Οι ποιητές μας για τον Καβάφη

Με αφορμή τα 85 χρόνια σήμερα από τον θάνατό του.

Γιάννης Ρίτσος, «Ο χώρος του ποιητή»

Το μαύρο, σκαλιστό γραφείο, τα δυο ασημένια κηροπήγια, η κόκκινη πίπα του. Κάθεται, αόρατος σχεδόν, στην πολυθρόνα, έχοντας πάντα το παράθυρο στη ράχη του. Πίσω από τα γυαλιά του, πελώρια και περίσκεπτα, παρατηρεί τον συνομιλητή του, στ’ άπλετο φως, αυτός κρυμμένος μες στις λέξεις του, μέσα στην ιστορία, σε πρόσωπα δικά του, απόμακρα, άτρωτα, παγιδεύοντας την προσοχή των άλλων στις λεπτές ανταύγειες ενός σαπφείρου που φορεί στο δάχτυλό του, κι όλος έτοιμος γεύεται τις εκφράσεις τους, την ώρα που οι ανόητοι έφηβοι υγραίνουν με τη γλώσσα τους θαυμαστικά τα χείλη τους.
Κι εκείνος πανούργος, αδηφάγος, σαρκικός, ο μέγας αναμάρτητος, ανάμεσα στο ναι και στο όχι, στην επιθυμία και τη μετάνοια, σαν ζυγαριά στο χέρι του θεού ταλαντεύεται ολόκληρος, ενώ το φως του παραθύρου πίσω απ’ το κεφάλι του τοποθετεί ένα στέφανο συγγνώμης κι αγιοσύνης. «Αν άφεση δεν είναι η ποίηση, – ψιθύρισε μόνος του – τότε, από πουθενά μην περιμένουμε έλεος».

(Από τη συλλογή «12 ποιήματα για τον Καβάφη», εκδ. Κέδρος, 1963. Περιλαμβάνεται στη συγκεντρωτική έκδοση «Γιάννης Ρίτσος, Ποιήματα – Τόμος Θ’», εκδ. Κέδρος, 1989)


Τάσος Λειβαδίτης, «Καβάφης»

Νύχτες ακόλαστες, πιοτά, σφοδρά συμπλέγματα, γιγάντιες σαν θόλοι ναού ηδονές. Κι άγνωστες, πέρ’ από κάθε πρόσχημα, τραχιές, σαν νίκες, αμαρτίες. Και το πρωί επέστρεφε μόνος κι εξαντλημένος κι ώριμος κομίζοντας, σαν μια καινούργια αγνότητα, το νέο αμαρτωλό του ποίημα.

(Περιλαμβάνεται στη συγκεντρωτική έκδοση «Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση, πρώτος τόμος, 1950-1966», εκδ. Μετρονόμος, 2015)

Νίκος Καρούζος, «Non multa sed multum» (Κατάσταση κι ανύψωση του Καβάφη)

Κανένας παλαιότερος τόσο σημερινός στη ρωμιοσύνη• τη γλώσσα τη χειραγώγησε στην ύπνωση της ακέραιης φλόγας οπού μάταια σηκώνει των σκοταδιώνε τα καπάκια• τη γλώσσα του την πήρε δώθε-κείθε και την έκανε μια σύριγγα για ενδοφλέβιο τραγούδι καταναλίσκοντας αργά τους δύσκολους ενιαυτούς των ελληνίδων λέξεων αποστηθίζοντας ολάκερο το θάνατο σε δέκα-δεκαπέντε στίχους μ’ εκείνη τη μαβιά φωτιά στα μάτια του Φερνάζη με εκλεκτή συγκίνηση με ιδεώδη λάθη με χάρισμα χαρούμενο στα ερειπωμένα βάθη. Τι είναι όμως που κομίζει τα ποιήματα τι είναι που με δαύτα επωάζει την άβυσσο; Φεγγάρι μου στη σκοτεινιά ζεστό βυζί της νύχτας τι είναι – λέγε μου εσύ – τα θάλλοντα ποιήματα; Μην είναι τα ασημοφώτιστα οστά της Ειμαρμένης;

(Από τη συλλογή «Αναμνηστική λήθη», εκδ. Γοργώ, 1982. Περιλαμβάνεται στη συγκεντρωτική έκδοση «Νίκος Καρούζος, Τα ποιήματα Β’, 1979-1991», εκδ. Ίκαρος, 1994)



Δεν υπάρχουν σχόλια: