Επίσκεψη Κοτζιά στην Αλβανία: Υπογράφηκαν τρεις συμφωνίες

Η συνέντευξη Τύπου των δύο ΥΠΕΞ
Στην υπογραφή τριών συμφωνιών προχώρησαν οι υπουργοί Εξωτερικών της Ελλάδας και της Αλβανίας, κατά την επίσκεψη του Νίκου Κοτζιά στα Τίρανα. Ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών και ο ομόλογός του Ντιτμίρ Μπουσάτι παραχώρησαν συνέντευξη Τύπου, απαντώντας στις ερωτήσεις των δημοσιογράφων.

Αρχικώς τον λόγο πήρε ο ΥΠΕΞ της Αλβανίας: «Καλημέρα σε όλους σας. Είναι χαρά για μένα που υποδέχομαι σήμερα τον ΥΠΕΞ της γειτονικής Ελλάδας, κ. Ν. Κοτζιά. Είναι η πρώτη επίσκεψη του κ. Κοτζιά και είναι μια πρώτη δυνατότητα για να εξετάσουμε και να δούμε την πρόοδο των διμερών σχέσεων των χωρών μας, τόσο σε περιφερειακό, όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, δυο γειτονικών χωρών που έχουν σχέσεις στρατηγικής σημασίας.

Από την πλευρά μας εκτιμούμε ότι μόνο με τον διάλογο, τις συνομιλίες και τις αρχές του διεθνούς δικαίου μπορούμε να ξεπεράσουμε τα εμπόδια που έχουμε κληρονομήσει από το παρελθόν, τα οποία φέρουν πολιτικό και συναισθηματικό φορτίο.

Τι σημαίνει να είσαι γείτονας σε αυτή την περιοχή; Η σχέση ανάμεσα στις γειτονικές χώρες μπορεί να περιγραφεί καλύτερα με τα λόγια του Σοφοκλή, ο οποίος αναφέρει ότι η εμπιστοσύνη μπορεί να ξεθωριάσει πολύ εύκολα εκεί που η έλλειψη εμπιστοσύνης μπορεί να ανθίσει πιο πολύ δυναμικά.
Γι’ αυτό θα πρέπει να επενδύσουμε όλο και περισσότερο στο πνεύμα της εμπιστοσύνης. Το να είμαστε γείτονες σημαίνει ότι οι σχέσεις μας είναι παραπάνω από αναγκαίες, είναι απαραίτητες. Σημαίνει ότι πολλές φορές τα πράγματα που μας ενώνουν φαίνονται σαν να μας διαχωρίζουν. Επίσης σημαίνει ότι, αν και οι σχέσεις έχουν διακυμάνσεις, οι προσπάθειες για να ξαναβρούμε το κλίμα μιας σταθερής εμπιστοσύνης δεν πρέπει να σταματήσουν ποτέ.

Τι σημαίνει για εμάς να είσαι καλός γείτονας; Κατά την αντίληψή μας σημαίνει ότι υποχρεωτικά συμμεριζόμαστε ένα κοινό μέλλον, όπου, όπως θα ανέφερε ο Σπινόζα, η ειρήνη δεν είναι απλά το αντίθετο του πολέμου, αλλά είναι μια αρετή, μια καλοπροαίρετη βούληση εμπιστοσύνης και δικαίου.

Ένα αποτέλεσμα της γειτονίας μας, που είναι στρατηγικής σημασίας, είναι ότι δεν υπάρχει κανένα ταμπού ανάμεσά μας.

Από την πλευρά μου ξέρω και κατανοώ ότι παρόμοιες επισκέψεις ανωτάτων αξιωματούχων της Ελλάδας στην Αλβανία, και αντίστροφα, δημιουργούν προσδοκίες για την κοινή γνώμη. Στο πλαίσιο αυτής της προσδοκίας μπορώ να σας πω ότι έχουμε αναφερθήκαμε με τον ομόλογό μου τον κ. Κοτζιά, με έναν τρόπο πολύ άμεσο και ειλικρινή και σε ένα κλίμα πολύ ζεστό, σε όλες αυτές τις υποθέσεις που θεωρούμε ως κομμάτια της ατζέντας μας σε διμερές επίπεδο ή, όπως αναφέρεται αλλιώς στην διπλωματική γλώσσα, από τις υποθέσεις που θεωρούνται παλιές ή κατάλοιπα του παρελθόντος μέχρι τον προβληματισμό που υπάρχει σήμερα στην καθημερινότητα μας.

Για όλες αυτές τις υποθέσεις μπορώ με χαρά να πω ότι δεν έχουμε μόνο αντιπαρατεθεί, αλλά έχουμε προσπαθήσει να σκιαγραφήσουμε και να αναζητήσουμε πιθανές διεξόδους. Κι όταν ακόμη δεν έχουμε την δυνατότητα της επίλυσης των προβλημάτων, θα απευθυνθούμε εντός των ορίων του διεθνούς δικαίου, που υπαγορεύει τις λύσεις που θα είναι αποδεκτές από τα συμβαλλόμενα μέρη.

Είμαστε δύο χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ και η Αλβανία είναι μια χώρα η οποία προσδοκά να καταστεί χώρα-μέλος της ΕΕ.
Σε αυτό το πνεύμα, ενθαρρύνουμε την Ελλάδα να συνεχίσει την εποικοδομητική της προσέγγιση στην περιοχή. Είναι γνωστή η στάση της Ελλάδας. Κι αυτό φαίνεται από τη στάση που ανήγγειλε προεκλογικά η παρούσα κυβέρνηση, αλλά και από την ατζέντα της Θεσσαλονίκης ως προς τα Δυτικά Βαλκάνια και από τα αποτελέσματα αυτού του προγράμματος.

Παράλληλα, από την πλευρά μας ενθαρρύναμε και υποστηρίξαμε την επίσκεψη του Έλληνα Υπουργού Εξωτερικών κ. Κοτζιά στο Κόσσοβο, που συνιστά μια κίνηση προσέγγισης εκ μέρους της ελληνικής πλευράς, και ενθαρρύνουμε την αναγνώριση της ανεξαρτησίας του Κοσσόβου.

Οι προκλήσεις με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπη η Ευρώπη και η περιοχή θέτουν τις δυο χώρες αντιμέτωπες με νέες ευθύνες. Πρωτίστως έχουμε τα θέματα της ασφάλειας στον Νότο και στην Ανατολή της ηπείρου μας, δεύτερον, έχουμε την οικονομική κρίση που αντιμετωπίζει η γειτονική μας χώρα. Δεν έχουμε αντιμετωπίσει αυτή την κρίση ως μια ελληνική υπόθεση, αλλά ως μια πολιτική υπόθεση για το μέλλον της Ευρώπης, που αφορά την γεωστρατηγική θέση της Ελλάδας.

Υπό αυτή την έννοια ευχόμαστε η παρούσα κατάσταση της Ελλάδας να ξεπεραστεί το συντομότερο δυνατόν, μέσω της συμφωνίας που πρόσφατα επιτεύχθηκε με την ΕΕ, προς ευημερία του ελληνικού λαού, αλλά και των Αλβανών πολιτών που ζουν και εργάζονται στην Ελλάδα.

Σε αυτό το σημείο θέλω να ευχαριστήσω την ελληνική πλευρά, η οποία, αν και βρίσκεται σε δύσκολη στιγμή, βρήκε τον χρόνο να εγκρίνει στην ελληνική Βουλή το νόμο για την υπηκοότητα, από τον οποίο επωφελείται ένας μεγάλος αριθμός των παιδιών των Αλβανών μεταναστών, που έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα.

Τρίτον, να υπογραμμίσω τη σημασία που έχουν και τα θέματα της ενεργειακής ασφάλειας, τα οποία θα συνεχίσουν να υπάρχουν στην ατζέντα αυτής της γωνιάς της Ευρώπης. Υπό αυτή την έννοια η Αλβανία έχει δείξει, μέσω της δυναμικής της και εποικοδομητικής της πολιτικής στην περιοχή, ότι βρίσκεται σε πλήρη ταύτιση με τη στάση της ΕΕ και αποτελεί έναν αξιόπιστο εταίρο.

Σήμερα δεσμευτήκαμε για την ευόδωση των σχεδίων που έχουν σημασία για την ενεργειακή ασφάλεια και την οικονομική σταθερότητα της περιοχής, συμπεριλαμβανομένων και των κοινών φυσικών πηγών.

Θεωρούμε ότι έχει έρθει πλέον η στιγμή να θέσουμε νέες βάσεις αναθεωρώντας την εφαρμογή του υπάρχοντος Συμφώνου Φιλίας. Αυτή η αναθεώρηση θα εξυπηρετήσει την συγκρότηση ενός νέου νομικού πλαισίου, ώστε να υπάρξει επίλυση των συγκεκριμένων προβλημάτων με νέους μηχανισμούς, σύμφωνα με το πραγματικό τους βάρος. Επίσης θα λάβουμε υπόψη όλες τις συνθήκες στην περιοχή, το πνεύμα της ισότητας, τον αμοιβαίο σεβασμό, μακριά από κάθε απόχρωση εθνικιστικής ρητορικής.

Τέλος, θέλω να ευχαριστήσω τον ομόλογό μου κ. Κοτζιά για την υποστήριξη της Ελλάδας στην Αλβανία στην πορεία της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, κάτι που υποστηρίχτηκε και από τον προηγούμενο ΥΠΕΞ Ε. Βενιζέλο κατά τη διάρκεια παλαιότερης επίσκεψής του στα Τίρανα.

Σήμερα έχουμε τη δυνατότητα να ολοκληρώσουμε και να υπογράψουμε το μνημόνιο συνεργασίας για την επιτάχυνση της ένταξης της Αλβανίας στην ΕΕ. Ταυτόχρονα τα μνημόνια που υπογράψαμε σήμερα στον τουριστικό και αγροτικό τομέα αποτελούν μια ξεκάθαρη μαρτυρία ότι οι δύο χώρες δεσμεύονται ότι κάθε ανεπίλυτη υπόθεση δεν θα επιδρά στην ευόδωση των ενταξιακών διαδικασιών, οι οποίες είναι προς το συμφέρον και των δύο χωρών.

Κλείνοντας θέλω να τονίσω ότι η σημερινή συνάντηση δείχνει ξεκάθαρα τη βούλησή μας για συνέχιση των συνομιλιών με τρόπο ανοιχτό και διαφανή, όπως αρμόζει σε γειτονικές χώρες».

Στη συνέχεια τον λόγο πήρε ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς, δηλώνοντας:
«Θα ήθελα να ξεκινήσω όχι από την Αλβανία, αλλά από τους Αλβανούς που ζουν στην Ελλάδα. Λέω πάντα δημόσια στη χώρα μου, ότι είμαστε τυχεροί που έχουμε τέτοιους συμπολίτες, οι οποίοι είναι άνθρωποι με κουλτούρα θέλησης και εργατικότητας, αποτελεσματικότητας, με διάθεση δυναμικής ανόδου. Νομίζω ότι είμαστε οι πιο τυχεροί σε όλη την Ευρώπη που έχουμε τέτοιους μετανάστες. Αυτοί οι μετανάστες με το νέο νόμο που πέρασε η κυβέρνησή μας στη Βουλή, και ιδιαίτερα τα παιδιά τους, είναι ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στις δύο χώρες μας.

Και πρέπει να προσθέσω κάτι, τιμώντας τους φοιτητές μου.
Πάντα στις τάξεις του Πανεπιστημίου οι Αλβανοί είναι ανάμεσα στους πέντε-δέκα καλύτερους φοιτητές, με ισχυρή θέληση να πετύχουν, να μάθουν, να ανοίξουν δρόμους στη ζωή τους. Τους εκτιμώ και τους αγαπώ πολύ. Είμαι τυχερός ως Έλληνας που έχουμε αυτούς τους δραστήριους μετανάστες από την Αλβανία, αλλά είμαι και τυχερός ως καθηγητής που είχα - και ελπίζω να έχω και στο μέλλον - τέτοιους καλούς φοιτητές. Είναι το πνεύμα ενός λαού που θέλει να ανοίξει δρόμους στο μέλλον.

Αυτή τη διάθεση του μαχητή για το αύριο, με διάθεση ειρήνης, δημοκρατίας, κοινωνικής δικαιοσύνης, τη ζούμε κάθε μέρα με τους Αλβανούς συμπολίτες μας, με τους Αλβανούς φοιτητές μου - και το βρήκα και στη σημερινή μας συνάντηση και ευχαριστώ πάρα πολύ για τη φιλοξενία και για την καλή κουβέντα που είχαμε.

Η Αλβανία είναι ένα κομμάτι της Ευρώπης, είναι ένα κομμάτι των Βαλκανίων, είναι ένας στρατηγικός εταίρος, ένας στρατηγικός φίλος και ένας στρατηγικός γείτονας. Ο Θεός, ή ο Αλλάχ, μας έστειλε να συζήσουμε σε αυτή την περιοχή και είμαστε υποχρεωμένοι να γίνουμε δημιουργικοί. Θέλουμε να είμαστε δημιουργικοί στη συνεργασία μας σε σχέση με την προετοιμασία της Αλβανίας για ένταξη στην ΕΕ. Θέλουμε να είμαστε δημιουργικοί στη συνεργασία μας στο ΝΑΤΟ. Και πρέπει να σας πω ότι είμαι πολύ επίμονος σε σχέση με τα διεθνή πρότζεκτ - ό,τι συμβαίνει στα Βαλκάνια πρέπει να συμπεριλάβει και την Αλβανία, είτε αυτό είναι ενεργειακή ασφάλεια, είτε είναι νέες γραμμές επικοινωνίας και συγκοινωνίας.

Έχουμε μια πολιτική της ενσωμάτωσης και όχι του αποκλεισμού.
Οι δύο χώρες μας θέλουμε να παίξουν σταθεροποιητικό ρόλο στην περιοχή μας, ξέρετε ότι συνηθίζω να λέω ότι είμαστε σε ένα τρίγωνο αστάθειας, έχουμε στην κορυφή την Ουκρανία, τη Λιβύη αριστερά και τη Μ. Ανατολή δεξιά και εκεί εμείς πρέπει να σταθεροποιούμε το περιβάλλον μας, να αποτρέπουμε τα κύματα αστάθειας και να διαχέουμε κύματα σταθερότητας.

Η συνεργασία μας δεν είναι μόνο σημαντική για τα δύο κράτη, για τους δύο λαούς, είναι σημαντική γα όλη την ΝΑ Ευρώπη, καθώς και η συνεργασία μας στην Αδριατική έχει λάβει νέα θεσμικά χαρακτηριστικά.

Προχωρήσαμε σε σειρά συμφωνιών με τον Υπουργό τον κ. Μπουσάτι, υπογράψαμε σήμερα τρεις συμφωνίες, νομίζω ότι στο μέλλον θα υπογράψουμε πολύ σημαντικότερες και μία από αυτές θα είναι ασφαλώς το ανανεωμένο Σύμφωνο Φιλίας που θα συμπεριλαμβάνει και όλα αυτά τα δίκτυα από την ενέργεια μέχρι την επικοινωνία. Συζητήσαμε και για τις συμφωνίες που υπάρχουν και πρέπει να ενεργοποιηθούν για να ξαναδούμε ζητήματα, όπως είναι τα σχολικά βιβλία. Αλλά μιλήσαμε και για τον τρόπο που θα λύσουμε ζητήματα κοινού ενδιαφέροντος που σχετίζονται με το Διεθνές Δίκαιο και το Δίκαιο της Θαλάσσης και νομίζω ότι και ο κ. Υπουργός και εγώ πιστεύουμε ακλόνητα ότι τα προβλήματα υπάρχουν για να λύνονται.

Γι αυτό πιστεύουμε ότι και αυτή η επίσκεψη, όπως και η επίσκεψη του Υπουργού στην Αθήνα, το φθινόπωρο ελπίζω, αποτελούν μεγάλα βήματα συνεργασίας και φιλίας ανάμεσα στους δύο λαούς, τα δύο κράτη και ανάμεσά μας. Γιατί όπως ξέρετε η εμπιστοσύνη είναι ένα ύψιστο αγαθό και η εμπιστοσύνη διαμορφώνεται και στους λαούς και στους θεσμούς αλλά και ανάμεσα σε πρόσωπα. Γι αυτό είμαι πολύ ικανοποιημένος και θέλω να ευχαριστήσω για τον ανοιχτό τρόπο φιλίας και εμπιστοσύνης που κουβεντιάσαμε για να βρούμε δημιουργικές λύσεις και να προωθήσουμε δημιουργικά τη συνεργασία μας. Ευχαριστώ πολύ».

Ακολούθησαν οι ερωτήσεις των δημοσιογράφων και οι απαντήσεις των δύο υπουργών:
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Αναφερθήκατε στην Αλβανία ως στρατηγικό εταίρο αλλά ακόμα το ελληνικό κράτος διατηρεί τον νόμο του εμπολέμου. Η κυβέρνηση Τσίπρα θα κάνει κάτι για το εμπόλεμο; Και μια δεύτερη ερώτηση: Θα αλλάξει η στάση της κυβέρνησης σας ως προς την υπόθεση της Τσαμουριάς;

Ν. ΚΟΤΖΙΑΣ: «Η Ελλάδα και η Αλβανία έχουν δύο ισχυρές γέφυρες φιλίας. Αυτές είναι οι Αλβανοί μετανάστες και βέβαια η μεγάλη παλαιά γηγενής ελληνική μειονότητα στην Αλβανία. Μαζί μ’ αυτές η διπλωματία και τα κοινά μας συμφέροντα οικοδομούν πάρα πολλές γέφυρες.

Εμείς πιστεύουμε ότι δεν υπάρχει εμπόλεμη κατάσταση με την Αλβανία. Πιστεύουμε ότι όλα τα σύμφωνα, οι συνθήκες, οι δηλώσεις του Υπουργικού Συμβουλίου στη δεκαετία του 80, η συνεργασία μας στο ΝΑΤΟ, όχι μόνο μας καθιστούν φίλους αλλά δύο κράτη που είναι και εταίροι. Είναι σύμμαχοι. Κατανοούμε ότι συχνά αυτός ο τρόπος ανάγνωσης ο δικός μας, δεν αποτελεί πάντα και τον καλύτερο τρόπο ανάγνωσης στην Αλβανία. Γι αυτό στις επόμενες συμφωνίες που είναι να συνάψουμε θα βρούμε ένα νομικό τρόπο να επιβεβαιώσουμε ότι δεν είμαστε σε εμπόλεμη κατάσταση.

Δεν είμαστε αλλά θα το επιβεβαιώσουμε.
Όσον αφορά την άρση του συμφώνου της κατάσχεσης και τις περιουσίες, εμείς υποστηρίζουμε ότι κάθε Αλβανός πολίτης μπορεί να προσφύγει σε ελληνικό δικαστήριο και στηριζόμενος στο δίκαιο να διεκδικήσει τα αιτήματά του. Δεν επιθυμούμε υποθέσεις για ατομικά περιουσιακά δικαιώματα να καθίστανται σκοτεινά σημεία στις διακρατικές σχέσεις, ούτε να υπονομεύουν τη φιλία μας.

Επίσης, αναφορικά με το δεύτερο σας ερώτημα, συνηθίζω να λέω ότι πρέπει να μαθαίνουμε από την ιστορία, πρέπει να στηριζόμαστε στην ιστορία, να μην επαναλαμβάνουμε λάθη του παρελθόντος αλλά δεν πρέπει να φυλακιζόμαστε σ’ αυτήν. Και όποιος θέλει να μας φυλακίσει σ’ αυτήν, έχοντας μάλιστα ιστορικό λάθος και ευθύνες, εμείς δεν θα τον ακολουθήσουμε.

Θέλουμε να οικοδομήσουμε με την Αλβανία το μέλλον. Το οποίο ανήκει στα δύο κράτη, στους δύο λαούς και ιδιαίτερα στις νέες μας γενιές».

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Θα ήθελα να σας ρωτήσω για την συμφωνία του 2009 για τα θαλάσσια σύνορα, η οποία αναιρέθηκε από το Αλβανικό Συνταγματικό Δικαστήριο. Υπήρξε, θα λέγαμε, μια παγκόσμια πρωτοτυπία, διότι η ίδια μέθοδος που είχε χρησιμοποιηθεί για αυτή την συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας, είχε χρησιμοποιηθεί και το 1992 για μια αντίστοιχη συμφωνία της Αλβανίας με την Ιταλία. Βεβαίως εκείνη δεν αμφισβητήθηκε. Επίσης σε αυτή την συμφωνία με την Ιταλία εσείς κερδίζετε 70 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Υπάρχει μεγάλη διαφορά όσο αφορά τις θέσεις σας για την μία και την άλλη περίπτωση, στην ίδια ουσιαστικά συμφωνία, τι θα μπορούσατε να μας πείτε για αυτό; Ευχαριστώ πολύ.

ΝΤ. ΜΠΟΥΣΑΤΙ: «Σας ευχαριστώ για το σχόλιο, αλλά και για την ερώτηση που κάνατε σχετικά με αυτή την υπόθεση. Μπορώ να σας πω ότι και από την γεωγραφική άποψη, η υπόθεση καθορισμού και οριοθέτησης της οικονομικής ζώνης και της υφαλοκρηπίδας ανάμεσα στην Αλβανία και την Ιταλία, δεν είναι ίδια υπόθεση και το ίδιο πράγμα με αυτό που θα πρέπει να καθοριστεί ανάμεσα στην Αλβανία και την Ελλάδα.

Το ίδιο ισχύει και για την Ελλάδα με την Ιταλία. Αυτό επιβάλλεται από την γεωγραφική θέση. Αλλά, είναι σημαντικό να τονίσουμε σήμερα μερικά στοιχεία. Η υπόθεση, η οποία αλλιώς είναι γνωστή στην καθομιλουμένη ως «Συμφωνία για την Θάλασσα» και που, με μια θεώρηση περισσότερο επαγγελματική, αναφέρεται ως ανάγκη καθορισμού της υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, αποτελεί ένα από τα θέματα που συζητήσαμε με τον Υπουργό κ. Κοτζιά. Πρόκειται για ένα από τα θέματα όπου τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν διαφορετικές οπτικές γωνίες.

Επίσης, είναι γνωστές και οι θέσεις και οι εξελίξεις στην Αλβανία και την Ελλάδα για την συγκεκριμένη υπόθεση και, δικαίως, αυτό που προσμένει τόσο η αλβανική, όσο και η ελληνική κοινή γνώμη είναι πώς θα ξεπεράσουμε αυτή την κατάσταση και πώς θα οδηγηθούμε σε μια λύση αποδεκτή και από τις δύο πλευρές. Μια λύση, η οποία για εμάς - θα αναφέρω εδώ αυτό που είπα και κατά την διάρκεια της διμερούς συνάντησης - θα πρέπει να είναι μια λύση, η οποία θα βασίζεται πλήρως στο διεθνές δίκαιο, μια λύση που θα πραγματοποιηθεί με βάση το ευρωπαϊκό πλαίσιο και όχι ως κάτι που λειτουργεί ως δεδικασμένο έναντι περιπτώσεων που μπορεί να θεωρηθούν όμοιες ή όχι.

Δηλαδή, δεν θα προτιμούσα και δεν νομίζω πως θα ήταν σκόπιμο να προσανατολίσουμε την κοινή γνώμη σε άλλες περιπτώσεις, που πιθανόν να μην σχετίζονται με τη δική μας υπόθεση. Είναι μια λύση, την οποία εμείς οι δυο Υπουργοί επιθυμούμε να τεθεί πρωτίστως από τους εμπειρογνώμονες και από τις ομάδες των ειδικών, ώστε να αποκτήσουμε μια βαθύτερη αντίληψη ως προς την κατεύθυνση και τον προσανατολισμό αυτής της υπόθεσης.

Όπως ανέφερα ξεκάθαρα και στην ομιλία μου εδώ νωρίτερα, αν έπειτα από μια μεγάλη και μακρόχρονη επεξεργασία, την οποία μπορούν να κάνουν οι ομάδες των εμπειρογνωμόνων, δεν επιτύχουμε ένα ορθό και αμοιβαία αποδεκτό πόρισμα, τότε το Διεθνές Δίκαιο και το ευρωπαϊκό πλαίσιο είναι αυτό που θα μας κατευθύνει προς τους μηχανισμούς ή τα όργανα, στα οποία μπορούμε να απευθυνθούμε με εμπιστοσύνη ώστε να μας δώσουν μια οριστική λύση.

Για να αναφερθούμε στη σχέση μεταξύ Αλβανίας και Ιταλίας, μπορώ να σας πω ότι η διαδικασία των διαπραγματεύσεων είχε διαρκέσει περίπου επτά χρόνια και υπάρχει ένας ογκώδης φάκελος τόσο στο Υπουργείο μας, όσο και στην άλλη πλευρά. Έτσι, ανεξαρτήτως του τι προσμένουμε εμείς και των ερωτημάτων που τίθενται - τόσο από την αλβανική κοινή γνώμη, όσο και από την ελληνική - αυτά είναι θέματα που απαιτούν τον χρόνο τους και την κατάλληλη στιγμή ώστε να επιλυθούν.

Και κάτι τελευταίο, όχι όμως λιγότερο σημαντικό: υπάρχει στρατηγικό ενδιαφέρον για να λύσουμε αυτή την υπόθεση, τόσο εμείς, όσο και η Ελλάδα, καθώς έχουμε τη θαλάσσια οικονομία, την οποία θα πρέπει να εξερευνήσουμε και να αναπτύξουμε.

Έχουμε τις κατευθύνσεις και τις στρατηγικές της ΕΕ για τις μακρο-περιοχές και δεν έχουμε πιστέψει ποτέ ότι μπορεί να υπάρξει μια μονόπλευρη λύση για την συγκεκριμένη υπόθεση. Επίσης γνωρίζουμε πάρα πολύ καλά ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα, η οποία, όπως και εμείς, σέβεται τις αρχές του διεθνούς δικαίου και επιθυμεί την επίτευξη μιας συμφωνίας αποδεκτής από τις δύο πλευρές.

Έτσι, λοιπόν, σας λέω ότι ανεξαρτήτως από οτιδήποτε διαβάζετε για την προσέγγιση που έχουμε για αυτή την υπόθεση - η οποία δεν αποτελεί το μοναδικό διμερές θέμα, αν και έχει μεγάλη ευαισθησία στην κοινή γνώμη - μπορώ να σας πω ότι αυτή τη στιγμή τα σημεία που μας ενώνουν είναι περισσότερα από αυτά που μας χωρίζουν. Διότι η κοινή πορεία μας είναι προς το Διεθνές Δίκαιο και το ευρωπαϊκό πλαίσιο.

Οφείλουμε να μελετήσουμε με ακρίβεια τις κατευθύνσεις που μας δίνει το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι και το τι θα πρέπει να κρατήσουμε στη βάση της φιλίας μας, ώστε να έχουμε ένα θετικό κλίμα στην κοινή γνώμη, που θα υποστηρίζει τόσο τους πολιτικούς παράγοντες, όσο και τις ομάδες των εμπειρογνωμόνων, ώστε να οδηγηθούμε σε μια κοινώς αποδεκτή λύση.

Όσον αφορά το ποια θα ήταν αυτή η λύση, μπορώ να σας πω ότι και λόγω των αντιστοίχων επαγγελματιών, αλλά και των καλών ομάδων εργασίας, τόσο στο Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδος, όσο και στο Υπουργείο Εξωτερικών της Αλβανίας, μπορώ να πω ότι όλη αυτή η περίοδος δεν είναι κενή, καθώς εμείς μελετάμε λεπτομερώς όλες τις εκδοχές για το πώς μπορούμε να οδηγηθούμε σε μια κοινή γλώσσα όσον αφορά τον καθορισμό της υφαλοκρηπίδας, την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη και να δούμε πώς θα γίνει η οικονομική εκμετάλλευση της θάλασσας, λαμβάνοντας υπόψη τις θέσεις και των δύο χωρών μας».
________________________________________

Δεν υπάρχουν σχόλια: