψία τον φακό είτε διασχίζοντας βιαστικά τον δρόμο, αιχμαλωτίζονται από τον Φαν Ντερ Έλσκεν με σκληρή ειλικρίνεια, χωρίς φτιασιδώματα.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου